Sunday, December 1, 2013

Κοινωνία χαμηλής νοημοσύνης


Ας ονομάσουμε νοημοσύνη μιας κοινωνίας όλες εκείνες τις δεξιότητες που διαμορφώνουν τη στάθμη του πολιτισμού της, που προσδιορίζεται από το σύνολο της πνευματικής δημιουργίας (καλλιτεχνικής, επιστημονικής, τεχνολογικής), την οικονομική και πολιτική της κατάσταση, την ποιότητα ζωής εν γένει κλπ. Αυτή η συλλογική διάνοια, μολονότι προφανώς εξαρτάται από τις ατομικές δυνατότητες των μελών της κοινωνίας, δεν ισούται σε καμία περίπτωση με το άθροισμα τους. Την τελική συνισταμένη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο οι ικανότητες του ενός αναιρούν ή αντιθέτως συμπληρώνουν και ενισχύουν τις ικανότητες του πλησίον. Λογικά το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται όταν το σύνολο των ατομικών δυνατοτήτων προσανατολίζεται σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ένα κοινό στόχο, όταν η σκέψη του ενός γίνεται το εφαλτήριο απ’ όπου εξυψώνεται η σκέψη του άλλου και αντιθέτως εκμηδενίζεται όταν οι μεμονομένες προσδοκίες στρέφονται προς τυχαίες ή και μεταξύ τους ασύμβατες κατευθύνσεις, όταν οι φωνές αλληλοκαλύπτονται παράγοντας μόνο θόρυβο.

Το μέσο που εξασφαλίζει ότι οι πνευματικές ικανότητες, οι διάνοιες και οι γνώσεις του καθενός, διοχετεύονται σε μια κοινή κοίτη για να σχηματίσουν ένα ορμητικό ποτάμι, αντί να διαχέονται σε ισχνά ρυάκια που στη διαδρομή ξεραίνονται, είναι ο λόγος, δημόσιος και ιδιωτικός. Με τη συζήτηση, το διάλογο, με τη διαφωνία, τον αντίλογο, την επιχειρηματολογία, τον συμβιβασμό ή την πειθώ, μπορεί η συλλογική σκέψη να κάνει βήματα εμπρός. Επίσης αυτή είναι η μόνη διαδικασία που μπορεί να διαμορφώσει τους κοινά αποδεκτούς στόχους, για την επίτευξη των οποίων τα άτομα θα είναι πρόθυμα να θυσιάσουν μέρος των των προσωπικών τους συμφερόντων.

Το επίπεδο του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα το βλέπουμε κάθε μέρα στη Βουλή, στα κανάλια της τηλεόρασης, στον Τύπο, στο διαδίκτυο, στα πανεπιστήμια, στο δρόμο και είναι χυδαίο. Η συζήτηση έχει εκφυλιστεί σε ανταλλαγή ύβρεων, σε διαγωνισμό ειρωνίας, σε προσωπικές επιθέσεις και προσβολές ή στην καλύτερη περίπτωση σε διαλόγους κωφών και εναλλαγή ανερμάτιστων μονολόγων. Όποτε επιτυγχάνεται κάποια μορφή επικοινωνίας, είναι ανάμεσα σε άτομα που ανήκουν στην ίδια ομάδα συμφερόντων ή ιδεολογίας που συζητούν για να επικυρώσουν την - εκ των προτέρων γνωστή- συμφωνία τους. Το δυστύχημα είναι ότι κάθε τέτοια ομάδα (π.χ πολιτικό κόμμα, συντεχνία, ευρωπαϊστές ή υπερπατριώτες, θιασώτες του μνημονίου ή αντιμνημονιακοί) περιχαρακώνεται στις απόψεις της και αδυνατεί να διαλεχθεί με άλλες. Αλλά ακόμα και εντός της ομάδας, όποτε προκύπτουν διχογνωμίες, η διάσπαση είναι η πιθανότερη εξέλιξη. Η συζήτηση σαν διαδικασία αναζήτησης κοινών τόπων και πνευματικής εξέλιξης είναι αδιανόητη. Η σκέψη μένει στάσιμη και εντέλει ατροφεί.

Η παρακμή του Λόγου εξηγεί το παράδοξο αυτού του τόπου με το οποίο ερχόμαστε διαρκώς αντιμέτωποι: ενώ συναντούμε παντού έξυπνους ανθρώπους, η κοινωνία μας είναι χαμηλής, χαμηλότατης, νοημοσύνης.

Monday, November 11, 2013

A matter of taste



"The only thing is to decide which is the most aesthetic form of suicide, marriage and a 40-hour-a-week job, or a revolver."

A. Camus

Friday, November 8, 2013

Παλεύοντας με τον Αλάριχο


Κάποιες φορές η ανάγνωση μοιάζει με σκυταλοδρομία, κατά την οποία το ένα ανάγνωσμα παραπέμπει στο επόμενο, και που με λίγη τύχη οδηγεί σε θησαυρούς χαμένους ή μη.
Κάπως έτσι ξετρύπωσα τον Ρόδη Ρούφο και το -δυστυχώς εκτός κυκλοφορίας- βιβλίο του Οι Μεταμορφώσεις του Αλάριχου (Εκδ. Ίκαρος, 1971).
Πρόκειται για μια συλλογή από δοκίμια με ευρεία θεματολογία, από βιβλιοκριτικές έως σκέψεις για τη δημοκρατία και τους εχθρούς της.

Τα κείμενα μαρτυρούν έναν επιδέξιο μάστορα της γλώσσας (μια υπέροχη δημοτική που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι γράφτηκε πριν από 50-60 χρόνια), ένα νηφάλιο και πολυσχιδή στοχαστή, υμνητή της κριτικής και ελεύθερης σκέψης, ένα λάτρη της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού.
Δε με εκπλήσει ότι ο Ρούφος και το έργο του πέρασαν στη λήθη: ζούμε στον τόπο που δίδαξε τη μεσότητα αλλά μετά ερωτεύθηκε παράφορα την υπερβολή• γοητευόμαστε από παθιασμένα συνθήματα και περιφρονούμε την καθαρή σκέψη. Η τιμωρία του Αλάριχου, όπως θα έλεγε ο ίδιος.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το ομότιτλο με το βιβλίο δοκίμιο. Ο Αλάριχος, ο νέος και σφριγηλός πολεμιστής που πολιορκεί την παρακμασμένη αυτοκρατορία, συμβολίζει την βαρβαρότητα τριγύρω και εντός μας:

Ο Κομφούκιος είπε κάπoτε ότι όταν οι λέξεις και τα νoήματα δεν είναι καθαρά, τότε κι οι πράξεις γίνονται συγκεχυμένες, το κράτoς δεν διοικείται καλά κι ακολουθούν πόλεμοι και καταστροφές. Είχε ανακαλύψει το μυστικό όπλο του Αλάριχου, του γήινου συμμάχoυ της εντροπίας. (Kι ο Aλάριχος τον εκδικήθηκε: διακόσια πενήντα, χρόνια αργότερα μεταμφιεσμένος στον αυτoκράτoρα Τσιν Σι Χουανγκ Τι, έβαλε να κάψoυν όλα τα: βιβλία του). Γιατί αληθινά, η εννοιολογική σύγχυση οδηγεί σε κάθε λογής ανοησία, ασυνεννοσία και καμιά φορά σε αλληλoσφαγή. Σαν υποδιαίρεσή της μπορούμε να θεωρήσoυμε και το ότι συχνά αυτοϋπνωτιζόμαστε με λέξεις και σχήματα που, σε μια ψύχραιμη και θετική ανάλυση, δεν έχoυν απολύτως κανένα λογικό νόημα. Κι όταν τούτο συμβαίνει στην ποίηση ή στο μυστικισμό, πάει καλά, αυτοί είναι τομείς του πνεύματος εξ όρισμού εξωλογικοί. Ο κίνδυνoς – και η εκμετάλλευση του Αλάριχου- αρχίζει όταν η σύγχυση κυριαρχεί στην πoλιτική, στην οικονομία, σε μορφές έκφρασης που σχετίζονται με ενδόκοσμα, πρακτικά πράγματα - ή και σε θρησκευτικά θέματα, όταν αυτά βαραίνουν αποφασιστικά στην ιστoρική ζωή.
Ας θυμηθούμε το «filioque» που προκάλεσε, τυπικά τουλάχιστο, το Μεγάλο Σχίσμα... Ας θυμηθούμε τα υβριστικά συνθήματα με τα οποία αλληλοσκοτώνονται κατά καιρούς οι Νεοέλληνες, με αφoρμή την πoλιτική των Μεγάλων Δυνάμεων ή τη γλώσσα των Ευαγγελίων... Στα κατοχικά κι αμέσως μετακατοχικά χρόνια οι συμφοιτητές μου κι εγώ βριζόμασταν «Βούλγαροι!» ή «Φασίστες!» - και τα δυο εξίσου ανακριβείς ονομασίες για τους αντιπάλους, φορτωμένες φονικό πάθος (γιατί αν το πάθος ευνοεί την εννoιoλoγική σύγχυση, αυτή με τη σειρά της τρέφει το πάθος).
Mήπως οι χαρακτηρισμοί του «δημοκρατικού», του «εθνικόφρονος», του «αναρχικού» που εξάπτουν τους αναγνώστες του καθημερινού μας τύπου αντέχουν πάντα σε μιαν αυστηρή λoγική ανάλυση;
Σ' όλα αυτά φταίνε η έλλειψη σαφήνειας των λέξεων και η κακή τους χρήση, είτε καλόπιστη είτε κακόπιστη• στην πoλιτική και στη δημοσιογραφία είναι κατά κανόνα το δεύτερο.
Πολλοί φωνάζουν ότι η σημερινή νεολαία δεν έχει αρκετή ιδεολογική πίστη κι ενθουσιασμό. Ανάμεσα στις φωνές διακρίνω, δυνατότερη απ' όλες, του Αλάριχου. Πόσο αγαπάει τις ιδεολογίες ο Αλάριχος! Ιδίως αυτές που οπλίζουν και σκληραίνουν συνειδήσεις, θολώνουν το νου, φανατίζουν!
Εγώ θα ζητούσα, αντίθετα - αν τολμούσα- να καθιερωθεί στα σχολεία ένα καινούριο μάθημα: η Ακριβολογία, με μιαν είσαγωγή στο λογικό θετικισμό. Μια διδασκαλία καθαρής σκέψης, νηφάλιας αντικειμενικότητας. Πολλές φούσκες θα σπάσουν, πολλά συνθήματα θα ατονίσουν, κάμποσοι επαγγελματίες της σύγχυσης θα χάσουν τη δουλειά τους. Πόσο το κέρδος όμως, αν μαθαίναμε από παιδιά να ορίζουμε και να ξεχωρίζουμε σωστά τις έννoιες, να συλλoγιζόμαστε ορθά, να διακρίνουμε αντικειμενική διαπίστωση από αξιoλoγική κρίση κι υπoκειμενική ευχή, ν' ακούμε καιτην «άλλη πλευρά»! Πιστεύω πως μια τέτοια διδασκαλία θα’ταν πιο εποικοδομητική για τον Ηomo Sapiens από ορισμένους παραλογισμούς που εμπvέει ο Αλάριχος στη σημερινή παιδεία μας (λόγου χάρη, στην Ελλάδα, η διδασκαλία των χριστιανικών αρετών και, παράλληλα, η εξύμνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου που σκότωνε τους συγγενείς του και του Βουλγαροκτόνου που τύφλωνε τους αιχμαλώτους ... )
Αλλά βλέπω κιόλας πως θ’ αντιδρούσε ο Αλάριχος στην πρόταση μιας τέτοιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. [...] οι θεολόγοι θα συγκροτούσαν διαδηλώσεις, η πρόταση θα χαρακτηριζόταν αντεθνική και οι αρμόδιες υπηρεσίες θ' άνοιγαν, καλού κακού, φάκελο για τον πνευματικό της πατέρα.

Είναι ευνόητος ο δισταγμός μου να προτείνω τόσο ανατρεπτικά πράγματα. Ο Αλάριχος έχει πολλούς και ισχυρούς συμμάχους. Σ' όλες τις ευνομούμενες χώρες, εξάλλου, είναι αυτοδικαίως μέλος του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και της Επιτρoπής Ασφαλείας του Κράτους ...

Μάιος 1963

Saturday, October 5, 2013

Ο Τολστόι και το Νόημα της Ύπαρξης

Ως τώρα ήξερα ότι υπάρχουν καλά βιβλία και κακά βιβλία.

Μόλις τελείωσα ένα βιβλίο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το «Μια Εξομολόγηση» του Τολστόι είναι αξιολάτρευτο.

Ο συγγραφέας γύρω στα πενήντα του χρόνια έχει ό,τι μπορεί να ονειρευτεί άνθρωπος: χρήμα, δόξα, οικογένεια, έχει γράψει αριστουργήματα, έχει ερωτευθεί παράφορα, έχει ιδρύσει σχολεία, έχει ταξιδέψει, όταν όμως έρχεται αντιμέτωπος με το αμείλικτο ερώτημα του νοήματος της ζωής («Τι είμαι;», «Γιατί ζω;», «Τι θα βγει από αυτό που κάνω σήμερα, ή αυτό που θα κάνω αύριο; Τι θα βγει από ολόκληρη τη ζωή μου;») καταρρέει. Όλα όσα έχει πετύχει στη ζωή του μοιάζουν ανούσια εφόσον θα πεθάνει και εκείνος, και τα παιδιά του και οι αναγνώστες των βιβλίων του. Μόνο η αυτοκτονία μοιάζει λογική διέξοδος.

Έχοντας απορρίψει την θρησκεία από τα νεανικά του χρόνια και έχοντας δοκιμάσει τον ευδαιμονισμό χωρίς να βρει παρηγοριά, στράφηκε στην επιστήμη και την φιλοσοφία για απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. Απογοήτευση και εκεί. Όταν το θεμελιώδες υπαρξιακό ερώτημα προσεγγίζεται μέσω της ψυχρής λογικής, το αποτέλεσμα είναι ολέθριο και η αυτοκτονία η μόνη λύση. (Πόσο πολύ μου θυμίζει αυτό τη ρήση του Πεσσόα: «Η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.»)

Η αναζήτηση του τον έφερε ξανά πίσω στην πίστη και τη θρησκεία. Προσπάθησε να ζήσει σα καλός χριστιανός, με προσευχή, νηστεία και εκκλησία. Το ιδανικό μιας κοινωνίας αγάπης του έδωσε γαλήνη. Για λίγο...

Το ανήσυχο πνεύμα του επαναστάτησε απέναντι στην πεισματική εμμονή της κάθε θρησκείας να θεωρεί ότι η ίδια κατέχει την απόλυτη αλήθεια και όλες οι άλλες κυρήσσουν το ψέμα. Απογοητεύτηκε όταν αντιλήφθηκε ότι η στάση αυτή ωφείλεται στο ότι οι θρησκείες γίνονται όχημα πολιτικής και έφριξε διαπιστώνοντας ότι οδηγεί στη μισαλλοδοξία και σε πολέμους που οι Εκκλησίες σπεύδουν να ευλογήσουν.

Μολαταύτα εξακολούθησε να θεωρεί ότι κάποια μορφή πίστης είναι αναγκαία για να μπορεί να συνεχιστεί η ζωή, επιδώθηκε έτσι σε μια προσπάθεια να διακρίνει την αλήθεια από τα ψέματα της θρησκείας. Σε τι βαθμό τα κατάφερε δεν το μαθαίνουμε. Πάντως δεν αυτοκτόνησε...

Δεν ξέρω αν θα γίνει κανείς σοφότερος διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Εντούτοις το βρήκα αξιολάτρευτο, γιατί η απεγνωσμένη αναζήτηση του Τολστόι είναι βαθειά ανθρώπινη: ξεκίνησε με τον πρώτο του είδους μας που σήκωσε το βλέμμα του στ’ άστρα και θα τελείωσει όταν και του τελευταίου τα μάτια κλείσουν οριστικά.

Η σκέψη που στριφογυρίζει στο μυαλό μου ύστερα από όλα αυτά είναι η εξής: Μήπως το νόημα της ύπαρξης βρίσκεται στην αναζήτησή του, στην πνευματική εξύψωση που συνεπάγεται η διαρκής και αγωνιώδης αναζήτηση του νοήματος; Με άλλα λόγια μήπως η απάντηση στο ερώτημα είναι το ίδιο το ερώτημα;

Friday, July 26, 2013

The dark world of Antoine D'Agata


I read that photographer Antoine D'Agata won a great award for his book, titled "Anticorps", at the annual photography festival of Arles. Immediately my mind went a few years back when I met him at the same city, where I went to attend his workshop. I still wonder what made me choose him among so many other photographers. Maybe it was the fact that he had already become a hot name in the world of photography, or the curiosity how his workshop would be, taking into account his personal work: dark, feverish images full of sex, drugs and human flesh.







Getting along with him was tough. He can be as raw as his pictures are and he was pushing everyone to the same extreme limits that he pushes himself. I remember some girls often bursting to tears and as far as I was concerned, I felt detached from the whole process and demotivated. I thought I had made a wrong choice and compromised with the idea that this workshop was for me a waste of time and optimism. I kept shooting photos only for the shake of the rest of the class and they were terrible.

One evening, after a very long day of lesson, shooting and merciless critique we ended up having a drink at the famous "yellow house" of Van Gogh, which is now a bar on the main square of Arles. I was exhausted physically, mentally and psychologically and I was looking forward to finish my drink and go back to my hotel to collapse. When I mentioned my intention, D'Agata told me that this was the right moment to go to shoot photos. I thought he was kidding, but no, he meant every word. I asked him if he was tired and he replied, no, not at all, despite the 48 consecutive sleepless hours (he also mentioned his record was 76 or so, no surprise one of his books is called "Insomnia")... He suggested that I should do something extreme, like walking to Marseille (200 km away) or punch someone and see what will happen. I realized that there was a whole universe separating our worlds, but somehow I appreciated his effort and started understanding his point of view.





The next day I decided to skip the workshop and I went to see various exhibitions around the town. I ended up to the exhibition of D'Agata. I already knew many photos, but there were some I had never seen before. The experience of the previous night at the bar made me see them with a different eye. I am neither conservative, nor a puritan, however some the images shocked me and others disturbed me deeply. After I left the exhibition I realized that these particular images got imprinted in my mind for hours, even days. My response to them was developing with time and when I managed to become honest to myself, I realized with shameful surprise that they were also exciting, in a very instinctive or subconscious level that I have probably been trained to dig deep under multiple layers of good manners and moral principles. It was then that I made some sense out of the work of this unusual man. He takes long, desperate dives into the dark corners of the soul, where one usually does not dare to look, where unacceptable thoughts and unspeakable desires are pushed and brings them to the surface. D'Agata shoots daemons, his daemons, our daemons.










One day, desperate with our bad photographs, he said to someone (it could very well have been me, but it was not): "Let's go back to the basics, why do you photograph?". I don't remember the response of the poor guy. but I remember very well the answer of D'Agata when I addressed the same question to him: "All I want is to keep on living in this world of sex and drugs and photography is the way I found to do it and be paid for it". Only much later, I realized that this sentence was the only, but very important lesson I learned in this workshop: the life and the work of a true artist are one and the same thing.









Some years later, an exhibition based on his work "Anticorps" was presented in the city where I live. A text written by him accompanied the photographs. I kept some passages that show his own views on his work:

The only freedom for those who have nothing, lies in self destruction. Refusing to reduce themselves to servitude, they find an outlet in sex, drugs and violence. In the same way, depravity has always been for me, a step towards emancipation. Years of slow and reasoned self-destruction, of narcotic experimentation, of urban survival and liaisons with prostitutes, have provoked in me a slow process of maturation on these questions. I cannot risk on purpose, my destiny without getting too close, that is removing the physical distance from the photographed body, coming materially into contact, seeing beyond and smelling odours, totally immersing myself through the senses and the nerves and eliciting physical reactions also in the self and the other. I photograph carnal relationships, scenes of ecstasies:I look at shattered bodies that struggle and console the other in primitive copulations. I have sex with prostitutes and I lick flesh and bodily fluids as an antidote to the profound silence that weighs on minds dehumanized by global economy and religion. My photography is developing immunity to stereotypical morals. It is condemned to be subversive, asocial, atheistic, erotic and immoral.

Instead of reducing photography to the sole capacity of recording reality, I take responsibility for the position I assume. Rejecting voyeuristic or sociological standpoints, the images ensure art and action are inseparable in the frantic search for the feeling of being alive, of being part of life. In this fragile attempt, the image is defined both through and within the act that engenders it. It's not my insight into the world that matters but my most intimate rapport with the world. I structure a physical and psychic path overshadowed by deformity, rejection, dependence, pain, numbness, estrangement, risk, hazard, desire or unconsciousness.





Monday, July 22, 2013

Το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης


"...Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει, μα να ξέρει και γιατί ζει. Αν ο άνθρωπος δεν έχει μια σταθερή φαντασίωση του σκοπού για τον οποίο ζει, θα αρνηθεί να ζήσει, θα προτιμήσει να αυτοεκμηδενιστεί..."

Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο Μέγας Ιεροεξεταστής

Saturday, July 20, 2013

"Burn in hell"


When Margaret Thatcher was at the peak of her power, I was a schoolboy living in a suburb of Athens. My age, my interests and my location back then, were simply too far from her affairs for me to have a personal and contemporary impression of her. I only remember the general feeling from the adults around: only Hitler was less popular. Years later and only after she had retired, some politicians back home dared to refer to her policies and ideas in a positive way.

When I started following the news, reading the newspapers etc. I got a rough idea of her ideology which I think the Pet Shop Boys accurately summarized in just one verse of their song "Shopping": I heard it in the House of Commons: everything's for sale


The ethics of political correctness require that immediately after the death of someone, especially of someone important, the achievements and qualities of the deceased should be underlined and the controversies should be overlooked. The text of Andrew O'Hagan, published (in the New York Books Review) just one month after the death of M.T is a spectacular expression of disrespect to this hypocritical rule and, at least for this reason, I think it is worth reading.

Some passages:

- She always slightly hated England’s elite, or hated the idea that you couldn’t have an elite of shopkeepers, and by the end she left Britain a greedier and seedier place. Despite the pomp and circumstance of her funeral and the many plaudits she has garnered since her death, her great experiment actually didn’t work: the people who could get rich got richer, of course, but she and her followers had no plan to relieve the economic misery that befell the others, the people who were now forced to live on state benefits, which continued to grow. It is the communities of the other—where no new investment took hold, where no new jobs came to replace the ones that were scrapped—that continue to fester in modern Britain.

- There was a country that died, the one in which the classes felt a little responsible for one another, survived wars together, a country in which young people used to have options outside the service industry or the gambling fraternity. And you can still see that country dying every day of the week on television. Gap-toothed and overlagered, unemployed and proud of nothing, the great-grandsons and daughters of the respectable working class are seen screaming at each other on The Jeremy Kyle Show, a tribute to Thatcher’s legacy and her impact on British social cohesion.
It was an impressive work of social engineering but ultimately a dreadful one. She created a population that is more dependent and less productive. She made us more individual but less cooperative.

- She ground the unions down but left workers with no alternative form of self-esteem or protection, and the result, today, is a workforce of the alienated. She boasted of setting people free but British working people have never been more enslaved to the whims of fashion, corporate greed, and agism than they are now. A young person from a former mining community where there might have been classes in the evenings and a sense of propriety, decency, modesty, and community can now only hope for a place in “the zone”—the world of the “haves”—by winning a celebrity contest or by thriving on the black market.
She made a Lottery nation.

- I grew up on one of those housing estates in Scotland. It was Ayrshire: a mining community and one also given over to farming and manufacturing. The first time I heard someone from our street talk about Thatcher, it was a couple of neighbors who had decided to buy their council house. Thatcher had made it possible for the government’s housing stock to be sold, giving tenants a “leg up” onto the property ladder. The couple loved Maggie: they were able to buy their house cheap and immediately changed the color of their front door, to show their neighbors they were now different.
All the kids in my class were given a small bottle of milk every day at mid-morning. It was nice to drink the milk, but nicer, in some larger way, to learn that you lived in a country where the government your parents paid their taxes to cared about you that minutely. Thatcher stopped the milk. It seemed new, the thought that people who didn’t want to strive and become better than their neighbors were totally lacking in spirit.
At first it seemed like a small philosophical problem: older people, hard-working people, contented people, sick people would argue that they didn’t have to be winners. They didn’t want to do better: they were quite happy to do fine. They liked being like other people. It squared with their sense of belonging and with their idea of what made British life stable. My mother worked in a youth club and Thatcher closed it down.

-In 1984 the coal miners down the road at Auchinleck went on strike. It wasn’t controversial to hold the view that some of the unions were out of control, that change had to happen, and that arrogance was rife. But suddenly there was a turn in the conversation, not locally, but on the TV news: the union men were now corrupt, evil, violent criminals. To us they were hardworking men who made half-decent wages in terrible conditions, people who lived in modest houses and had holidays at the English seaside. But in the news they were tyrants and Mrs. Thatcher was going to bring them down.
There was never any sense that she respected these men or the dangers they endured; no sense that these people were fighting for something real and good and irreplaceable. To us Thatcher was always a politician made of hard dogma, almost sociopathic in her inability to see the human beings behind the percentages she wielded like knives.

- Those who want to test the view that Mrs. Thatcher’s government had excellent recovery plans for Auchinleck and New Cumnock should visit the towns today. Unemployment and social problems have destroyed community life there and in March 2013 New Cumnock was voted Scotland’s most dismal town. There are no shops, there are derelict houses, the town hall is facing closure, and the church is empty. And that is only one of hundreds of towns in Britain that felt the impact of the Thatcher revolution.

- There was a vanity in Mrs. Thatcher, much copied by her followers, that the enmity she stirred up in people was merely a reflection of her toughness when it came to “getting things done.” But it was mindless of her to think so. Politicians have always been disliked and always blamed, but Thatcher appeared to many people in Britain to have no feeling for the people whose lives were hurt by her policies. No feeling and no understanding. Her stridency appeared to excite boys who remembered their nannies, but to other men and women, the poorer sort, she was the incarnation of blind authority. She knew there were real families out there in Britain’s hinterlands or northern lands, yet, like a crazed statistician or a bad novelist, she couldn’t really imagine what their lives must be like.

- “Can’t pay. Won’t pay.” That was another slogan born around the same time in response to the Poll Tax introduced by Mrs. Thatcher. The idea was to levy the same local rates regardless of income, a boost to rich people on large incomes in the south but a misery for those struggling in the north, which was already blighted by industry closures. It was the final nail. Even her biggest supporters recognized that, with the Poll Tax, Mrs. Thatcher was contravening a basic tenet of fairness that had always, at some level, seemed crucial in Britain. (Even if it wasn’t: it seemed so.) It wasn’t fair what she was doing and the fact that she tried out the Poll Tax in Scotland before bringing it to England felt like a beastly act. It was probably the single biggest contributing factor to the resurgence of the Scottish National Party and the later establishment of a devolved Scottish parliament. She hated the idea of such a parliament but it can be counted as one of her unwitting creations.

- The Economist, still admiring her linkage of low taxes and the end of the cold war, sees that she was too often driven by something punitive. “Hatred, it is true, sometimes blinded her,” said the magazine in a recent editorial.

- Her stridency, from her early days as “Thatcher the milk snatcher” to her defenestration by her own party, was divisive. Under her the Conservatives shrank from a national force to being a party of the rich south. She couldn’t hold the nation together, indeed she drove it apart, and that is because she didn’t really believe in the nation except as a sentimental or martial entity. That’s the strangest legacy of all about Maggie: if you listen to those who loved her and thought she was manifestly right, you find, after a while, that you are with people who don’t know their own country and don’t like it either. They think they like it because they don’t like Europe, but in fact, they abjure both. They like their own lives, of course, and their own kind, but they imagine the rest of Britain is mainly an unspeakable place of aliens and scroungers. This feeling borrows heavily from Thatcher and her notion that there is no such thing as society.

- She wasn’t fair and she didn’t know the meaning of the word. If she had, she would have helped, not opposed, Nelson Mandela in his fight against apartheid. She wouldn’t have personally ordered the sinking of the Argentinian warship General Belgrano even though it was outside the defined exclusion zone. (Three hundred and twenty-three men died that night.) She wasn’t fair and she wasn’t just, either, otherwise she would have seen—as many of her ministers did—that the Poll Tax would only make life harder for people who were already struggling.

- Those who questioned the rise of get-rich-quick-ness as a responsible way to live and a decent way to support the population were treated as Communists. Speaking personally, I never particularly liked the manners and corruptions of a certain bullying group of trade unionists. But still, looked at with open eyes, one might argue that the excesses of those union men were a little smaller-scale, a little local, when compared with a good many of today’s bankers and oligarchs. To Thatcher’s metaphorical children there is no argument there: a free-market criminal is always preferable to a left-leaning one, even though, as we have discovered, both can be state-sponsored.

- Mrs. Thatcher gave the modern world a new kind of distrust for liberal values whenever they came up against market demands. She thought people who didn’t agree with her revelations were “the enemy within.” People who didn’t agree with Mrs. Thatcher were just not “one of us,” they deserved no empathy, had to be beaten, and Britain for a while found her drama of certainty addictive.

- There was, appropriately enough, a gun carriage and a military procession in London on the day of her funeral, while 378 miles away, in the former mining town of New Cumnock, the third-generation unemployed put their dole money together to throw a street party.

Sunday, July 14, 2013

"Πως να κυβερνήσετε την Ελλάδα, for dummies"


Έχει καταντήσει αστεία αυτή, η τόσο προβλεψιμη πλέον, επανάληψη, ο (φαύλος) κύκλος που ακολουθούν όλα τα κόμματα στην Ελλαδα μ.Κ (μετά Κρίσης):

Στην αρχή (όταν τα ποσοστα είναι χαμηλά) το σύνθημα είναι να σκίσουμε τα μνημόνια και να βγούμε από το ευρώ, μετά (όταν ανεβούμε κανά-δυό μονάδες) το αλλάζουμε λίγο: να σκίσουμε τα μνημόνια αλλά να μεινουμε στο ευρώ. Όταν τα ποσοστά ανεβούν αρκετά ώστε να υπάρχει κυβερνητική πιθανότητα το σλόγκαν γίνεται: να διαπραγματευτούμε με τους εταίρους (την απαγγίστρωση, το κούρεμα, τη μερική διαγραφή, την ολική διαγραφή διαλέξτε τι σας αρέσει). Όταν, με το καλό γίνουμε κυβέρνηση, επειδή δεν έχουμε κανένα δικό μας σχέδιο αλλά χρειαζόμαστε τα δανεικά ευρώπουλα, υπογράφουμε ό,τι βρούμε μπροστά μας.

Το έκαναν όλοι (από πασοκ ως, νδ, απο καρατζαφέρη ως δημαρ), τώρα έμαθε τα κόλπα και ο συριζα:

"Tο νέο ενιαίο κόμμα που προέκυψε από το τετραήμερο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, καταψήφισε όλες τις "ριζοσπαστικές" προτάσεις της Αριστερής Πλατφόρμας, εκφωνώντας ένα ηχηρό "Όχι" στην έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη καθώς και οιοδήποτε ενδεχόμενο μονομερούς καταγγελίας του Μνημονίου."

Άντε και πρωθυπουργός Αλέξη, είσαι έτοιμος.

Ρε όλοι το ίδιο manual "Πως να κυβερνήσετε την Ελλάδα, for dummies" διαβάζουν;

Υ.Γ στοιχιματιζω οτι και η Χ.Α αν ξεπεράσει το 20% θα γινει πιο διαλλακτική...

Saturday, June 22, 2013

Ο γύρος του κόσμου με μια λέξη.


Οι αρχαίοι έλληνες το έλεγαν «μελίμηλον», οι ρωμαίοι το μετέτρεψαν σε “melimelum” που στην καθομιλουμένη τους έγινε “melimelus” και κατέληξε στα πέρατα της αυτοκρατορίας τους, στην Πορτογαλία και μέσω αυτής στην μετέπειτα αποικία της, τη Βραζιλία, να λέγεται “marmelo”.
Αυτή είναι η διαδρομή της λέξης για το φρούτο κυδώνι. Το γλυκό που παρασκεύαζαν από αυτό το ονόμασαν “marmelada”, που οι γάλλοι μετέτρεψαν σε “marmelade”, γενικεύοντας την χρήση της λέξης σε αυτήν της σημερινής «μαρμελάδας».

Κάπως έτσι πορεύεται η ανθρωπότητα, ανταλάσσοντας, δανείζοντας, παραφθείροντας, λέξεις, έννοιες και ιδέες.

Friday, June 14, 2013

Πολυφωνία και έλλειμμα αντιπροσώπευσης


Για ένα πράγμα δε μπορούμε να έχουμε παράπονο στον τόπο μας και αυτό είναι η κομματική πολυφωνία.

Είσαι θαυμαστής του Χίτλερ, του Μουσολίνι, νεοναζί, φασίστας ή φιλοχουντικός; Είσαι ρατσιστής ή ξενοφοβικός; Υπάρχει κόμμα που σε αντιπροσωπεύει.

Είσαι υπερ-πατριώτης, υπερ-ορθόδοξος ή απλά αισθάνεσαι ψεκασμένος; Κάπου θα βρεις μια φιλόξενη κομματική στέγη.

Νοσταλγείς βασιλείς και πριγκηπόπουλα; Υπάρχει χώρος και για σένα. Το ίδιο, αν αναπολείς τον Στάλιν (ή τον Λένιν, τον Μάο, τον Τρότσκι) και την κομμουνιστική ουτοπία σε οποιαδήποτε από τις ιδεολογικές της αποχρώσεις.

Παραμένεις οπαδός των κομμάτων που εναλλάχθηκαν στην εξουσία τα τελευταία 40 χρόνια με τα γνωστά αποτελέσματα; Τυχερός είσαι, γιατί συνεχίζουν απρόσκοπτα την προσφορά τους στο έθνος και σε θέλουν κοντά τους.

Εξακολουθείς να ονειρεύεσαι την δημοσιοϋπαλληλική νιρβάνα• είσαι αντι-αμερικάνος, αντι-γερμανός ή μήπως είσαι νοικοκυρέος, τουρκοφάγος και αντι-σημίτης; Κάτι θα βρεθεί και για εσένα.

Κυνηγοί, ψαράδες, οικολόγοι, χακεράδες, όλοι έχουν – δόξα τω Θεώ- κάπου την κεφαλή κλίναι.

Εντούτοις, παρά την ομολογουμένως εντυπωσιακή ποικιλία επιλογών, υπάρχει μια μειονότητα που έχει μείνει ορφανή. Αναφέρομαι σε εκέινους τους πολίτες που πιστεύουν στον ορθολογισμό, στη γνώση, στη νηφαλιότητα, στη λογική• σε εκείνους τους ανθρώπους που τάσονται υπέρ μιας Ανοικτής Κοινωνίας, που το διαφορετικό δεν τους τρομάζει και δεν διστάζουν να διαλεχθούν μαζί του• σε εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που επιθυμεί η χώρα τους να ανήκει ισότιμα στον Πρώτο Κόσμο και που θεωρεί ότι τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με σύνεση, σχέδιο και σκληρή δουλειά• που δεν φοβάται την αυτοκριτική και δεν ανέχεται την αποποίηση ευθυνών• που δεν αναζητά απεγνωσμένα όμορφους μύθους να μασκαρέψουν τη ζοφερή πραγματικότητα, αλλά επιθυμεί να τη διορθώσει.

Διακινδυνεύω την υπόθεση ότι ο λόγος που αυτοί οι πολίτες δεν αντιπροσώπευονται δεν είναι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί οι ήρεμες φωνές τους χάνονται μέσα στο θόρυβο των κραυγών, των βρισιών, των αναθεμάτων και της ημιμάθειας. Όσο η μειονότητα αυτή παραμένει στο περιθώριο δεν υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ανόρθωσης.

Saturday, May 18, 2013

Η απόλαυση της ανάγνωσης και το νόημα της ζωής


Η μεγαλύτερη, ίσως, απόλαυση που αντλώ από το διάβασμα είναι όταν ανάμεσα στις αράδες συναντώ μια διατύπωση που περιγράφει με σαφήνεια θολές ιδέες και συγκεχυμένες σκέψεις που περιστρέφονται ανολοκλήρωτες στο νου μου για καιρό, αδυνατώντας να πάρουν το οριστικό τους σχήμα. Το κείμενο γίνεται τότε ο καταλύτης που βοηθά τη σκέψη να αποκρυσταλλωθεί.

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα:

Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί το καθόλου πρωτότυπο ερώτημα, ποιά είναι τα στοιχεία εκείνα που δίνουν νόημα, αξία και ενδιαφέρον στη ζωή. Κατά καιρούς είχα προσδιορίσει κάποια και η λίστα μου άρχισε να διαμορφώνεται.

Τις προάλλες, βρήκα σε κάποιο βιβλίο την απάντηση που έδωσε ο άγγλος φιλόσοφος G.E Moore στο ίδιο ερώτημα, όπου απαριθμούσε τα κυριότερα αγαθά της ζωής:
- η στοργή για τον άλλο,
- η αλληλοκατανόηση των ανθρώπων,
- η δημιουργική δράση,
- η ενατένιση του ωραίου,
- το να αποκτά κανείς τη γνώση και να την εκτιμά,
- η ηδονή.

Αν και τα μου συμπεράσματά μου δεν απέχουν πολύ από εκείνα του φιλοσόφου, ο δικός του κατάλογος είναι πλήρης, χωρίς τίποτα περιττό (δεν θα πρόσθετα ή αφαιρούσα τίποτε) και διατυπωμένος με ακρίβεια, γι’αυτό και τον υιοθετώ.

Υ.Γ Προς άρση αμφιβολιών, ξεκαθαρίζω ότι δεν παρέλειψα κάτι από τον κατάλογο. Ο πλούτος και το χρήμα δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν!






Monday, April 1, 2013

Hemingway: a life looking for trouble


Some highlights of Hemingway's adventurous life (from Wikipedia):

-Early in 1918 Hemingway responded to a Red Cross recruitment effort in Kansas City and signed on to become an ambulance driver in Italy. He left New York in May, and arrived in Paris as the city was under bombardment from German artillery. By June he was at the Italian Front. On his first day in Milan he was sent to the scene of a munitions factory explosion where rescuers retrieved the shredded remains of female workers.

-On July 8 he was seriously wounded by mortar fire, having just returned from the canteen bringing chocolate and cigarettes for the men at the front line. Despite his wounds, Hemingway carried an Italian soldier to safety, for which he received the Italian Silver Medal of Bravery.

-He covered the Greco-Turkish War, where he witnessed the burning of Smyrna.

-In 1933 Hemingway went on safari to East Africa. The 10-week trip provided material for "Green Hills of Africa", as well as for the short stories "The Snows of Kilimanjaro" and "The Short Happy Life of Francis Macomber". He visited Mombasa, Nairobi, and Machakos in Kenya, then moved on to Tanganyika. During these travels Hemingway contracted amoebic dysentery that caused a prolapsed intestine, and he was evacuated by plane to Nairobi.

-In 1937 Hemingway agreed to report on the Spanish Civil War for the North American Newspaper Alliance.

-From June to December 1944 Hemingway was in Europe. At the D-Day landing, he was kept on a landing craft because military officials considered him "precious cargo". Late in July he attached himself to "the 22nd Infantry Regiment as it drove toward Paris", and Hemingway became de facto leader to a small band of village militia in Rambouillet outside of Paris.

-On August 25 he was present at the liberation of Paris.

-In 1947 Hemingway was awarded a Bronze Star for his bravery during World War II.

-In 1954, while in Africa, Hemingway was almost fatally injured in two successive plane crashes.

-He was told to stop drinking to mitigate liver damage, advice he initially followed but then disregarded.

-In the early morning hours of July 2, 1961, Hemingway "quite deliberately" shot himself with his favorite shotgun.[142] He unlocked the basement storeroom where his guns were kept, went upstairs to the front entrance foyer of their Ketchum home, and "pushed two shells into the twelve-gauge Boss shotgun ...put the end of the barrel into his mouth, pulled the trigger and blew out his brains.




One of the rare moments of relaxation.

Saturday, February 16, 2013

Φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας


Στον, κατά Θουκυδίδη, Επιτάφιο που εκφωνεί ο Περικλής για να τιμήσει τους πεσόντες στη μάχη συμπολίτες του, πλέκει το εγκώμιο στην Πολιτεία τους. Στο διασημότερο ίσως εγκώμιο στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, ο ηγέτης της της αποδίδει τις εξής αρετές:

- Οικονομική αυτάρκεια.
- Το πολίτευμα και οι νόμοι είναι δίκης τους έμπνευσης, δεν τα αντέγραψαν από κανέναν• αντιθέτως οι άλλοι τους μιμούνται.
- Ισονομία. Όλος ο δήμος έχει τα ίδια δικαιώματα απέναντι στο νόμο.
- Αξιοκρατία. Ο καθένας έχει την ευκαιρία να προκόψει, όχι λόγω της καταγωγής ή του πλούτου που διαθέτει, αλλά με την ικανότητα του.
- Αμοιβαίος σεβασμός και εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες. Δεν κοιτάζει με καχυποψία ο ένας τον άλλο στις καθημερινές τους δουλειές, δεν θυμώνουν με τον γείτονα όταν κάνει κάτι κατά την όρεξή του.
- Σεβασμός στους νόμους. Και μάλιστα όχι από τον φόβο της τιμωρίας αλλά γιατί αυτό επιβάλλει η συνείδηση.
- Η πόλη είναι ανοιχτή σε όλους. Οι ξένοι είναι ευπρόσδεκτοι και δεν έχουμε τίποτε να τους κρύψουμε.
- Αγάπη για το ωραίο.
- «Φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Ενασχόληση, δηλαδή, με τη θεωρητική σκέψη χωρίς αυτή να επιφέρει νοθρότητα και αποχή από τη δράση.
- Ο πλούτος δεν θεωρείται τίποτε περισσότερο από ένα μέσο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο για έπαρση.
- Συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Οι Αθηναίοι παράλληλα με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις δεν παραμελούσαν να ασχολούνται με τα ζητήματα της πόλης. Όσοι δεν ανταποκρίνονταν σε αυτό το καθήκον θεωρούνταν άχρηστοι.
- Απόλαυση της ζωής. Σε αντίθεση με τους σκληροτράχηλους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι ψυχαγωγούνταν με γιορτές και απολάμβαναν τα αγαθά.
- Υπεράσπιση της πολιτείας. Όχι από κάποια νομική υποχρέωση, αλλά σαν καθήκον να προστατευθεί ο τρόπος ζωής τους.

Η θεμελιωδέστερη όλων των αρετών, που διατρέχει όλο το κείμενο του Θουκυδίδη και χαρακτηρίζει την στάση ζωής των Αθηναίων ήταν η μεσότητα, το χάρισμα τους να βρίσκουν την λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε αντικρουόμενες αξίες της ζωής. Όπως εξηγεί ο Ι. Κακριδής: O Αθηναίος κατορθώνει να φέρει σε ισορροπία τις ορμές τις ψυχής και του κορμιού, κατακτά την ατομική ελευθερία σεβόμενος τους νόμους και τους άρχοντες, είναι έτοιμος για δράση χωρίς να παραμελεί την σκέψη και η σκέψη δεν χαλαρώνει την ενεργητικότητα του, αναπτύσει την ατομικότητά του χωρίς να απομακρύνεται από το σύνολο. Αντίστοιχα, η Πολιτεία του εφαρμόζει την δημοκρατία χωρίς να εκτρέπεται σε οχλοκρατία.

Οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης της Αθηναϊκής Πολιτείας με την σύγχρονη Ελλάδα θα ήταν χονδροειδές ατόπημα. Η Αθήνα του Περικλή ήταν μια παγκόσμια υπερδύναμη, ενώ η σημερινή Ελλάδα είναι μια μικρή, αδύναμη χώρα που αγωνίζεται να βρει τη θέση της στον κόσμο. Επιπλέον, δυστυχώς, η αντίληψη περί συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα αποδεικνύεται επίπλαστη. Εφόσον οι νεοέλληνες δεν μελετάμε τον στοχασμό των προγόνων μας, αδιαφορώντας για την σημαντικότερη παρακαταθήκη τους, το μόνο που μένει να μας συνδέει με εκείνους είναι ότι ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό. Αυτό το καπρίτσιο της μοίρας αρκεί, ίσως, για να θρέψει μια ανούσια υπερηφάνια• δεν είναι ικανό, όμως, να μας καταστήσει πνευματικούς τους κληρονόμους.

Το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης απασχολούσε έντονα τους αρχαίους που αναζητούσαν επίμονα το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης. 2500 χρόνια αργότερα τα συμπεράσματά τους δεν θα μπορούσαν να έχουν άμεση εφαρμογή σε ένα τόσο διαφορετικό κόσμο. Εντούτοις, οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που θέτουν είναι η ιδανική πρώτη ύλη για να ξεκινήσουμε μια συζήτηση που θα μπορούσε να διαμορφώσει ουσιαστική πολιτική σκέψη.

Πάνω σε αυτό το θέμα έχω εντοπίσει κάποια αξιόλογα βιβλία, απολύτως κατανοητά στον μη ειδικό. Ελπίζω με τον καιρό να διευρύνω τη λίστα:
[1] Περικλέους Επιτάφιος, μετάφραση, σχόλια, επιλεγόμενα Ι.Θ. Κακριδή, εκδ. Εστία
[2] Πόσο επίκαιρη είναι η Αθηναϊκή Δημοκρατία σήμερα; Jaqueline de Romilly, εκδ. Ερμής
[3] Η Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα, Κ. Καστοριάδης, εκδ. Ύψιλον
[4] Πολιτεία του Πλάτωνα. Ένας οδηγός ανάγνωσης. Νickolas Pappas, εκδ. Οκτώ

Friday, February 15, 2013

Μια ακόμα θεωρία συνωμοσίας


Γράφει ο Karl Popper στο βιβλίο του, "Η ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της":

Θα περιγράψω εν συντομία μια θεωρία, την αποκαλώ «θεωρία συνωμοσίας της κοινωνίας». Είναι η άποψη ότι η εξήγηση ενός κοινωνικού φαινομένου συνίσταται στην ανακάλυψη των ανθρώπων ή ομάδων που έχουν συμφέρον στην εκδήλωση του φαινομένου (κάποιες φορές είναι κρυφό συμφέρον που πρέπει πρώτα να αποκαλυφθεί) και που έχουν σχεδιάσει και συνωμοτίσει ώστε αυτό να συμβεί. Αυτή η άποψη βασίζεται στην λανθασμένη αντίληψη ότι οτιδήποτε συμβαίνει στην κοινωνία – ειδικά γεγονότα δυσάρεστα όπως πόλεμοι, ανεργία, φτώχια- είναι προσχεδιασμένο από ισχυρά άτομα ή ομάδες. Η πεποίθηση αυτή που είναι ευρέως διαδεδομένη είναι αποτέλεσμα της εκκοσμίκευσης της θρησκευτικών προλήψεων. Η πίστη στους ομηρικούς Θεούς, των οποίων οι συνωμοσίες εξηγούν την ιστορία του Τρωικού Πολέμου, έχει χαθεί. Οι Θεοί έχουν εγκαταληφθεί. Την θέση τους έχουν πάρει ισχυροί άνθρωποι ή ομάδες – μοχθηρές ομάδες πίεσης που είναι υπεύθυνες για όλα μας τα δεινά- όπως οι Σοφοί της Σιών, ή τα μονοπώλια, ή οι καπιταλιστές, ή οι ιμπεριαλιστές
[συμπληρώνω εγώ τη λίστα: οι εβραίοι, οι αμερικάνοι, οι μασόνοι, οι τούρκοι, οι γκρίζοι λύκοι, η CIA, εσχάτως οι γερμανοί].
Δεν υπαινίσομαι ότι συνωμοσίες δεν συμβαίνουν ποτέ. Αντιθέτως, είναι συνηθισμένα κοινωνικά φαινόμενα. Το εκπληκτικό γεγονός, όμως, που διαψέυδει την θεωρία συνωμοσίας είναι ότι παρόλο που συνωμοσίες συμβαίνουν, ελάχιστες στέφονται από επιτυχία. Οι συνωμότες σπανίως ολοκληρώνουν την συνωμοσία τους.

Στις παραπάνω σκέψεις θέλω να προσθέσω και κάποιες δικές μου.
Οι αναρίθμητες -εξωφρενικές ή απλά αστήρικτες- θεωρίες που μας κατακλύζουν, σε τι ποσοστό επαληθεύονται; Πολύ μικρό, το δίχως άλλο. Δυστυχώς η συνωμοσιολογία, όχι μόνο αποτυγχάνει κατά κανόνα να ερμηνεύσει τα φαινόμενα, αλλά αποπροσανατολίζει την Κοινή Γνώμη σε σχέση με τα πραγματικά τους αίτια και συνεπώς εμποδίζει την ορθολογική τους αντιμετώπιση. Δαιμονοποιεί αόρατους εχθρούς αναγάγοντας τη λύση των προβλημάτων στη σφαίρα της μεταφυσικής (αφού πάντα φταίει ένας πανίσχυρος, σκοτεινός εχθρός, δεν μένει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε), δημιουργεί σύγχιση, απαλλάσσει την κοινωνία από τις ευθύνες της και την αποτρέπει από την αυτοκριτική. Συχνά γίνεται το παραπέτασμα καπνού για τους πραγματικούς υπεύθυνους.

Όπως λέει ο Popper, συνωμοσίες γίνονταν, γίνονται και θα γίνονται. Το ερώτημα είναι αν ωφελεί την κοινωνία να προσεγγίζει τα φαινόμενα κατ' αυτόν τον τρόπο. Απαραίτητη μια διευκρίνηση: σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζω κάθε εναλλακτική ή έστω ανορθόδοξη εξήγηση της πραγματικότητας με την συνωμοσιολογία. Οι θεωρίες συνωμοσίας που γίνονται δημοφίλείς έχουν συνήθως το εξής κοινό χαρακτηριστικό: βασίζονται σε μια στερεοτυπική πεποίθηση, ή προκατάληψη και στρεβλώνουν τη λογική και την παρατηρούμενη πραγματικότητα έτσι ώστε τα συμπεράσματα να επιβεβαιώνουν την προκατάληψη αυτή.

Παράδειγμα:

Η πεποίθηση: Ο λαός Χ είναι εκλεκτός, προικισμένος, ευλογημένος, προορισμένος από τη μοίρα να μεγαλουργεί.

Το δυσάρεστο συμβάν: Ο λαός αποτυγχάνει σε κάτι.

Η εύκολη/βολική εξήγηση: Κάποιοι άλλοι (λαοί ή οι σκοτεινές οργανώσεις τους) που ζηλεύουν το μεγαλείο του και επιβουλεύονται τη δόξα του, τον υπονόμευσαν.

Οι (πιθανοί) πραγματικοί λόγοι: Χωρίς να αρνείται κανείς το διεθνή ανταγωνισμό και τα αντικρουόμενα συμφέροντα, δεν αποκλείεται ο λαός αυτός (ή η ηγεσία του) να έκανε εσφαλμένες επιλογές που να τον οδήγησαν στην αποτυχία.


Είναι δείγμα σοφίας να αντιμετωπίζει κανείς κριτικά την επίσημη εκδοχή. Γιατί να μην υπάρχει, όμως, ο ίδιος σκεπτικισμός ως προς τις εναλλακτικές θεωρίες; Οι Έλληνες αρεσκόμαστε να θεωρούμε εαυτούς ανοιχτόμυαλους, "υποψιασμέμους", που δεν χειραγωγούνται από το «σύστημα», θεωρούμε ότι καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα (π.χ σε σχέση με τα «αμερικανάκια» ή τους «κουτόφραγκους») τι κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα που μας πλασάρουν. Αν και δυσκολεύομαι να καταλάβω από που πηγάζει αυτή η βεβαιότητα (μήπως από το εξαιρετικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, τα πρωτοκλασάτα πανεπιστήμια, τη βιβλιοφιλία μας, τα αξιόπιστα ΜΜΕ, την ενδελεχή μελέτη των αρχαίων σοφών;), είναι ενα χαρακτηριστικό που εντείνει τη δημοφιλία των ΘΣ στα μέρη μας.

Καθημερινά λαμβάνω, όπως οι περισσότεροι, ουκ ολίγα chain emails, εκείνα με τις πολύχρωμες και ευμεγέθεις γραμματοσειρές που με οργισμένο ύφος ξεσκεπάζουν σκευωρίες, με καλούν να ξυπνήσω από το μακάριο ύπνο μου και απαιτούν να τα διαδώσω σε γνωστούς και φίλους για να φωτιστούν και εκείνοι. Για τα περισσότερα από αυτά αρκούν μερικά δευτερόλεπτα διαδικτυακής αναζήτησης για να αποκαλυφθεί η ανακρίβεια -στα λορια της αφέλειας- του περιεχομένου τους. Γιατί περνιέται κανείς για υποψιασμένος όταν απορρίπτει εμπεριστατωμένες απόψεις ειδικών, αλλά καταπίνει αμάσητα αυτά τα σκουπίδια;

Για να μιλήσω και εγώ τη γλώσσα των συνωμοσιολόγων: Μήπως αυτός ο καταιγισμός πληροφοριακού θορύβου ενθαρρύνεται από κάποιες ελίτ που ωφελούνται από την σύγχιση της κοινής γνώμης και επιθυμούν να την κρατήσουν στο σκοτάδι σε σχέση με τα πραγματικά αίτια των δεινών της;

Friday, February 1, 2013

Βυζαντινή Θεοκρατία vs αρχαίας ελληνικής σκέψης


Άρθρο του Μάριου Πλωρίτη στο Βήμα (11/6/2000):


ΟΛΕΣ αυτές τις μέρες του ιερού περί ταυτοτήτων πολέμου, οι σύγχρονοι σταυροφόροι, από του ανωτάτου μέχρι του κατωτάτου, κραδαίνουν αδιάκοπα τα συνθήματα: «Η Ορθοδοξία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ταυτότητας των Ελλήνων»... «Χριστιανική Εκκλησία και Ελληνικό Εθνος είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες» και τα παρόμοια.
Αξίζει, λοιπόν, να δούμε πόσο αληθεύουν αυτά τα «σλόγκαν». Και, για τούτο, ας γυρίσουμε πίσω στις ρίζες, στην εποχή όπου ο Χριστιανισμός καθιερώθηκε ως επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού κράτους, και θεμελιώθηκε η συνύπαρξη κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ αρχίζει με μια γοερή αντίφαση: Οι Βυζαντινοί ένιωθαν συνεχιστές των αρχαίων Ελλήνων, διατηρούσαν πάμπολλα έθιμά τους, μιλούσαν τη γλώσσα τους, οι λόγιοί τους μελετούσαν την αρχαία Γραμματεία, τη «συντηρούσαν» αντιγράφοντας τα κείμενά της. Και, γι' αυτό το τελευταίο, τους χρωστάμε άπειρες χάρες, αφού χωρίς τον δικό τους μόχθο, μεγάλο μέρος του αρχαίου θησαυρού θα είχε χαθεί για πάντα.
Απ' την άλλη, όμως, αποστρέφονταν την Ελλάδα και τους Ελληνες, επειδή τους ταύτιζαν με την επάρατη ειδωλολατρία, τον εχθρό και αλλοτινό διώκτη της χριστιανικής θρησκείας. Ετσι, έγιναν αυτοί διώκτες ανελέητοι των παλιών διωκτών τους. Και, φυσικά, πρωταρχικό ρόλο στο μίσος κατά «παντός του ελληνικού» και στον λυσσαλέο κατατρεγμό του, έπαιξε η Εκκλησία, που ήταν ο φορέας και λειτουργός της νέας θρησκείας και ο μοναδικός σχεδόν πνευματικός οδηγητής των Βυζαντινών.
Η πρώτη τους κίνηση ήταν να καταστρέφουν τους ναούς και τα αγάλματα των Ελλήνων ¬ στερώντας, έτσι, τον κόσμο από ανεπανάληπτα δημιουργήματα της αρχαίας τέχνης, για να μη μείνη ίχνος από τη «βελυρή θρησκεία των ειδώλων». Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, πρωτοστάτησε, το 391, στην πυρπόληση της βιβλιοθήκης του Σεραπείου, με τους 42.000 τόμους της ¬ μοναδική κιβωτό της αρχαίας γνώσης και λογοτεχνίας... Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες (395) και ο πολύς Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας (529)...
Και να ήταν μόνο τα άψυχα; Οι πρόδρομοι των σημερινών ζηλωτών επιδόθηκαν σε φοβερούς διωγμούς και σφαγές των «εθνικών», που τις ομολογούν και οι χριστιανοί χρονικογράφοι... Ο ελληνολάτρης αυτοκράτορας Ιουλιανός όχι μόνο συκοφαντήθηκε και αναθεματίσθηκε σαν «αποστάτης» και «παραβάτης» αλλά και δολοφονήθηκε (πιθανότατα) από χριστιανό, ενώ πολεμούσε εναντίον των Περσών... Ο ανεψιός και διάδοχος του πατριάρχη Θεόφιλου, ο Κύριλλος, θεωρείται ηθικός αυτουργός της δολοφονίας της σπουδαίας νεοπλατωνικής φιλοσόφου Υπατίας (415)... Και το 797, η Σύνοδος της Νικαίας αναθεμάτιζε όσους «μελετούσαν διεξοδικώς τα ελληνικά μαθήματα»...
ΑΚΟΜΑ και το όνομα «Ελλην» πήρε νόημα υβριστικό και αποκρουστικό. Το Βυζάντιο «πολέμιον υπελάμβανε (θεωρούσε εχθρικό) το των Ελλήνων όνομα, καθ' όσον ανέκαθεν το όνομα τούτο εταυτίσθη μετά της εννοίας του ειδωλολάτρου», γράφει ο ¬ κάθε άλλο παρά «αντίχριστος», βέβαια ¬ ιστορικός Κ. Παπαρηγόπουλος1. «Ανόσιους, μυσαρούς, παμμίαρους» αποκαλούσαν τους Ελληνες οι αυτοκρατορικοί νόμοι και οι εκκλησιαστικοί πατέρες.
Ο Αθανάσιος κατακεραύνωνε τους «μιαρούς» Ελληνες... ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στηλίτευσε την «κίβδηλον ποίησιν» των αρχαίων... και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος θεωρούσε πως Χριστιανισμός και Ελληνισμός είναι ασυμβίβαστοι, ¬ διαφωνώντας με τους νυν ελληνοχριστιανικούς κήρυκες...
«Το όνομα Ελλην κατήντησε θρησκευτικόν και ελέγετο περί μη χριστιανών και αν ακόμη ούτοι ήσαν Σαρακηνοί», λέει ο ιστορικός Κ. Αμαντος2. Και, αυτό, όχι μόνο από τους τότε ζηλωτές και «θεούσες». Ακόμα και κορυφαίοι διανοητές, όπως ο πατριάρχης Φώτιος (9ος αιώνας) έγραφε πως οι Ρώσοι, προτού εκχριστιανισθούν, είχαν «ελληνικήν και άθεον δόξαν», ενώ ο «πλατωνιστής» Μιχαήλ Ψελλός (11ος αιώνας) έλεγε πως οι Κινέζοι ήταν «Ελληνες το δόγμα«! Και όταν, το 968, απεσταλμένοι του Πάπα εγχείρισαν στον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά γράμματα του Ποντίφηκα με την προσφώνηση «αυτοκράτωρ των Ελλήνων», ο Φωκάς τους έριξε στη φυλακή!
ΕΙΝΑΙ αλήθεια πως, από τον 10ο και, περισσότερο, από τον 13ο αιώνα, οι βυζαντινοί ανθρωπιστές προσπάθησαν να ξαναδώσουν στα ονόματα «Ελλάς» και «Ελληνες» την παλιά τους αίγλη, και διεκδίκησαν την πνευματική «κληρονομιά» της Αθήνας. Ωστόσο, αυτή η «αποκατάσταση» δεν εξάλειψε τον (κληρικό προπάντων) ανθελληνισμό ως το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο μέγας λογοθέτης (πρωθυπουργός) του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου, Θεόδωρος Μετοχίτης (αρχές 14ου αιώνα), θεωρούσε τους Ελληνες «εχθρούς του κράτους» και ευχόταν να «εξολοθρευθούν με την βοήθειαν του Θεού», ενώ ο προοδευτικός θεολόγος Βαρλαάμ (14ος αιώνας) θα κατηγορηθεί, ανάμεσα στ' άλλα, και σαν «ελληνομανής». Και ο Γεννάδιος Σχολάριος (ο κατοπινός πρώτος πατριάρχης της Τουρκοκρατίας), όταν ρωτήθηκε, τρία χρόνια πριν απ' την Αλωση, αν είναι Ελλην, απάντησε με αποστροφή: «... ει τις έροιτό μοι (αν με ρωτήσει κανείς) τις ειμί, αποκρινούμαι Χριστιανόν είναι».
Και ο ιστορικός Παύλος Καλλιγάς επιλέγει: «Αυτούς τους διώκοντας τον Χριστιανισμόν Τούρκους, αποκαλεί η Εκκλησία "νέους Ελληνας", διότι το όνομα Ελλην ήτο τότε συνώνυμον τω αντιχρίστω... Οι περισωθέντες επίσημοι αναθεματισμοί του ελληνικού ονόματος, αποδεικνύουν ότι οι ακαταλόγιστοι εκείνοι άνθρωποι ενόσουν (έπασχαν από) αληθή ελληνοφοβίαν»3....
Αυτά τα ολίγα. Εκτός αν οι σημερινοί «ελληνοχριστιανοί» υποστηρίζουν πως το Βυζάντιο δεν έχει σχέση με το ελληνικό έθνος ¬ ξεχνώντας πως εκεί βρίσκονται οι απαρχές του νέου ελληνισμού, πως πλήθος παραδόσεις του συνεχίζουμε και ¬ προπάντων ¬ πως, στην εποχή του βυζαντινού κράτους, οι πατέρες της Εκκλησίας και οι Οικουμενικές σύνοδοι χάραξαν τις αρχές και τους κανόνες, όπου στηρίζεται και σήμερα η Ορθοδοξία.
ΕΙΝΑΙ αυτονόητο ¬ θα το ξαναπώ ¬ ότι δεν παραγνωρίζω διόλου τη συμβολή του κλήρου στην στήριξη του υπόδουλου γένους, πως θαυμάζω ¬ όπως άπειροι άλλοι ¬ τη βυζαντινή θρησκευτική τέχνη, αρχιτεκτονική, εικονογραφία, υμνογραφία. Αλλο, όμως, αυτό και άλλο οι κορώνες πως «ορθοδοξία και ελληνισμός είναι ταυτόσημοι». Ο βυζαντινός ιερός πόλεμος κατά των Ελλήνων, που κράτησε έντεκα αιώνες, απόδειξε πόσο τυφλώνει ο δογματικός φανατισμός, αλλά και πόσο ανέσπερη αλκή έχει ο ελληνικός πολιτισμός, αφού κατόρθωσε να επιβιώσει ακόμα κι όταν τον μαχόταν ανένδοτα η πιο κραταιή (μαζί με τον αυτοκράτορα) δύναμη του Βυζαντίου, η ιεραρχία...
Ας με συγχωρέσουν (πράγμα απίθανο) οι άγιοι πατέρες, αλλά... «ει μη φίλα λέγω, ουχ ήδομαι, το δ' ορθόν εξείρηχ' όμως» ¬ «αν δε λέω πράγματα ευχάριστα, λυπάμαι, είπα όμως την πάσα αλήθεια»4...
1. Ιστορία, Δβ', σελ. 6. ¬ 2. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους (1933), σελ. 180. ¬ 3. Μεσαιωνικός βίος του Ελληνικού Εθνους, «Εστία», 1883, αριθ. 387. ¬ 4. Σοφοκλής, Τραχίνιαι, στ. 373.

Saturday, January 19, 2013

Περιούσιος λαος


Από τα Πρακτικά της Βουλής του 1911 η ρήση του Ελευθερίου Βενιζέλου:

«Μόνον οι δημαγωγούντες τους λαούς, οι θέλοντες να φέρωσιν αυτούς εις αποφάσεις ολεθρίας διά το μέλλον, λέγουσιν εις ένα λαόν, "Συ είσαι ο περιούσιος λαός, και όλα τα γινόμενα εις τον άλλον κόσμον, δ' εσέ δεν εφαρμόζονται". Οντες ο περιούσιος λαός, τον οποίον η εκάστοτε δημαγωγία διεκήρυσσεν, εφθάσαμεν, προ ετών, να γίνωμεν περιούσιος λαός εις τους λόγους και καταφρόνημα των λαών εις τα έργα».

Ας το έχουμε υπόψη μας όταν ακούμε διάφορα περί "εκλεκτών", "περιούσιων" λαών και "ιδιαιτεροτήτων" .