Sunday, October 28, 2012

How new jobs are created

A very interesting talk suggesting, that it is not the rich with their investments who create new jobs, but a prosperous middle class and the consequent consumer demand. If the market is weak the rich businessman will not invest anyway, therefore the argument that rich should not be taxed because they create new jobs is little convincing.



http://youtu.be/bBx2Y5HhplI

Friday, October 12, 2012

Η σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη ματιά των φιλοσόφων της


Μετά τα αποσπάσματα του Καστοριάδη (Εθνικές αντιφάσεις, ιδιοσυγκρασιακές αντινομίες και νεοελληνική σχιζοφρένεια) παραθέτω κάποιες σκέψεις του Κώστα Αξελού (από το βιβλίο Η Μοίρα της Σύγχρονης Ελλάδας, εκδ. Νεφέλη, και πρωτοδημοσιευμένες το 1978)

- Για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο:

Θα μπαίναμε επίσης στον πειρασμό ν' απαντήσοuμε αρνητικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα διαθέτει μια σκέψη, μια επιστήμη και μια πολιτική. Συμμετέχει στην ευρωπαική -και οσονούπω πλανητική- σκέψη, επιστήμη και πολιτική, αλλά συμμετέχω δεν σημαίνει καθόλου και κατέχω. Τα δέντρα αυτά δεν φυτρώνοuν στο δικό της έδαφος. Η ευρωπαική σκέψη διατηρεί έναν κατά πολύ ζωηρότερο διάλογο με την αρχαία σκέψη απ' ότι η νεοελληνική σκέψη. Και η ευρωπαική σκέψη είναι, επίσης, σκέψη του επίκαιρου. Έτσι, η σύγχρονη Ελλάδα τρέφεται με τη δυτική σκέψη• «τρέφεται» σημαίνει: δέχεται τους καρπούς που καλλιεργούνται αλλού. Αυτό που της λείπει είναι το σύνολο: οι ρίζες, ο κορμός και τα κλαδιά του δέvτρoυ. Φυσικά, όπως παντού, υπάρχουν θάμνοι, αλλά δεν είναι αρκετά ισχυροί ώστε να φιλτράρουν το φως μέσα απ' το φύλλωμά τους και να δημιοuργήσοuν μιαν ακόμη αληθινή σκιά.

Καθώς λείπουν οι ρίζες του δέvτρoυ, είναι προφανές ότι δεν υπάρχοuν ούτε ο κορμός της γνώσης ούτε οι κλάδοι των επιστημών. Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις.
Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελως. Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζοuν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο.

- "Ελληνοκεντρισμός" εναντίον "δυτικισμού":

Η μείζων αυταπάτη της νεολληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληvοκεvτρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει όμως ο όρος αυτός;
Eλληνοκεντρική είναι η σύλληψη πού θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο. Κέντρο τίνος πράγματος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτημα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσμο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόμενο του ονόματος πού δίνει στον εαυτό της, επειδή δεν σκέπτεται το πεπρωμένο της έτσι ώστε να το εκφράσει μέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγμένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείμαρρο από λόγια ή σωπαίνει. Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισμός είναι η μοναδική «ιδέα» την οποία μπόρεσε νά προβάλει η Ελλάδα. Και η ιδέα αυτή πήρε γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα (19ου) και στις αρχές του δικού μας (20ου) το μεγαλειώδες όνομα της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή, ότι η (νεωτερική) Ελλάδα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη και σημαντική όσο υπήρξαν και οι άλλες δύο.
Η «Μεγάλη Ιδέα» δεν οδήγησε στη «μεγάλη Ελλάδα» επειδή δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε ιδέα. Ήταν οπωσδήποτε μια αρκετά ενορμητική αναπαράσταση, ένα όνειρο που στόχευε στο μεγαλείο• εκείνο που της έλειπε ήταν η σκέψη την οποία ενέχει κάθε ιδέα, η ισχυρή αλήθεια μιας ιδέας που καθιστά το μεγαλείο της πραγματικό. Δέν παρουσίαζε ένα καινούριο άνοιγμα στον κόσμο, δεν αποκάλυπτε το νόημά της. Δεν υποστηριζόταν από εκείνη τη φλογερή πίστη που κάνει τις αυτοκρατορίες να γεννιούνται
- και να χάνονται.

Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικης» τάσης, μιά άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιάν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τόν ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη χώρα να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαική με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. Και οι καλλιτεχνικές της εκφράσεις θα ήσαν προσαρτημένες (τρέχοντας γρήγορα για να προλάβουν τά προβαδίσματα) σ’εκείνες των ευρωπαικών χωρών που σέρνουν το χορό. Όλα τούτα, όμως, συνιστούν μήπως κάποιο σχέδιο ή είναι, αντιθέτως, μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας;
Οι «άλλοι» (στούς οποίους τόσo συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονομασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο σuνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εμψυχωμένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο• δέν μιμούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουμε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθημένες» και οι άλλες μένουν «καθυστερημένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσοuν να φθάσουν τις πρώτες. Ο καλπασμός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δέν σuγκρίνεται με ιπποδρομία. Οι χώρες που δεν δημιούργησαν τον νεωτερικό κόσμο οφείλοuν νά πραγματοποιήσοuν ξανά, και για δικό τους λογαριασμό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους γιά να γευθούν τη χάρη της γραφικής τοuς ζωής. Οι σπόροι πού μεταφέρθηκαν πρέπει νά φυτρώσοuν σέ γόνιμο έδαφος και μάλιστα να ριζώσοuν. Γιά να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τή δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά προς τη νεωτερικότητα.

Είναι έτοιμο το κίνημα αυτό προκειμένου να ολοκληρωθεί; Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη μιμητική της τάση, θα μπορούσε μήπως να γίνει αύθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα όποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια;
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα μιάν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη μισο-εθνική, μισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν' αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις. Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή -καί πολύ διαδεδομένη- θέλει την Έλλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα ήταν ανατολίτικη λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της αμεριμνησίας της, της αντίληψης που έχει για τη σοφία νοούμενη ως απραξία, και τέλος λόγω ενός συνδυασμένου παιχνιδιού στο οποίο ένας ορισμένος ασκητισμός συνάδει μ' ενός είδους γαλαντομία κι ενός είδους κραιπάλη. Αυτή η «ανατολίτικη» Ελλάδα θα ήταν η Ελλάδα του Μοιραίου.
Αλλά η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνον ανατολίτικη. Καθώς συνιστά το ίδιο το θαύμα της, θα ήταν και ευρωπαική εξίσου και μάλιστα πιό ευρωπαική σχεδόν από τις γνήσιες ευρωπαικές χώρες. Είναι σε θέση να κρίνει πολύ αφ' ύψηλού τη Δύση και να υπερηφανεύεται ιδιαίτερα για τη δική της νεότητα σε σύγκριση με τα γηρατειά εκείνης. Κι ενώ συγκρίνει τον εαυτό της με τη Δύση, μπορεί να καυχιέται για τις κατακτήσεις της και να παρηγοριέται στην ιδέα ότι αν οι κατακτήσεις αυτές παραμένουν παγκοσμίως άγνωστες, τούτο οφείλεται στη μη οικουμενικότητα της γλώσσας της καθώς και στην απομάκρυνσή της. Η «νεωτερική» Ελλάδα, λοιπόν, θα ηταν και ανατολίτικη και πιο δυτική από τη Δύση συγχρόνως, παθητική και ενεργητική, γοητευτική και ίσχυρή, μικρή και μεγάλη κ.λπ ... Το είναι της θα κατοικουσε μες στη μοναδική της ιδιαιτερότητα που όλα τα συγχωρεί• που συγχωρεί κυρίως το γεγονός ότι η προσπάθεια δεν υποστηρίζεται και ουδέποτε οδηγείται μέχρι την εκπλήρωσή της. Και τη
στιγμή που η προσπάθεια αποτυγχάνει, δεν γίνεται ποτέ λόγος για αποτυχία, αντιθέτως όλοι θυμούνται ότι η Ελλάδα είναι η χώρα πού ανέπτυξε τη διαλεκτική και υίοθετουν μιάν άλλη γλώσσα: μιλουν για τη γοητεία της αταραξίας• μιλουν μάλιστα -και με πολλή ειρωνεία- για την τρομερή σύσπαση πού απαιτει η προσπάθεια: Ιδού, λοιπόν, οι νικητές μεταμορφώνονται σε μορφάζοντες. Μπορεί μήπως αυτός ο ναρκισσισμός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγματώσει(νά πραγματώσει κι όχι να ονειρευθει την πραγμάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόμη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί
να σπρώξει ως την άκρη τήν ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική.

- Οι Έλληνες της Διασποράς

Όσοι από τούς Έλληνες εγκαταλείπουν το πάτριο έδαφος το κάνουν είτε ατομικά είτε συλλογικά και χάνονται ή ευδοκιμούν εκεί όπου πηγαίνουν. Κι όσοι ευδοκιμούν μήπως γίνονται έμποροι που πλούτισαν; Άς τους συγκρίνουμε με τους Εβραίους. Τα τέκνα του Ισραήλ που εγκαταστάθηκαν σε ξένη γη ευδοκίμησαν οπωσδήποτε ως έμποροι, αλλά έδωσαν επίσης στον ευρύτερο κόσμο μερικές από τις μεγαλύτερες μορφές του• κι αυτές οι μορφές δεν ήσαν πιά μόνον τέκνα του Ισραήλ, αλλά γίνονταν πολίτες του κόσμου, με τη βαριά - και καθόλου κοσμοπολίτικη- έννοια του όρου. Οι Έλληνες δεν έκαναν το ίδιο, κι η συγκεκριμένη διαφορά δεν είναι αμελητέα. Η έννοια ενός συνόλου μαγικών εθνών παραμένει αόριστη και αναποτελεσματική.
Δεν αρκεί ν' ανήκει κανείς σ'ένα σύνολο για να έχει εξ αυτού πρόσβαση στον κόσμο, κι ο εμπορικός πλούτος αυτός καθ' εαυτόν λίγα πράγματα εξηγεί: γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι Έλληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στή φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν και αυτοί επίσης προς το άπειρο;
Από τους Ελλαδίτες έλειψαν μορφές οικουμενικής εμβέλειας. Μεταξύ των Ελλήνων της διασποράς λίγοι έφθασαν στο οικουμενικό.
Υπήρξε εντούτοις ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ελ Γκρέκο, ο οποίος στη δύση του μεσαιωνικού κόσμου και στην αυγή του νεωτερικού εγκατέλειψε τα στενά όρια της γενέτειράς του κι έφυγε από την -άλλοτε επιφανή- Κρήτη προς τις χώρες που ήσαν εν τω γίγνεσθαι. Δίνοντας νέες μορφές στον κόσμο, πραγματοποίησε έτσι τη μοίρα του. Υπάρχουν στις μέρες μας Νεοέλληνες που φθάνουν σ' ένα ορισμένο επίπεδο. Εκείνο που λείπει είναι η σύγκλιση του συνόλου των προσπαθειών.
Καθώς απουσιάζει οδυνηρά μια έστω σκέψη, όσα κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν τα μέλη ενός συνόλου δεν εντάσσονται όλα στο σύνολο. Οι Νεοέλληνες που διατρέχουν τον κόσμο κι εγκαθίστανται λίγο πολύ παντού δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με το κέντρο. Διότι λείπει εντελώς η ιδέα που θα έκανε όλες τις κατακτήσεις των Ελλήνων, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, να συγκλίνουν προς μια ενότητα. Η «ιδέα» αυτή όμως, ικανή να κατευθύνει προσπάθειες και να συνδέσει αποτελέσματα, κάνοντας όλες τις ακτίνες να συγκλίνουν προς ένα κέντρο, θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα ακτινοβολούσα χώρα. Μόνο που η απλή αναπαράσταση της ιδέας αυτής δεν αναπληρώνει την απουσία της.


- Περί "επαρχιωτισμού":

Διότι, καθώς είναι ανίκανη να αποτελέσει μόνη της ένα ακτινοβόλο κέντρο, αποστρέφει το βλέμμα από το κεvτρικό και χάνεται στο επαρχιακό. «Επαρχιακό» είναι ό,τι τρέφεται από μια πρωτεύουσα ως προς την οποία «γνωρίζει» οτι είναι υποδεέστερο. Μολονότι καυχιέται διαρκως για τα δικά του προτερήματα, άλλο δεν κάνει παρά να μιμείται (υιοθετώντας το με πάθος ή απορρίπτοντάς το με μίσος) αυτό που του είvαι υπέρτερο και προς το οποίο αναπόφευκτα τείνει. Χαρακτηρίζοντας τη σύγχρονη Ελλάδα επαρχιακή, δίνουμε ένα όνομα σ' εκείνο που η ίδια συγκεχυμένα αισθάνεται.
Κάθετι επαρχιακό είναι, για να το πούμε έτσι, νεκρικό, επειδή δεν ζει το χρόνο της ιστορίας• για την Ελλάδα, λοιπόν, το να ξεπεράσει τον επαρχιωτισμό της έχει την έννοια να ζήσει πραγματικά. Δεν είναι επαρχιακό ό,τι μοιάζει υποδεέστερο απέναντι στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις των μεγάλων κοσμοπολίτικων κέντρων, αλλά ό,τι δεν έχει δικό του ρυθμό.
Μόνον εκεί όπου φθάνει υπόκωφος ο θόρυβος των βημάτων αυτών που περπατούν, εκεί μόνον βρισκόμαστε σε μια περιοχή που δεν είναι κεντρική, δηλαδή που δεν είναι θεμελιακή. Άν το κέντρο γίνεται ό,τι γίνεται, ωθούμενο απ' τη δική του κίνηση, η επαρχία υφίσταται ό,τι δεν μπορεί ν' αποφύγει. Για να παραμείνει η Ελλάδα πιστή στη δική της ουσία, πρέπει να είvαι Ελλάδα και να αποκτήσει ουσιώδη σημασία.
Ακόμη κι αν ο κόσμος διευθύνεται όλο και περισσότερο από τις μεγάλες δυνάμεις, όσοι δεν είναι μεγάλοι δεν έχουν παρά να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους για να μην καταλήξουν εντελώς χωρίς ουσία. Οι σημαίες της ιστορίας που γίνεται πλανητική θα έχουν αναμφισβήτητα αλλιώτικα χρώματα καί θα χρωματίσουν αλλιώτικα τον κόσμο. Πρέπει, όμως, όλα αυτά τα χρώματα να αντανακλουν το οικουμενικό φως.

- Η Ελλάδα δεν μπορεί ν' αποφύγει τον νεωτερικό κόσμο.

Και το θέμα δεν είναι μόνον να μην τον αποφύγει, είναι υπεύθυνη για την τύχη της• δεν είναι πια οι άλλοι, λοιπόν, που την κρατούν στα χέρια τους. Εντούτοις, για να δράσει, είναι απαραίτητο να εντείνει τις δυνάμεις της έτσι όπως τεντώνεται το τόξο για να ρίξει το βέλος. Το βέλος που εκτοξεύεται φεύγει μακριά, ακολουθεί μια κατεύθυνση και πετυχαίνει ή χάνειτο στόχο. Η τοξοβολία ήταν για τους αρχαίους Έλληνες μια δοκιμασία στους αγώνες και στη μάχη. Η σύγχρονη Ελλάδα πάλλεται άραγε με αρκετή ένταση, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τόξο απ' το οποίο φεύγει ένα βέλος; Χωρίς αμφιβολία, περιχαρακώνεται σε μιαν ορισμένη κατάσταση μη έντασης, δεν στοχεύει καθόλου στά μάκρη, αγαπά το περιορισμένο. Προτιμά ό,τι μπορεί ν'αγγίξει από εκείνο που αγγίζει τη μεγάλη περιπέτεια.
Εξυπακούεται ότι της αρέσει πολύ νά στοχεύει και πηγαίνει στον πόλεμο τραγουδώντας.
Έχει κλίση στην περιπέτεια κι ο αέρας πάντα φουσκώνει τα πανιά της. Μόνο που αυτό δέν φτάνει: υπάρχει φωτιά καί Φωτιά, περιπέτεια και Περιπέτεια, κόσμος καί Κόσμος. Η σφραγίδα του μεγαλειώδους δεν σημαδεύει τόσο εύκολα κάθε έλαφρως αυτοσχέδιο εγχείρημα• η παραδοχή του κινδύνου δεν οδηγεί κατ' ανάγκην σε αληθινά επικίνδυνες εξερευνήσεις. Η ένταξη έργων στο έργο του Κόσμου επιβάλλει την εγκατάλειψη της μικρης ιδιαιτερότητας προς όφελος του συγκεκριμένου οικουμενικού.
Η σύγχρονη Ελλάδα έχει μιαν ορισμένη προτίμηση για ό,τι δεν είναι μεγαλειωδες •το πολύ πολύ να αναπαριστά στον εαυτό της το μεγαλειώδες.
Κρύβεται φοβισμένη πίσω απ' τα βράχια των ακτών της: φοβαται τα μάκρη και τα ύψη.

- H προβληματική σχέση του προσωπικού με το συλλογικό:

Αντιθέτως, οι Νεοέλληνες (τo λέμε μια για πάντα, στο μέτρο που είναι αποδεκτό να μιλάει κανείς για Νεοέλληνες εν γένει) δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν τη σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημοσίου• ο θρίαμβος του προσωπικού και του δια-προσωπικού τους εμποδίζει να εντάξουν τη δραστηριότητά τους σ’ ένα υπερ-προσωπικό πλάισιο. Η δυσθυμία δεν γίνεται απαραιτήτως αγωνία, αγωνία που να αποβλέπει στο οικουμενικό και να τείνει σε επικοινωνία με την ύπέρβαση. Οι Νεοέλληνες χάνονται πολύ συχνά στους δαιδάλους του ψυχικού και του δια-ανθρώπινου• τό ψυχολογικό τους απορροφά πάρα πολύ, κι όταν ακόμη ζουν μες στο κοινωνικό, το ζουν με τρόπο συλλογικά ψυχολογικό. Το κράτος ουδέποτε έγινε μορφή με περιεχόμενο, η οποία να διαμορφώνει τα άτομα τα οποία περιέχει.

- Οι Νεοέλληνες διαθέτουν πολύ ζωηρή ευφυία αλλά δεν ασκούν τη σκέψη:

Η σκέψη είναι ένα άνοιγμα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι άρχαίοι Έλληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη πρός την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρμόνισαν με το χριστιανισμό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυία. Έχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισμό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθμός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δημοκρατία του δρόμου.
Ωστόσο, λείπει ο λόγος. Οι Νεοέλληνες, καθώς αφομοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαική σκέψη, συλλογίζονται μεν, αλλά δέν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαμόρφωσης και μορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό μπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Έλληνες μοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασμένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να μεταμορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτης δεν ορθώνονται σε μορφές της Χαρας, επειδή λείπει ο στοχασμός. Ακόμη και μια παράξενη χαρά της ζωής μπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο με μιάν ορισμένη μελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη μεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εμβέλεια οικουμενική.

Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση πoυ αρχίζει με ένα απότομο «γιατί;». [...] Οι Νεοέλληνες, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, μιλούν πoλύ και δεν έχουν συντεταγμένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καμιά συνέχεια• βαδίζουν πάνω σ' ένα δρόμο αλλά δεν πορεύονται.


- Εν αντιθέσει με την σκέψη, η ποίηση ευδοκιμεί.

Η φωνή των ποιητών είναι η μόνη φωνή που ακόμη αξίζει να ακούγεται. [...] Ότι η νεοελληνική ποίηση είναι ωραία και αληθινή, το είπαμε ήδη, αλλά είναι πoλύ περισσότερο ένα τραγούδι, μια κραυγή, μια φαντασιακή προβολή και πολύ λιγότερο ένας ποιητικός λόγος. Κι όμως, υπηρξαν ο Σολωμός και ο Καβάφης και ο Σικελιανός και ο Σεφέρης.

-Η απουσία προτύπων εμποδίζει τη διαμόρφωση ενός συνόλου - οι πολλές και ασύμβατες μεταξύ τους Ελλάδες:

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες μορφές, οι εκπαιδευτές και τα «παραδείγματα» δεν προσφέρονται σε όσους αναζητούν έναν προσανατολισμό.
Kαι εκ του γεγονοτος ότι λείπουν τα μοναδικά παραδείγματα, βασιλεύει στη χώρα μια εκπληκτική και αποπροσανατολιστική πολλαπλότητα. Τα διαφορετικά πρόσωπα της Ελλάδας διόλου δεν συνθέτουν μια και μόνη μορφή, έστω και κατακερματισμένη. Η πολλαπλότητα δεν εγείρεται στο επίπεδο ενός συνόλου που να περιέχει διαφοροποιημένα μέρη. Υπάρχει μια Ελλάδα αγροτική και γραφική τραγουδισμένη από ήσσονες ποιητές [...] Υπάρχει η Ελλάδα των ναυτικών και των ψαράδων [...] Υπάρχει η Ελλάδα του κοσμάκη που γεμίζει τα καφενεία και τις ταβέρνες, διαβάζει τις εφημερίδες και εξαίρει τα προτερήματα της ακινησίας [...] Υπάρχει η Ελλάδα της «μεγάλης» πόλης, της οποίας η αστική τάξη θα ήθελε να είναι ευρωπαική αστική [...] Υπάρχει η Ελλαδα που δίνει την εντύπωση ότι θέλει να εγερθεί ως το οικουμενικό επίπεδο [...] Όλες αυτές οι Ελλάδες πράγματι υπάρχουν και είναι αδύνατον να τις αρνηθεί κανείς. Είναι μήπως εξίσου αδύνατο να ξεπερατούν προς όφελος μιας πραγματικής σύνθεσης;

- Κάποια συμπεράσματα:

Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ένότητα, μια ράτσα, είτε το μελλοντικό μέλος μιας μελλοντικής Συνομοσπονδίας. Η μοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ' το σημάδι της αναζήτησης του θεμελίου είτε κάτω απ' το σημάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών.

Η Ελλάδα οφείλει ν' αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήματα: ν' αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δομής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της• οφείλει ν' αποκτήσει μια γνώση και ν' αναπτύξει τις επιστήμες. Αφήνοντας κατά μέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει μήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας;
Θα εκτιναχθεί -σαν μεταλλικό ελατήριο πιεσμένο από καιρό- προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης;