Sunday, September 25, 2011

Θεατρικά βραβεία στον καιρό του Σοφοκλή


Quiz: Ποιές θέσεις κατέλαβαν οι δύο, κατά πολλούς, κορυφαίες τραγωδίες της αρχαιότητας, η «Μήδεια» του Ευριπίδη και ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, όταν διαγωνίστηκαν για τa θεατρικά «όσκαρ» της εποχής, τα Μεγάλα Διονύσια;

Απάντηση: Το 431 π.Χ η «Μήδεια» ήρθε τρίτη- νικητής ήταν το έργο κάποιου Ευφορίωνα (γιος του Αισχύλου, διαβάζω). Το 427 π.Χ ο «Οιδίπους» έχασε από το έργο κάποιου Φιλοκλή (ανηψιός του Αισχύλου, διαβάζω).

Τι να συμπεράνουμε από την «αποτυχία» τους;
α) Η οικογένεια Αισχύλου είχε γερό βύσμα στην κριτική επιτροπή και σάρωνε τα βραβεία.
β) Ο Ευφορίωνας και ο Φιλοκλής ήταν κολοσσιαία ταλέντα που τα αριστουργήματα τους έκαναν τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή να φαίνονται δευτεράτζες, αλλά ατυχώς μόνο οι σύγχρονοι τους αθηναίοι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν.
γ) Το πιο αξιόπιστο κριτήριο για την αξία ενός έργου είναι η αντοχή του στο χρόνο.
δ) Ουδείς προφήτης στον τόπο του και στην εποχή του.

Saturday, September 24, 2011

O Woody Allen, οι Σπέτσες και ο Ανάργυρος

Όσοι είναι επιρρεπείς στη γοητεία παλαιότερων εποχών, που το ξεθώριασμα της μνήμης εξιδανικεύει και το χάδι της λήθης λουστράρει, το «Midnight in Paris» του Woody Allen, είναι μια ταινία που πρέπει να δουν. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης φαίνεται να προσπαθεί να ξορκίσει την νοσταλγία του μαζί με τη δική μας.

Δεν θα μπορούσα να είχα δει την ταινία σε πιο κατάλληλη στιγμή: τις τελευταίες ημέρες έχω βυθιστεί σε μια δίνη νοσταλγίας με αφορμή την πρόσφατη επίσκεψη στο νησί των παιδικών μου χρόνων, τις Σπέτσες. Είτε, επειδή για πρώτη φορά βρέθηκα εκεί μετά τη γιορτή της Αρμάτας και το επίσημο κλείσιμο της καλοκαιρινής σαιζόν, οπότε ο ρυθμός του νησιού ήταν εντελώς διαφορετικός από ότι ήξερα, είτε γιατί τα ενδιαφέροντα μου έχουν αλλάξει, τις λίγες ημέρες που έμεινα εκεί έκανα πράγματα που δεν είχα ξανακάνει στο παρελθόν.

Ξεκίνησα με μια επίσκεψη στο «Ποσειδώνιο», το αριστοκρατικό ξενοδοχείο, ένα μνημείο αρχιστεκτονικής και αισθητικής που για δεκαετίες ρήμαζε και ανακαινίστηκε πρόσφατα. Η σύντομη περιπλάνηση μου στο λόμπυ και τους διαδρόμους του ήταν σαν ταξίδι στον χρόνο: τα λιτά πλακάκια, οι πολυέλαιοι, το πιάνο με ουρά, το παλιό βιβλίο επισκεπτών από την δεκαετία του ’30 δημιούργησαν στο μυαλό μου εικόνες από εποχές που η αριστοκρατία δεν ξεχώριζε μόνο για τον πλούτο της αλλά και για την αισθητική της.

Συνέχισα τη βόλτα μου στις «Σχολές». Θυμόμουν τα όμορφα κτίρια και τους κήπους του παλιού πρότυπου σχολείου, αλλά τώρα ανακάλυψα ότι διαθέτουν και ένα ωραιότατο αρχαιοπρεπές θέατρο που δυστυχώς δεν φαίνεται να αξιοποιείται και πολύ (πιθανόν γιατί οι περισσότεροι επισκέπτες του νησιού προτιμούν να μένουν στα κότερα τους και να βλέπουν τηλεόραση).

Την άλλη μέρα έκανα το γύρο του νησιού. Αν κάποτε θελήσει κάποιος να φτιάξει ένα άρωμα που θα λέγεται «Μεσόγειος», θα πρέπει να χορέσει σε ένα μπουκαλάκι τις οσμές που αναμιγνύονται σ’ αυτή τη διαδρομή: πεύκο με θάλασσα, θρούμπι και θυμάρι με βασιλικό (οι λιγότερο ρομαντικοί να προσθέσουν και νότες καβαλίνας με καμένο λάδι δίχρονου σκούτερ). Με μεγάλη χαρά είδα νεαρά πευκάκια να ξεφυτρώνουν στα γυμνά σημεία που προκάλεσαν οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές. Σε μερικά χρόνια, με λίγη τύχη, το πυκνό πευκοδάσος θα είναι και πάλι ενιαίο και θα σταματάει μόνο εκεί που αρχίζει η θάλασσα.

Ένα απόγευμα πέρασα μπροστά από το αρχοντικό του Ανάργυρου. Αν και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, δύσκολα το προσέχει κανείς πιθανότατα γιατί όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου (και ίσως πολύ περισσότερα) το κτίριο είναι κλειδαμπαρωμένο-καταδικασμένο, λες, σε εγκατάλειψη μέχρι τελικής κατάρρευσης. Κοντοστάθηκα μπρος στην αλυσοδεμένη καγκελόπορτα και το κοιτούσα. Ο κήπος, στρωμένος με άσπρα και μαύρα βότσαλα που συνθέτουν τα χαρακτηριστικά σπετσιώτικα, ναυτικά μοτίβα, τα σκαλιστά παρτέρια με τους ιβίσκους, τα μαρμάρινα σκαλάκια, η περίτεχνη διακόσμηση της πρόσοψης με γυρίζουν ξανά πίσω σε εποχές που δεν έζησα: τότε που μουσική από βιολιά θα μπλεκόταν με γέλια και τσουγγρίσματα ποτηριών, ενώ νεαροί θα χόρευαν τις ντάμες τους με τα φανταχτερά φορέματα. Πόσες τέτοιες ξέγνοιαστες βραδιές να αντίκρυσαν οι δύο γιγαντιαίοι φοίνικες πριν πέσει πάνω τους το πέπλο της παρακμής;
Δίπλα από την καγκελόπορτα, στερεομένη πάνω στον φράχτη, είδα μια ξεθωριασμένη αφίσα με πληροφορίες σχετικά με τον παλιό ιδιοκτήτη του σπιτιού. Το μόνο που θυμόμουν για τον Ανάργυρο ήταν ότι είχε ιδρύσει τις «Σχολές» και ότι σύμφωνα με τον τοπικό μύθο είχε πεθάνει από τα πολλά μελομακάρονα. Αυτά που διάβασα εκεί μου κέντρισαν το ενδιαφέρον, και τα παραθέτω μαζί με κάποιες ακόμα πληροφορίες που βρήκα στο ίντερνετ:


Ο Σωτήριος Ανάργυρος ήταν Έλληνας επιχειρηματίας. Γεννημένος στις Σπέτσες το 1849 με καταγωγή από την ένδοξη σπετσιώτικη γενιά των Αναργυραίων, υπήρξε η σπουδαιότερη προσωπικότητα των Σπετσών του τελευταίου αιώνα. Ενσάρκωσε το κλασικό τύπο του νέου Έλληνα μετανάστη.
Το 1883 ο Ανάργυρος, οδηγημένος από το εμπορικό του ένστικτο, μεταναστεύει στη Νέα Υόρκη. Εκεί προσλαμβάνεται στη μεγάλη καπνοβιομηχανία του Αμερικανοεβραίου Τόμπσον, την οποία και στο τέλος κληρονομεί μετά την υιοθεσία του από τον μεγαλοβιομήχανο. Με βάση την επιχείρηση αυτή, ο Ανάργυρος κτίζει ένα πραγματικό εμπορικό κολοσσό στο χώρο των καπνών και επεκτείνεται σχεδόν σε όλη την αμερικανική αγορά.
Το 1894 επιστρέφει για πρώτη φορά στις Σπέτσες. Ξανάρχεται τον επόμενο χρόνο οπότε γνωρίζει - και λίγο αργότερα παντρεύεται - τη δεύτερη εξαδέλφη του Ευγενία Θ. Αναργύρου. Το ζεύγος γυρίζει στην Αμερική, για τρία ακόμη χρόνια. Η νοσταλγία όμως της γυναίκας του για τις Σπέτσες εξαναγκάζουν τον Ανάργυρο να πουλήσει τις επιχειρήσεις του στην Αμερική και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες. Από την πώληση της καπνοβιομηχανίας του και μόνο εισέπραξε τότε το ιλιγγιώδες ποσό των 650.000 δολαρίων.
Η επιστροφή του Ανάργυρου στο νησί είναι η αρχή της ανάπτυξης των Σπετσών. Η εμπορική του δραστηριότητα συνεχίζεται και στην Ελλάδα. Οι Σπέτσες όμως αποτελούν το επίκεντρο των ενεργειών του. Το 1904 τελειώνει η ανέγερση πολυτελούς αρχοντικού, νεοκλασικού ρυθμού, στο κέντρο της πόλης. Το 1907 κατασκευάζει με δικά του έξοδα, το πρώτο υδραγωγείο του νησιού. Το 1913-14 η προσφορά του μεγάλου ευεργέτη προς το νησί είναι μεγάλη. Πρώτον αγοράζει μεγάλη έκταση την οποία αναδασώνει, δημιουργώντας και πάλι το πευκοδάσος των Σπετσών, δεύτερον ανοίγει περιφερειακούς δρόμους στο νησί και τρίτον κατασκευάζει το ξενοδοχείο Ποσειδώνιο. Το τελευταίο αυτό έργο του έδωσε μεγάλη τουριστική ώθηση στις Σπέτσες και ανέδειξε το νησί σε παραθεριστικό κέντρο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Το 1927 γίνεται η έναρξη της λειτουργίας της Αναργυρείου - Κοργιαλενίου Σχολής η οποία ήταν η μεγαλύτερη προσφορά του εθνικού ευεργέτη και πραγματικά ανέβασε το πολιτιστικό επίπεδο του νησιού. Η «Σχολή» όπως είναι γνωστή στις Σπέτσες υπήρξε ένα από τα καλύτερα πρότυπα κολλέγια της χώρας αν όχι των Βαλκανίων. Έμπνευση του Ελευθερίου Βενιζέλου, προσωπικού του φίλου και δημιούργημα του Ανάργυρου, η «Σχολή» διαπαιδαγώγησε πλήθος λογίων, καλλιτεχνών, επιστημόνων και πολιτικών. Λειτούργησε μέχρι το 1983, όχι μόνο με έλληνες αλλά και με αλλοδαπούς μαθητές.
Εκτός από τις προσφορές του προς το νησί, σημαντικές είναι και οι δωρεές του προς το κράτος για την αγορά αεροπλάνων και υπέρ των αναπήρων πολέμων.
Ο Σωτήριος Ανάργυρος άφησε την τελευταία του πνοή στις 18 Δεκεμβρίου του 1928 στο αγαπημένο του νησί.
Όλη του την περιουσία άφησε στη «Σχολή» που δυστυχώς στις μέρες μας ταλαντεύετε από μεγάλα οικονομικά προβλήματα Τα δημιουργήματα του σφράγισαν όμως για πάντα την νεότερη ιστορία των Σπετσών.


Τι μαθαίνει κανείς αν αλλάξει λίγο τη ρουτίνα του, ε; Ότι κάποτε υπήρχαν αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες που διέθεταν την περιουσία τους για να φτιάξουν δρόμους, υδραγωγεία, αναδάσωναν εκτάσεις, έχτιζαν πρότυπα σχολεία, αγόραζαν αεροπλάνα και τα πρόσφεραν στην πατρίδα. Ότι κάποτε υπήρχαν πολιτικοί που οραματίζονταν μια χώρα με σπουδαία σχολεία και έπειθαν τους πλούσιους να στηρίξουν τα οράματα αυτά. Ότι υπήρχαν άνθρωποι που παρατούσαν τις επιχειρήσεις τους από αγάπη για την γυναίκα τους.

Έχεις δίκιο αγαπητέ Woody όταν μας καλείς να είμαστε επιφυλακτικοί με τη απατηλή γοητεία του παρελθόντος. Διαβάζοντας όμως την ιστορία του Ανάργυρου, Woody μου, εγώ, που γνώρισα την εκδοχή της Ελλάδας που επιτυχημένος επιχειρηματίας είναι εκείνος που θα ξεζουμίσει περισσότερο το δημόσιο, εκείνος που θα πετύχει την πιο σκανδαλώδη σύμβαση με το κράτος• που πλούσιοι προέκυψαν πολλοί αλλά στυλ καθόλου, πλούσιοι που δεν δωρίζουν πλέον αεροπλάνα στη χώρα, αλλά κότερα με ξένες σημαίες στους εαυτούς τους• που δεν κάνουν έργα για να βοηθίσουν τους συναθρώπους τους, αλλά σαν ύαινες τρέφονται από τις σάρκες εκείνων• που δεν χτίζουν «Ποσειδώνια», αλλά αυθαίρετες βίλες χρώματος ‘σομών’• που δεν φέρνουν το κομπόδεμα τους στην Ελλάδα, αλλά το εξαφανίζουν σε τράπεζες ελβετικές• που οι πολιτικοί κλείνουν σχολεία αντί να ανοίγουν, δεν μπορώ παρά να νοσταλγήσω τις εποχές εκείνες που λέξεις όπως «πατριωτισμός», «φιλότιμο», «ρομαντισμός», «αισθητική», «γενναιοδωρία», «όραμα» σήμαιναν πολλά. Ίσως πάλι, το αίσθημα που με κατακλύζει δεν είναι νοσταλγία για το παρελθόν, αλλά αποστροφή για τα σημεία των καιρών

Με τέτοιες σκέψεις να με ταράζουν, έκανα στροφή για να φύγω. Τότε, στην μικρή πλατεία απέναντι, πρόσεξα, για πρώτη φορά, να στέκει το άγαλμα του ευεργέτη. Τα καλοκαίρια είναι κρυμμένο από τα μηχανάκια και τα σκουπίδια των παρακείμενων ζαχαροπλαστείων. Ο συμβολισμός ευδιάκριτος: η «νεο-ελληνική συνθήκη» πασχίζει να θάψει οριστικά οτιδήποτε ο Ανάργυρος και η εποχή του αντιπροσώπευαν.
Φαίνεται οτι οι λαοί προσαρμόζονται στους Ύμνους τους: ...και διηγώντας τα να κλαις...