Friday, July 31, 2015

Il Conformista



Οι εθνικές επέτειοι γίνονται ακόμα σημαντικότερες όταν διδάσκουν κάτι. Το κέρδος μου από τον φετινό εορτασμό της πτώσης της χούντας ήταν ότι έφερε στην αντίληψή μου αυτό το εύγλωττο ποίημα του Μανώλη Αναγωνστάκη:

Φοβάμαι

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.


(Νοέμβριος 1983)



Όσο η Ιστορία προχωρά, ο κατάλογος των "φοβάμαι" μεγαλώνει.

Φοβάμαι κι εγώ...
Εκείνους που φόρεσαν ζιβάγκο και έθρεψαν μουστάκες τότε που η πολιτική μόδα τα επέβαλε.
Τους παλιούς αφισοκολλητές που έβαλαν κουστούμια και ντύθηκαν εκσυγχρονιστές.
Όσους όψιμα σαγηνεύτηκαν από το επαναστατικό πνεύμα της Αριστεράς για να προστατεύσουν τις καπιταλιστικές/αστικές τους ανέσεις.
Φοβάμαι τους χαμαιλέοντες και τους κομφορμιστές που, σαν τον ήρωα του Μοράβια, συμπορεύονται με οποιονδήποτε θεωρούν ότι εξασφαλίζει τη βολή τους. Και όταν τα πράγματα στραβώσουν, μαζεύονται στις πλατείες, μουτζώσουν εκείνους που επευφημούσαν και περιμένουν να δουν προς τα που θα φυσήξει ο επόμενος άνεμος για να προσαρμόσουν τα πανιά τους.

Δεν έχω αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα, αλλά είναι σα να βλέπω μπροστά μου
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Sunday, June 28, 2015

Περί Δημοψηφισμάτων


Πολλοί πιστεύουν ότι τα δημοψηφίσματα είναι εξ ορισμού η κορυφαία έκφραση της Δημοκρατίας. Είναι πράγματι έτσι; Όχι απαραίτητα, απαντάει ο Ρ. Ρούφος (ένας αφοσιωμένος υπερασπιστής της δημοκρατίας και της ελευθερίας και νηφάλιος -και γι' αυτό δυστυχώς λησμονημένος- στοχαστής), και εξηγεί πότε ένα δημοψήφισμα είναι αθέμιτο:

"Δυο λογιών δημοψηφίσματα είναι θεμιτά με δημοκρατικά κριτήρια. Το ένα (Referendum), που εφαρμόζεται από παλιά στα ελβετικά καντόνια, διενεργείται μέσα σε ένα ισχύον πολίτευμα και ζητάει να αποφανθούν οι εκλογείς άμεσα πάνω σ΄ένα απλό και συγκεκριμένο ερώτημα, όπου μπορεί κανείς ν' απαντήσει πραγματικά μ΄ένα "Ναι" ή μ΄ένα "Όχι":λ.χ "Θέλετε να ψηφίζουν οι γυναίκες;" Το άλλο (Plebiscite) αφορά το ίδιο το πολίτευμα και είναι και εκείνο θεμιτό όταν το ερώτημα, και πάλι, είναι απλό- του τύπου "Βασιλευομένη ή Αβασίλευτη Δημοκρατία;"

Η αθέμιτη εκμετάλλευση του θεσμού αρχίζει όταν χρησιμοποιείται σαν υποκατάστατο άλλης δημοκρατικής διαδικασίας, ζητώντας πονηρά μ΄ένα ¨Ναι" ή μ΄ένα "Όχι" σε θέματα που από τη φύση τους δεν επιδέχονται μονολεκτική απάντηση (χωρίς να δίνεται σοβαρή διαζευκτική λύση). Μ' αυτή τη νοθευμένη μορφή μεταχειρίζονται συνήθως το δημοψήφισμα τα καθεστώτα, είτε για να προσδώσουν "λαϊκό χρίσμα" στην εξουσία τους είτε για να επικυρώσουν τετελεσμένα γεγονότα ή να επιβάλλουν πλατιές και περίπλοκες μεταρρυθμίσεις με τη "συγκατάθεση" των εκλογέων. Χαρακτηριστικό, σ'όλες τις περιπτώσεις, είναι ότι ο ψηφοφόρος δεν έχει γνήσια εκλογή. Κι όταν ακόμα του δίνουν τη δυνατότητα να ψηφίσει εναντίον στην πρόταση-πράγμα σπάνιο, γιατί κατά κανόνα τέτοια δημοψηφίσματα διεξάγονται σε κλίμα ψυχολογικής ή υλικής βίας- το ερώτημα είναι διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε η πρόταση όσο οδυνηρή κι αν είναι να φαίνεται σε πολλούς προτιμότερη από την εναλλακτική που μοιάζει να οδηγεί σε αδιέξοδο."



Το απόσπασμα είναι από το δοκίμιο Οι Περιφρονητές του Πλήθους, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ρόδη Ρούφου, Οι Μεταμορφώσεις του Αλαριχου και άλλα Δοκίμια, εκδ. Ίκαρος, 1971

Sunday, June 21, 2015

The mechanics of Sisyphus


MC Escher commented on his work Ascending and Descending:

“That staircase is a rather sad, pessimistic subject, as well as being very profound and absurd. With similar questions on his lips, our own Albert Camus has just smashed into a tree in his friend’s car and killed himself. An absurd death, which had rather an effect on me. Yes, yes, we climb up and up, we imagine we are ascending; every step is about 10 inches high, terribly tiring – and where does it all get us? Nowhere.”


Saturday, March 21, 2015

Wasted Beauty


Two images.

The first, a photograph in black and white that captured a situation in a fraction of a second.
The other, a painting, full of vivid colours depicting a rather static scene.



Different media, different formal qualities and yet so relevant, as if they were meant to be placed one next to the other.

Two young girls working in public spaces, serving crowds that hardly notice their existence. It seems as if they were visible only to the eyes of the artists, Robert Frank and Edward Hopper.

The look of the elevator girl and the body posture of the cinema girl radiate the boredom and the frustration caused by their repetitive, uninteresting jobs.

Jack Kerouac, who wrote the foreword of the legendary book The Americans where the photograph belongs, asked Frank if hew new the girl's telephone number. I am sure he wouldn't mind dating the blonde from the painting either.

Luckily we have Art to preserve some humanity in this mechanical world.

Saturday, March 14, 2015

Κυριακή απόγευμα σε έναν ήσυχο επαρχιακό δρόμο.


Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν την βαθειά εσωτερική ανάγκη να επικοινωνούν με το κάρμα τους, να ονειροπολούν, να αποτραβιούνται για λίγο από την πεζή πραγματικότητα και να ταξιδεύουν στη σφαίρα του αφηρημένου. Και άλλοι που την ανάγκη αυτή δεν την αισθάνονται, δεν την καταλαβαίνουν και επιμένουν να επαναφέρουν τους "ταξιδιώτες" στον πρακτικό τους κόσμο.


Κάτι τέτοιο απεικονίζει ο πίνακας του Edward Hopper, Four Lane Road (1956).




Ο άντρας, χαλαρωμένος από τον καπνό του πούρου του, ρεμβάζει, βυθισμένος στις σκέψεις του, το ηλιοβασίλεμα. Από το παράθυρο ξεπροβάλλει η γυναίκα του γεμάτη ένταση.
Το φαγητό είναι έτοιμο! Έλα προτού κρυώσει! του φωνάζει.
Εκείνος θα ήθελε να την αγνοήσει, να συνεχίσει την αιθεροβασία του. Η ζημιά όμως έγινε. Το σφιγμένο αριστερό του χέρι μαρτυρά ότι η γαλήνη του έχει πια χαθεί.

Ο τίτλος που δίνω εγώ στον πίνακα είναι "Το Κάρμα και η Φασολάδα"

Γι' αυτό λατρεύω τον Hopper. Κάθε έργο του σε προκαλεί να ανασυνθέσεις μια ιστορία.

Friday, February 6, 2015

Van Gogh and Vivian Maier



I have seen people weeping when overwhelmed by the power of a work of art. I wish I had this kind of sensitivity, but I don't. When I burst into tears, it is because of human beings and their tragic destinies.

One of the most heartbreaking stories among artists is the one of Vincent van Gogh. The painter whose name became almost a synonym for his art, a cursed soul that has been struggling between genius and insanity (I am not strictly speaking mad, for my mind is absolutely normal in the intervals, and even more so than before. But during the attacks it is terrible—and then I lose consciousness of everything. But that spurs me on to work and to seriousness, as a miner who is always in danger makes haste in what he does, he wrote [1]), with a feverish talent that distinguished him from anyone before or after, this person so desperate for recognition as anyone involved in creative activities can be, died without having sold any of his works, that later would be globally considered as masterpieces.




Vincent was thirty-seven [when he shot himself]. The abbot in Auvers refused to allow a funeral service in his church. Van Gogh was foreign and Protestant and a suicide.

So Theo
(his brother) bought a plot in a new cemetery on a barren plateau above the town, a distance from the church. Vincent was in his element, among the wheat fields, under the sun and stars, an outlier, as always. [1]

By a strange coincidence it was in Amsterdam (at FOAM), a few hundreds of meters away from the van Gogh Museum, that I saw the exhibition of Vivian Maier, a photographer with a similar fate:

Vivian Maier (New York, 1926 - 2009) worked as a professional nanny throughout her life. In her free time, she documented life in large American cities such as New York and Chicago, although no one in her immediate circle ever saw the results. She left behind an imposing body of work, consisting of 100,000 negatives. Its quality can be compared to that of famed contemporaries like Joel Sternfeld, Joel Meyerowitz, Elliot Erwitt and Garry Winogrand. [...]

In 1951 she became a nanny, work she continued to do for the rest of her life. Those who were acquainted with her characterised Maier as extremely intelligent, eccentric, curious and a free spirit. She documented all that caught her attention, in photos as well as sound and motion pictures. On the street she was fairly inconspicuous: she wore a hat, a long dress, a woollen coat and men's shoes, and she never left the house without a camera around her neck.
[2]




Although, it seems, Vivian Maier had not received any formal education on Art or Photography, with my modest knowledge on the topic, I can say that her work is comparable to those of the legends of street photography.

In the 1990's, because of financial problems, she had to stop taking photographs. Her photo archive with the rest of her possessions were auctioned because she could not afford to pay her rent.

In 2008 Maier suffered a nasty fall on the ice in Chicago and died in April 2009. She left behind an immense photographic archive. [2]

The work of V.M can be seen at: www.vivianmaier.com


But then again, Vivian Maier was blessed like those glorious few, who manage to spend most of their lives doing what they love the most.

Real artists paint things not as they are, but as they feel them.
Vincent



[1] http://www.nybooks.com/articles/archives/2015/feb/05/van-gogh-courage-and-cunning/?insrc=whc
[2] www.foam.com, from the catalogue of the exhibition

Ξερόλες και Μαϊντανοί


Ξερόλες, καθώς φαίνεται, υπήρχαν παντού και πάντα και σε αυτούς θα πρέπει να αναφερόταν ο M. de Montaigne στα μνημειώδη Δοκίμια του, όταν έγραφε:

"Για να μαθαίνω πάντα κάτι από την επαφή μου με τους άλλους, ακολουθώ την εξής τακτική: ανακαλώ εκείνους με τους οποίους κουβεντιάζω τα θέματα που γνωρίζουν καλύτερα.

Αρκεί στον τιμονιέρη για τους αέρηδες να κουβεντιάζει,
στον αγρότη για τα ταυριά του,
για τις πληγές του κάνει λόγο ο πολεμιστής, για τα κοπάδια του ο βοσκός.


Γιατί το αντίθετο συμβαίνει συνηθέστερα:ο καθένας διαλέγει μάλλον να πολυλογεί για το επάγγελμα κάποιου άλλου παρά για το δικό του, θεωρώντας ότι αποκτάει έτσι καινούργια φήμη." [*]

Πέντε αιώνες αργότερα, στην εποχή της κυριαρχίας των media, η συμβουλή του συνιστά μια οξυδερκή μέθοδο άμυνας απέναντι στους μαϊντανούς της τηλεόρασης, των εφημερίδων και του facebook. Προσωπικά αντιμετωπίζω με μεγάλο σκεπτικισμό εκείνους τους επώνυμους που καταχρώμενοι το κύρος ή την διασημότητα τους, τοποθετούνται επί παντώς επιστητού και συνήθως επί ζητημάτων που αγνοούν. Το ότι κάποιος κλωτσάει καλά μια μπάλα, συνθέτει όμορφα τραγούδια, ή έχει υπήρξε όμορφος/η στο παρελθόν δεν τον καθιστά ειδήμονα στα οικονομικά, την εξωτερική πολιτική ή τις διεθνείς σχέσεις. Δυστυχώς, πολύ συχνά, τέτοιοι άνθρωποι διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.

[*] M. de Montaigne, Δοκίμια, Βιβλίο Πρώτο, Κεφ. 17, εκδ. Εστίας

Thursday, February 5, 2015

Σύνεση στη Μάχη




Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Η σφοδρότητα της θα φανεί σύντομα. Και οι σκέψεις του M. de Montaigne, από το μακρυνό 16ο αι. γίνονται επίκαιρες:

Η ανδρεία έχει τα όρια της όπως και οι άλλες αρετές, τα οποία όταν υπερπηδηθούν, περνούμε στην οδό της φαυλότητας, έτσι που, μέσω της ανδρείας μπορεί να φτάσουμε στην αποκοτιά, στην επιμονή και στον παραλογισμό, αν δεν ξέρουμε καλά τα συνορά της, δύσκολα πράγματι να διακριθούν οι εσχατιές τους. Ας μην το λησμονούν αυτό οι αδύναμοι.

Οι ισχυροί δε, έχουν [...] τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ώστε [...] ξεπαστρεύουν με το σπαθί τους τους πάντες, όπου βρουν αντίσταση•πράγμα που βλέπει κανείς στους τύπους κλήτευσης και πρόκλησης, περήφανης, αλαζονικής και γεμάτης βαρβαρώδη αυταρχισμό, που συνηθίζουν οι οι ηγεμόνες... [*]

Αν ο σκοπός δεν είναι η εξόντωση, ας αντισταθούν οι σύγχρονοι ηγεμόνες στους πειρασμούς αυτούς.


[*] M. de Montaigne, Δοκίμια, Βιβλίο Πρώτο, Κεφάλαιο 16, εκδ. Εστίας

Friday, January 30, 2015

"Ιδιοκτησία και Ιδιόχρηση"


Ενώ περίμενα με τα μπαγκάζια μου το λεωφορείο για το αεροδρόμιο στη στάση της Γλυφάδας, ένας ταξιτζής σταμάτησε μπροστά μου και με ρώτησε αν ήθελα να με μεταφέρει με 10 ευρώ. Η προσφορά ήταν δελεαστική -θα αποδεικνυόταν και άκρως διδακτική- και δέχθηκα.
Μου εξήγησε ότι πήγαινε εκεί έτσι και αλλιώς, οπότε τον συνέφερε να με πάρει έστω και με τόσο χαμηλό κόμιστρο. Ικανοποιημένος από τη συμφέρουσα συμφωνία και ανακουφισμένος γιατί θα έφθανα εγκαίρως στον προορισμό μου, βολεύτηκα στο πίσω κάθισμα και απολάμβανα τη διαδρομή στην ηλιόλουστη παραλιακή.

Κάπου μεταξύ Βούλας και Βάρης η σωφεράτζα μας "έφαγε" ένα κόκκινο φανάρι περνώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τότε διαταράχθηκε αμετάκλητα η ηρεμία μου. Αφού με καθησύχασε για την ασφάλεια μου, διηγήθηκε μια πρόσφατη περιπέτειά του στο ίδιο σημείο:
Είχε περάσει και πάλι με κόκκινο αλλά τον κυνήγισε ένα περιπολικό που παραμόνευε στη γωνία. Τα λόγια του προς τους αστυνομικούς, περίπου τα εξής "Αντί να μας προστατέυετε, στήνετε καραούλι για να μας παγιδεύσετε. Σα δε ντρέπεστε!", προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση τους. Του πήραν το δίπλωμα για 60 ημέρες. Ο φίλος μας όμως δεν πτοήθηκε. "Στα τέτοια μου, δούλευα χωρίς δίπλωμα" μου εκμυστηρεύθηκε. Δεν διευκρίνησε αν του είχε επιστραφεί στο μεταξύ ή είχε μετατραπεί σε επαναστάτη της ασφάλτου.

Κοινωνικός επαναστάτης, πάντως, ήταν σίγουρα όπως θα διαπίστωνα στη συνέχεια. Περνούσαμε από τις χασαποταβέρνες, στα Βλάχικα, όταν χτύπισε το κινητό του. Απάντησε αλλά, καθώς φαίνεται, δεν άκουγε τίποτα. Κοίταξε το καντράν, ύστερα το ρολόι του και οργισμένος μου εξήγησε ότι τον καλούν καθημερινά την ίδια ώρα χωρίς να του μιλάνε. "Τώρα θα δεις!"

Με το δεξί του χέρι να κρατά το τηλέφωνο και το αριστερό, εκ περιτροπής το τιμόνι και το λεβιέ ταχυτήτων, περίμενενε υπομονετικά να του απαντήσουν:
-Μου τηλεφωνήσατε;
-...
-Με πήρατε τηλέφωνο πριν από λίγο [με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση φωνής]
-...
-Τι πως με λένε, εσείς δε μου τηλεφωνήσατε;
-...
-Είστε από την τράπεζα;
-...
-Από την τράπεζα δεν είσαστε;
-...
-Ε, αντε να γαμηθείτε!! [ουρλιάζοντας]

Ύστερα, προς μεγάλη μου ανακούφιση, ξανάπιασε το τιμόνι με τα δυο χέρια και μου αφηγήθηκε την ιστορία πίσω από το τηλεφώνημα:

"Οι τσιγγάνοι μου άνοιξαν τα μάτια! Πήγαιναν στις τράπεζες και έπαιρναν δάνεια σχεδόν χωρίς χαρτιά. Τότε κατάλαβα ότι αυτά τα δάνεια δεν θα επιστρέφονταν ποτέ. Έτσι πήγα και τους πήρα 70.000 ευρώ".
Δεν τολμούσα να τον διακόψω, δεν έκανα το παραμικρό σχόλιο, καταλάβαινα ότι η διαδρομή με το ταξί εξελισσόταν σε ανεκτίμητο ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό μάθημα.

"Φίλε μου για ένα πράγμα είμαι περήφανος στη ζωή μου. Τους τα πήρα και δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να πληρώσω ούτε μια δόση...".
Ύστερα μου αποκάλυψε το ιδεολογικό... "Μόνο εκείνοι θα παίρνουν τα σπίτια του κοσμάκη; Ας χάσουν και αυτοί από κάποιον" και το θεωρητικό του έρεισμα: "Και ξέρεις πως τα σκέφτηκα όλα αυτά; Ο μεγάλος Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει κάποτε μια σοφή κουβέντα που μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω -Το μέλλον δεν είναι η ιδιοκτησία αλλά η ιδιόχρηση. Γι'αυτό δεν θα πάρουν δεκάρα τσακιστή από μένα!"


Είχα μείνει άφωνος από την ακαταμάχητη τεκμηρίωση, μετά βίας ψέλισα μερικά λόγια θαυμασμού για τα επιτεύγματά του ελπίζοντας να συνεχίσει, αλλά δυστυχώς δεν έμενε πολύς χρόνος για περαιτέρω αποκαλύψεις.


Πόση σύγχρονη Ελλάδα χωράει σε ένα σαραβαλιασμένο ταξί, σκέφτηκα κοιτάζοντας το βραχώδες αττικό τοπίο από το φινιστρίνι του αεροπλάνου.

Saturday, January 10, 2015

Η Άρνηση της Εφηβείας


Ο Ερνέστο Σάμπατο, από την μακρυνή -αλλά εσχάτως πολυσυζητημένη- Αργεντινή, είχε γράψει:

"Η ωριμότητα αρχίζει όταν οι πιό λαμπρές συνειδήσεις αντιληφθούν πως η απόλυτη τελειότητα με την οποία πίστευαν ότι είναι προικισμένη η πατρίδα τους -όπως και η μητέρα τους- δεν είναι τόσο απόλυτη ούτε τόσο τέλεια• και ότι, όπως και σε άλλους λαούς, όπως σε όλους τους λαούς, οι αρετές της είναι συνδεδεμένες με τις ατέλειες της, ατέλειες για τις οποίες οι τίμιοι άνθρωποι νιώθουν ενοχή και ντροπή." [1]

Δεν είναι μόνο η εκτίμηση για τον σπουδαίο αργεντίνο συγγραφέα, αλλά κυρίως οι παράλληλες τροχιές της χώρας του και της δικής μας (η εναλλαγή δικτατοριών και δημοκρατιών διαβρωμένων από λαΪκισμό, οι χρεοκοπίες) που καθιστούν τη συγκεκριμένη σκέψη ένα ενδιαφέρον πρίσμα, μέσα από το οποίο να επιχειρηθεί μια ανάλυση της "συλλογικής νεο-ελληνικής ψυχής".

Προϋπόθεση, λοιπόν, για την ωρίμανση αποτελεί η κριτική στάση, εν ανάγκη και η μερική ρήξη, απέναντι στο παρελθόν -πρόσφατο και απώτερο, εθνικό και οικογενειακό- αντί της δογματικής εξιδανίκευσης του. Η φάση της ζωής, κατά την οποία κατ'εξοχήν εγείρεται (ή θα έπρεπε) μια τέτοια αμφισβήτηση, είναι η εφηβεία. Τότε είναι που το νεαρό άτομο, ορμώμενο από την ενστικτώδη ανάγκη να αναζητήσει τη δική του ουσία, επαναστατεί ενάντια στη μορφή που του επιβάλλεται και έχει την ευκαιρία να νοιώσει "ενοχή και ντροπή" για τις ατέλειες της. Ο δρόμος προς την ωριμότητα, ατόμων και κοινωνιών, περνά μέσα από το επαναστατικό πνεύμα της Εφηβείας.

Το 1928, ένας άλλος σπουδαίος στοχαστής, ο Βάλτερ Μπέντζαμιν έγραφε:

"...αυτό που ποτέ πια δεν επανορθώνεται είναι: το να'χεις παραλείψει να το σκάσεις από τους γονείς σου. Από σαρανταοκτώ ώρες έκθεση στην ανασφάλεια στην ηλικία αυτή ξεπηδά συμπυκνωμένη σαν αλκαλικό κρύσταλλο μέσα στο αλκαλικό διάλυμα η ευτυχία της ζωής." [2]

Αυτή η απόδραση από τους γονείς (φυσικούς ή συμβολικούς, π.χ το μεγαλείο των προγόνων) και όσα συμβαίνουν τότε στο μυαλό και την ψυχή του δραπέτη, είναι η ουσία της εφηβείας και ο μόνος τρόπος να αναζήτησει κανείς -πριν να είναι πολύ αργά- την εσωτερική του αλήθεια.

Τα παραπάνω συνδέονται με τα δικά μας, με την διαπίστωση ότι η κοινωνία μας απεχθάνεται και πασχίζει να αποτρέψει αυτή τη διαδικασία χειραφέτησης. Το όνειρο της ελληνικής οικογένειας είναι να κρατήσει τα παιδιά κοντά της για πάντα, να τα διαμορφώσει σε πιστά της αντίγραφά με όμοιες αντιλήψεις - πολιτικές, θρησκευτικές, κλπ-, ίδιες αξίες και πρότυπα ζωής, την ίδια κοσμοαντίληψη ακόμα και με το ίδιο επάγγελμα. Οι γονείς αντιλαμβάνονται το παιδί τους, όχι σαν άτομο ελεύθερο που ωφείλουν να βοηθίσουν να αναζητήσει τον προορισμό του και να ανοίξει τα φτερά του για να τον κατακτήσει, αλλά σαν συνεχιστή της δικής τους πορείας. Κατ'αναλογία, η ευρύτερη οικογένεια -η κοινωνία- εκδηλώνει την πεισματική της άρνηση να μετακινηθεί και να εξελιχθεί εμποδίζοντας τα νεότερα μέλη της να την αμφισβητήσουν. Αυτή την άρνηση εξυπηρετεί η διδασκαλία (ευχάριστων) εθνικών μύθων αντί για Ιστορία (με τις οδυνηρές σκιές της) στο σχολείο, η βαρύνουσα άποψη που αναγνωρίζουμε στην Εκκλησία (κατ'εξοχήν φορέα συντηρητισμού και εκφραστή της παράδοσης) σε κοινωνικά ζητήματα και θέματα Παιδείας, η καχυποψία έναντι οποιουδήποτε μας προτρέπει να αναθεωρήσουμε (βλ. τη δημοφιλή έκφραση "και ποιός είναι αυτός που θα μου πει..."), η απροθυμία για αυτοκριτική, συνέπεια της οποίας είναι η διαρκής μετάθεση ευθυνών προς σκοτεινές δυνάμεις, η αντιδραση σε κάθε αλλαγή ακόμα και όταν βιώνουμε την απόλυτη αποτυχία.

Ο πόθος μας να διατηρηθεί αλώβητη η πίστη στην "απόλυτη τελειότητα" μητέρας και πατρίδας αφοπλίζει την επαναστατικότητα της Εφηβείας μας. Δυστυχώς, δίχως αυτήν, η Ωριμότητα είναι αδύνατη και η μόνη η δυνατότητα κίνησης που απομένει είναι η μετάβαση από την αφελή παιδικότητα προς τα ξεμωραμένα γηρατειά.



[1] Η Εποχή μας, Εποχή της Περιφρόνησης - Μια πολύπλοκη Ύπαρξη, Εννέα Δοκίμια, Εκδ. Εικοστού Πρώτου

[2] Μονόδρομος, Εκδ. Άγρα