Saturday, January 13, 2018

Δύστυχοι βροτοί




Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού [...]
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη-
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει και με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό•
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη•
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ'αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.


Οδύσσεια, Ραψωδία λ (Νέκυια), μτφ. Δ. Μαρωνίτη



Schevenignen,11/1/2018


Ο παγωμένος αέρας μ' αναζωογονεί (κι ας με πληγώνει) καθώς περπατάω πλάι στον ωκεανό.
Μέρες σαν κι αυτήν, οι τόποι εδώ στις ακτές της Β. Θάλασσας θυμίζουν
τις πύλες του Άδη στους στίχους της Νέκυιας.

Τα σύννεφα κλέβουν φως και χρώματα, θαρρείς κι ο κόσμος ξύπνησε ασπρόμαυρος.
Ελάχιστοι κυκλοφορούν• αραιά και που κάποια σκοτεινή σιλουέτα σκίζει την ομίχλη.

Φτάνω σ'ένα κτίριο που κατεδαφίζεται. Η μπουλντόζα που του λιανίζει τα σωθικά προσφέρει θέαμα ελκυστικό στους περαστικούς. Αμίλητοι παρακολουθούμε τον μηχανικό βραχίωνα να συνθλίβει τοίχους, κολόνες, μπανιέρες και μωσαϊκά που πριν λίγο ήταν ξενοδοχείο.

Με εντυπωσιάζει η διαδικασία, μα

πιο πολύ με εντυπωσιάζει ότι

όλοι εντυπωσιάζονται από αυτή.



Τι μας συγκινεί;

Η δύναμη της μηχανής;


Ή η αλληγορία περί ματαιότητας που εκτυλίσσεται ενώπιον μας;