Sunday, June 26, 2016

Ακούγοντας τον Ποιητή



«...γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι Έλληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στη φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν κι αυτοί επίσης προς το άπειρο;», διερωτήθηκε ο Κώστας Αξελός [1].


Στην ίδια κατεύθυνση μας προτρέπει να στραφούμε ένας κορυφαίος γνώστης και λάτρης της ελληνικής γραμματείας που μάλιστα τυχαίνει να είναι -τι όμορφη ειρωνεία!- εβραϊκής καταγωγής. Στην απολαυστική συλλογή δοκιμίων του Daniel Mendelsohn [2] που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας, δεν περιλαμβάνονται δυστυχώς δύο άρθρα ([3], [4]) που έγραψε με αφορμή τις εθνικές μας περιπέτειες.

Στο πρώτο διαπιστώνει ότι, αντίθετα με τα αγαπημένα στερεότυπα των ΜΜΕ που παρουσιάζουν την ελληνική κρίση σαν αρχαιοελληνικό δράμα (“δρακόντεια μέτρα”, “προκρούστεια πολιτική”, “βγαλμένη από τραγωδία του Ευρυπίδη η σύγκρουση με τους δανειστές” κλπ), η Ελληνιστική περίοδος και το Βυζάντιο προσφέρουν καλύτερο πλαίσιο για να εξεταστεί η νεοελληνική συνθήκη. Ο ποιητικός στοχασμός του Καβάφη -βαθύς γνώστης της Ιστορίας και εμβριθής παρατηρητής της εποχής του- είναι το συνδετικό νήμα που προτείνει.




— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.




Τους στίχους αυτούς από το “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” χρησιμοποιεί ως εισαγωγή στο δεύτερο άρθρο με τίτλο “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” και η Απενεργοποίηση της Κυβέρνησης.

Το ποίημα, γράφει ο D.M, “ξεκινά με ένα κινηματογραφικό πλάνο επικείμενης εθνικής παρακμής. Σε μια τεράστια πλατεία κάποιας πόλης που δεν κατονομάζεται (Ρώμη; Κωνσταντινούπολη; Δεν έχει σημασία γιατί, έτσι κι αλλιώς, αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά παντού), ένα πλήθος έχει συγκεντρωθεί και περιμένει ανήσυχο την άφιξη κάποιων “βαρβάρων” (που επίσης δεν κατονομάζονται). Η κυβέρνηση, όπως δηλώνουν οι αρχικοί στίχοι, έχει τεθεί σε αδράνεια - αν μη τι άλλο γιατί οι ισχυρότεροι άνδρες της χώρας, περιλαμβανομένου του ίδιου του αυτοκράτορα με τους αξιωματούχους του περιφέρονται περιμένοντας του βαρβάρους.”

Και συνεχίζει:

“Ο αυτοκράτορας ετοιμάζεται να προσφέρει μια περγαμηνή με τίτλους πολλούς κι ονόματα στον αρχηγό των βαρβάρων- αν και υποπτευόμαστε ότι ο άξεστος ξένος δε θα νοιαστεί• είναι ξεκάθαρο ότι οι βάρβαροι μπορούν να πάρουν ό,τι θέλουν. Ίσως γι' αυτό οι μόνοι που δεν εκπροσωπούνται στην υποδοχή είναι οι άξιοι ρήτορες που σε όλες τις σημαντικές περιστάσεις έρχονται για να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους. Διαισθανόμαστε ότι έχει ξεπεραστεί το στάδιο της συζήτησης και της αντιπαράθεσης επιχειρημάτων. Έτσι κι αλλιώς, παρατηρεί ο Καβάφης, οι βάρβαροι βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες. Στη σιωπή που ακολουθεί, βλέπουμε μόνο τις δυσάρεστες εικόνες που προηγούνται του φημισμένου απρόσμενου τέλους του ποιήματος: τα πρόσωπα του πλήθους ξαφνικά σοβαρεύουν, οι δρόμοι αδειάζουν, οι πολίτες γυρίζουν στα σπίτια τους συλλογισμένοι.

Γιατί αδειάζει ξαφνικά η πλατεία, γιατί σκορπίζεται το πλήθος; Γιατί ενύκτωσε κι οι Βάρβαροι δεν ήλθαν. Μόνο στους δύο τελευταίους στίχους ο ποιητής αφήνει να ξεπηδήσει η έκπληξη του φινάλε: το πλήθος περίμενε με ανυπομονησία τους βαρβάρους: Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.


Η πολιτισμική εξουθένωση, η πολιτική απραξία, η διεστραμμένη προσδοκία για μια βίαιη κρίση που ίσως άρει το αδιέξοδο και αναζωογονήσει την πολιτεία: αυτά τα τόσο οικεία σε εμάς θέματα ήταν τα αγαπημένα του Καβάφη. Ήταν άλλωστε κάτοικος της Αλεξάνδρειας, μιας πόλης που είχε υπάρξει έμβλημα πολιτισμικής υπεροχής και που είχε καταστεί ασήμαντη όταν γεννήθηκε εκείνος το 1863. Όταν έχεις δει τόση ιστορία να ξετυλίγεται, τόσο μεγαλείο και τόση παρακμή, έχεις πολύ λίγες προσδοκίες από την ιστορία- δηλαδή από την ανθρώπινη φύση και την πολιτική θέληση. Ποίημα το ποίημα, σε στίχους με θέματα από τους αρχαίους μύθους και την αρχαία ιστορία, ο ποιητής απεικόνισε την αναπόφευκτη αποτυχία των καλύτερων προσπαθειών μας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι στίχοι αυτοί από τους “Τρώες”:

Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.



Η μεγαλειώδης υπόσχεση, η άθλια πραγματικότητα: αυτός είναι κατά τον Καβάφη ο αναπόφευκτος κύκλος των ανθρώπινων υποθέσεων. Το ενδιαφέρον με αυτόν τον ποιητή είναι ότι δεν κρίνει. Απλώς οι άνθρωποι έτσι είναι.

Πράγματι ο Καβάφης έτρεφε τεράστια συμπάθεια για τους απλούς ανθρώπους που είναι τα θύματα αυτού του τρομερού κύκλου. Έγραψε ένα καταπληκτικό ποίημα, “Το 31 π.Χ στην Αλεξάνδρεια”, για έναν μικροπωλητή που τυχαίνει να φτάσει στην πόλη λίγο μετά την ναυμαχία του Ακτίου στην οποία ο μελλοντικός αυτοκράτορας Αύγουστος κέρδισε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Προσπαθώντας απλώς να πουλήσει την πραμάτεια του περιφέρεται στην πόλη με το πλήθος να “τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά”. Αδυνατεί να καταλάβει “τι είναι η τρέλα αυτή”• στο τέλος πρέπει να δεχθεί την επίσημη εκδοχή του παλατιού, ότι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα είχαν νικήσει. Το αστείο είναι ότι στην πιο σημαντική στιγμή της ιστορίας τους ο λαός εξαπατάται από μια ηγεσία που ενδιαφέρεται μόνο για την εικόνα της.”


Ας συγχωρέσουν στο σημείο αυτό ο Καβάφης και ο Mendelsohn την ποταπή μου παρέμβαση, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αναφέρω ότι το πρώτο πράγμα που φέρνουν στο νου μου οι παραπάνω σκέψεις είναι αυτή η εικόνα:






Επιστροφή στον Αλεξανδρινό:

“Εκείνους που ο ποιητής κρίνει -και κρίνει σκληρά- είναι οι ηγέτες που αποποιούνται τις ευθύνες τους προς τις αρχές και προς τους λαούς τους. Ο Καβάφης δεν είχε σε καμία υπόληψη εκείνους που από προσωπικό συμφέρον ή αυταρέσκεια οδηγούν τον λαό σε επικίνδυνες αυταπάτες. Σε ένα καυστικό ποίημα του 1915 , “Η Διορία του Νέρωνος”, ο διαβόητος αυτοκράτορας λαμβάνει μια προφητεία που τον προειδοποιεί για την ηλικία των εβδομήντα τριών. Ο τριαντάχρονος Ρωμαίος σκέφτεται αυτάρεσκα ότι “είχε καιρόν ακόμα να χαρεί”- αγνοώντας μακαρίως ότι ένας από τους σπουδαίους στρατηγούς του, που έμελλε να συμμετέχει στο πραξικόπημα που θα τον ανέτρεπε, ήταν εβδομήντα τριών ετών.

Τα θεμελιώδη αμαρτήματα σύμφωνα με την ματιά του Καβάφη στην ιστορία και την πολιτική είναι ο εφησυχασμός, η αυταρέσκεια και μια σολιψιστική ανικανότητα να δει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Εκείνοι που θαύμαζε ήταν οι πολιτικές μορφές που κάνουν το σωστό ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι έχουν μικρές πιθανότητες επιτυχίας: τους μεγάλους “losers” της ιστορίας, αξιολάτρευτους στην άκαρπη αφοσίωση τους στην ηθική συμπεριφορά - ή απλώς αρκετά συνετούς ώστε να γνωρίζουν πότε το παιχνίδι έχει χαθεί. Στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, ένα από τα γνωστότερα ποιήματα (διασκευασμένο από τον Leonard Cohen ως “Alexandra leaving”) σχετικά με το αγαπημένο του πρόσωπο από την ιστορία, ο Καβάφης παροτρύνει τον ηττημένο Ρωμαίο να μην ανωφέλετα θρηνεί για τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες και να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο. Αντίθετα, πρέπει να ακούσει με συγκίνησιν το διερχόμενο πλήθος και να αποχαιρετίσει την πόλη -σύμβολο του αυτοκρατορικού του ονείρου- που χάνεις.


Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο θαυμασμός του ποιητή για τον “απρόθυμο αυτοκράτορα” του Βυζαντίου, τον Ιωάννη Κατακουζηνό (περιπου 1295-1383). Ο Κατακουζηνός, ένας ευγενής που έμπλεξε σε μια πικρή μάχη ισχύος με μια διεφθαρμένη και καταστροφική αντιβασιλέα, υπήρξε αυτοκράτορας για λίγο, αλλά τελικά αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι όπου έγραφε ιστορία για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε ένα ποίημα του 1925 με τίτλο “Από υαλί χρωματιστό” o Καβάφης αφηγείται πως ο αυτοκράτορας και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φορέσουν εμβλήματα φτιαγμένα από γυαλί κατά την στέψη τους γιατί τα αυτοκρατορικά κοσμήματα είχαν ξεπουληθεί από τους άπληστους εχθρούς τους. Όμως για τον ποιητή δεν υπάρχει τίποτα το ντροπιαστικό στα ταπεινά στολίδια, τα οποία φορούσαν σαν σύμβολα τιμής:

“Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των…”



Η ήρεμη αποδοχή και ο ρεαλισμός ήταν για τον ιστορικό ποιητή οι μεγαλύτερες αρετές στην πολιτική ζωή, ιδιαίτερα στις ήττες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τέσσερα ποιήματα σχετικά με τον Κατακουζηνό τα έγραψε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την καταστροφική μικρασιατική εκστρατεία. Ο Καβάφης μπορεί να βυθιζόταν στα ιστορικά του βιβλία διάβαζε όμως και εφημερίδες: οι πολιτικές συνέπειες των προσωπικών και εθνικών αυταπατών ήταν απολύτως πραγματικές για τον ποιητή, που από την γεωγραφική και διανοητική οπτική του σε μια αρχαία πόλη, ήξερε ότι τέτοιες αυταπάτες πληρώνονται με αίμα. Αυτό, βεβαίως, δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια.

Η αδράνεια φυσικά μπορεί να είναι το ίδιο καταστροφική όσο η δράση κατόπιν λανθασμένων συμβουλών. Γι’ αυτόν τον λόγο η άσκοπη αναμονή που ο Καβάφης παρουσιάζει καταπληκτικά στο “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” είναι τόσο κατακριτέα. Το σθένος των ηγετών, η αποτελεσματικότητα της ρητορείας τους, η πολιτική θέληση των πολιτών έχουν τόσο ατροφήσει από την οκνηρία, την πολυτέλεια και τον εφησυχασμό που μόνο σε μια καταστροφή μπορούν να ελπίζουν να ανανεώσει την πολιτεία. Ανάλογα τις πεποιθήσεις του μπορεί κάποιος να μπει στον πειρασμό να αντιστοιχίσει την τωρινή κρίση στους “Βαρβάρους” με πολλούς τρόπους: Είναι οι βάρβαροι οι Δημοκρατικοί ή οι Ρεπουμπλικάνοι;”

Προφανώς τέτοιες αντιστοιχήσεις έρχονται αυτόματα στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη: Είναι οι Βάρβαροι το ένα κόμμα ή το άλλο; Είναι οι ανίκανες ελληνικές κυβερνήσεις ή οι μοχθηροί ξένοι που ευθύνονται για τα δεινά του; Είναι η δημαγωγία των πολιτικών ή η δική του ευπιστία που τον φέρνουν στη θέση του εξαπατημένου;

“Για τον Καβάφη αυτές οι λεπτομέρειες μικρή σημασία έχουν. Το ζήτημα είναι ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν ξανά και ξανά, και πέραν από οτιδήποτε άλλο μπορεί να σημαίνουν, θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία τους χαρακτήρες - μεμονωμένων πολιτικών ή ολόκληρων εθνών. Ειδικά όταν οι βάρβαροι (όποιοι κι αν είναι) βρίσκονται προ των πυλών, όταν η κρίση είναι αναπόφευκτη, είναι τότε που η σωστή δράση είναι η μόνη επιλογή, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας. Ακόμα και στην πολιτική, είναι το ταξίδι που μετράει, όχι ο προορισμός."



Κλείνω όπως ξεκίνησα, με τη σκέψη του Αξελού. Μήπως η αιτία αλλά και το πιο αποκρουστικό πρόσωπο της παρακμής είναι η περιφρόνηση του άπειρου και η αποθέωση του ευτελούς; Ας ακούσουμε επιτέλους τους ποιητές και τους φιλοσόφους μας.



Περιμένοντας τους Bαρβάρους


— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

__

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.




Τρώες


Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.




Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια


Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»

στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.

Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,

ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά.




Η Διορία του Nέρωνος


Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.»
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.

Τώρα στην Pώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως —
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια ...
Των πόλεων της Aχαΐας εσπέρες ...
A των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων ...


Aυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.




Απολείπειν ο θεός Aντώνιον


Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.





Από υαλί χρωματιστό


Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.



Το σύνολο του έργου του Καβάφη υπάρχει εδώ.




[1] Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, Κ. Αξελός, εκδ. Νεφέλη
[2] Περιμένοντας τους Βαρβάρους, Ντ. Μέντελσον, εκδ. Πατάκη
[3] http://www.newyorker.com/magazine/2015/07/27/the-right-poem
[4] http://www.newyorker.com/books/page-turner/waiting-for-the-barbarians-and-the-government-shutdown