Thursday, November 24, 2011

Αναζητώντας το Κέντρο, του Α. Δοξιάδη

Η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων απέναντι στη Κοινωνία έγγυται στο να την οδηγήσουν στην "καθαρή σκέψη", να βοηθήσουν δηλαδή την Κοινή Γνώμη να προσεγγίζει τα ζητήματα που την αφορούν, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, δογματισμούς και εμμονές. Να γίνουν το αντίβαρο στην παραπλανητική γοητεία των εύκολων συνθημάτων και της υπεραπλούστευσης, αναδεικνύοντας τις λεπτές έννοιες και ξεμπλέκοντας το χαοτικό νήμα της πραγματικότητας.

Για μια τόσο δύσκολη συγκυρία σαν την τωρινή, οι επιδόσεις της Διανόησης είναι μάλλον απογοητευτικές. Όμως, υπάρχουν ευχάριστες αξαιρέσεις, που ωφείλουμε να ακούσουμε με προσοχή:

Διάβασα μια ανάλυση και ιστορική αναδρομή του πολιτικού μας συστήματος από τον Απόστολου Δοξιάδη, ο οποίος διατυπώνει την άποψη ότι είναι αναγκαίο να επαναπροσδιοριστεί και να ανασυγκροτηθεί ο χώρος του Κέντρου στο πολιτικό φάσμα. Αν κατά το παρελθόν, μας λέει, το Κέντρο ήταν ο χώρος νηφαλιότητας ανάμεσα στην κομμουνιστική/αριστερή και την δεξιά υστερία, στη σημερινή συνθήκη το Κέντρο θα πρέπει να είναι η όαση ορθολογισμού και ψυχραιμίας ανάμεσα στον λαικισμό του μετώπου ΠΑΣΟΚ/ΝΔ/ΛΑΟΣ και την άρνηση στην οποία αναλώνεται η Αριστερά.

Το πλήρες κείμενο (από το www.koinonikossyndesmos.org)

Ζητείται Επειγόντως: το Κέντρο
23 Νοεμβρίου, 2011 // Συγγρ: Απόστολος Δοξιάδης //
Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ*
Το αδιέξοδο όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χώρα δε μπορεί να ξεπεραστεί, αν δεν αποκτήσει ξανά φωνή, αλλά και πολιτική υπόσταση, ο φυσικός πλειοψηφικός χώρος μιας δημοκρατικής Ελλάδας, το Κέντρο.

Προϋπόθεση για να αποφύγει η Ελλάδα την επερχόμενη καταστροφή είναι να αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα που σημαίνει να συμβεί ένα, ή και τα δύο, από τα παρακάτω: να εξυγιανθούν ριζικά τα μεγάλα κόμματα, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό—φοβάμαι όμως ότι ο βαθμός αυτός ίσως να είναι πολύ μικρός—και να δημιουργηθούν καινούργια, ίσως ενσωματώνοντας και κάποιες από τις υγιέστερες δυνάμεις των παλαιών, που θα επιτρέψουν σε νέους ανθρώπους, με νέο ήθος και πραγματικές ικανότητες, να μπουν στην πολιτική σκηνή. Γιατί μόνο με τα υπάρχοντα κόμματα και το υπάρχον ανθρώπινο υλικό, ως έχει, δε μπορεί να γίνει τίποτε καλό. Καλή ομελέτα με κλούβια αυγά δε φτιάχνεται• παρομοίως, δε γίνεται καλή πολιτική με κακά κόμματα και κακούς πολιτικούς.
Πώς όμως θα αλλάξει το άρρωστο κομματικό σύστημα; Τι είναι αυτό που θα επιτρέψει τις αλλαγές που η συντριπτική πλειοψηφία των σήμερα ενεργών πολιτικών δε θέλει, ή δε μπορεί—ή, συνηθέστερα, και τα δύο—να κάνει; Κατά τη γνώμη μου, για να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι αλλαγές αυτές πρέπει προηγουμένως να εκφραστεί με ισχυρή φωνή ο χώρος που σε κάποιες φάσεις της νεότερης ιστορίας μας αποκαλούνταν, και σωστά, «κεντρώος». Δε μιλώ εδώ για ένα νέο πολιτικό κόμμα ή, σωστότερα, δε μιλώ μόνο για κάτι τέτοιο. Μιλώ για κάτι βασικότερο, την απαραίτητή του προϋπόθεση. Γιατί ο χώρος του Κέντρου δεν ορίζεται πρωτίστως κομματικά, αλλά πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, και για να υπάρξει ένα νέο κόμμα με προοπτική, πρέπει να ξέρουμε, και να ξέρει, ποια είναι η κοινωνική πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατηγορία που εκφράζει.
Ο χώρος του Κέντρου αποτελεί στη σημερινή Ελλάδα προβληματική έννοια. Κάποιοι τον επικαλούνται, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς εννοούν, κάποιοι, όπως ο Διογένης με το φανάρι, τον αποζητούν γύρω τους, εις μάτην, κάποιοι τον αναπολούν με νοσταλγία, άλλοι τον λοιδωρούν, ενώ τέλος μερικοί—κυρίως τα κόμματα εξουσίας, που έχουν κάθε συμφέρον γι’ αυτό—θέλουν να τον υποβαθμίσουν ως αναχρονισμό, μια έννοια ληγμένη. Κι όμως, ο κεντρώος χώρος είναι αυτός που κατοικείται από το μεγαλύτερο αριθμό των πολιτών, που αντιπροσωπεύει δηλαδή τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνίδων και των Ελλήνων, των μέσων, εργατικών, μετριοπαθών, πολιτικά αφανάτιστων πολιτών, χωρίς παρά ταύτα να τολμά να ομολογήσει το όνομά του. Έτσι, το να ξαναορίσουμε το νόημα της έννοιας «Κέντρο», και μέσα από τον ορισμό να της ξαναδώσουμε φωνή, είναι σήμερα πιο απαραίτητο παρά ποτέ.
Μια από τις ιδιομορφίες του πολιτικού Κέντρου είναι ότι ορίζεται πάντα ευκολότερα ως αντίθεση στα άκρα, παρά αυτόνομα, ως το τι είναι το ίδιο—αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ονομασία του. Κι εδώ είναι απαραίτητη μια πρόχειρη ιστορική αναδρομή:
Η έννοια του Κέντρου γίνεται κυριαρχική στην πολιτική ζωή ουσιαστικά μετά τον Εμφύλιο, καθώς στη διάρκειά του, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει χωριστεί σε δύο μόνο παρατάξεις: το ΚΚΕ και τους συμμάχους του από τη μια, και όλους τους άλλους από την άλλη—το Κέντρο ενσωματώνεται φυσικά στη δεύτερη κατηγορία. Στην περίοδο από το τέλος του Εμφυλίου ως την απριλιανή Δικτατορία, το 1967, το Κέντρο ορίζεται μέσω μιας διπλής αντίθεσης: αφ’ ενός από μια Αριστερά που ήταν τότε, πότε περισσότερο-πότε λιγότερο φανερά, ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του Σοβιετικού μπλοκ, χωρίς να αποτάξει, ούτε στην ηπιότερη εκδοχή της, την ΕΔΑ της δεκαετίας του 1960, τον αντιδυτικό χαρακτήρα που αυτή η ένταξη επέβαλλε• και αφ’ ετέρου από μια Δεξιά που τη χαρακτήριζαν η τυφλή προσάρτησή της στο άρμα του Παλατιού, αλλά και ο ιδεολογικού τύπου εθνικισμός και αντικομμουνισμός. Κατοικώντας το μέσο χώρο, το Κέντρο είχε ταυτόχρονα και κάποια σημεία επαφής με τα δύο άκρα που αρνιόταν: με την Αριστερά, το έφερνε κοντύτερα μια λιγότερο συντηρητική πολιτισμική στάση (δημοτικισμός, άρνηση της εθνικιστικής και ακραία αντικομμουνιστικής ρητορικής), καθώς και η επιδίωξη των ίσων ευκαιριών και του κοινωνικού κράτους, ενώ με τη Δεξιά το ένωνε ο φιλοδυτικός προσανατολισμός, και η κοινή πίστη στην αστική δημοκρατία ως αντίθεση του μαρξιστικού ολοκληρωτισμού. Με δυο λόγια, το Κέντρο εκείνα τα χρόνια οριζόταν—έστω και αν δεν το δήλωνε πάντα με αυτούς τους σαφείς όρους—ως ένας πολιτικός χώρος ταυτόχρονα αντι-αριστερός και αντι-δεξιός, ως ταυτόχρονη άρνηση και των δύο άκρων, που όμως αφομοίωνε κάποια μη-ακραία χαρακτηριστικά και των δυο. Αλλά καθώς ο κύριος εκλογικός αντίπαλος του Κέντρου, από το τέλος του Εμφυλίου και ως το 1967, ήταν η Δεξιά, η ταυτότητα του οριζόταν πιο έκδηλα από την αντίθεσή του σε αυτήν, παρά την Αριστερά. (Παρά ταύτα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το προδικτατορικο Κέντρο παρέμεινε επί της ουσίας εξ ίσου αντι-αριστερό όσο και αντι-δεξιό, που τότε σήμαινε, κυρίως, αντικομμουνιστικό.) Τέλος, στο βαθμό που η ταυτότητά του οριζόταν θετικά, και όχι εκ των αντιθέσεών του, το προδικτατορικό Κέντρο ήταν ένας χώρος που αντλούσε τη δύναμή του από την πίστη στη φιλελεύθερη δημοκρατία και την ένταξη στη Δύση.
Τα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας δημιουργήθηκε μια νέα συσπείρωση στις πολιτικές δυνάμεις. Από το τρίδυμο Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά, περάσαμε πάλι σε ένα διχασμό, μόνο που τώρα η κύρια αντίθεση είχε αλλάξει από αυτήν του Εμφυλίου: τότε, ήταν ΚΚΕ/υπόλοιποι• στο διάστημα 1967-74 έγινε χούντα/υπόλοιποι.
Η χούντα, βέβαια, παρά τα άπειρα στραβά της, έβαλε στο δρόμο της τελικής λύσης το πολιτειακό, με την εξορία του Κωνσταντίνου το Δεκέμβριο του 1967, και το δημοψήφισμα κατά της Βασιλείας, το 1973. Έτσι, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τον Ιούλιο του 1974, το πολιτικό τοπίο δε μπορούσε να επανέλθει στο προδικτατορικό, τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Δύο ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν το μεταδικτατορικό τοπίο: οι μεγάλες πρωτοβουλίες του Καραμανλή (νομιμοποίηση του ΚΚΕ και δημοψήφισμα-οριστική επίλυση του πολιτειακού) και η δημιουργία του νέου τύπου κόμματος του Ανδρέα Παπανδρέου, του ΠΑΣΟΚ, ενός «κινήματος» που εκτός των άλλων εξαφάνισε—κι αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο—μέσα σε μια επταετία, ως το 1981, τα κόμματα του πολιτικού Κέντρου.
Με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και την οριστική επίλυση του πολιτειακού, η Δεξιά είχε χάσει τα δύο της βασικά ερείσματα: τον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό και την ταύτιση με το Παλάτι, και ό,τι αυτό συμβόλιζε. Χωρίς αυτά τα δύο, είχε χάσει το λόγο ύπαρξής της, οπότε η Νέα Δημοκρατία έπρεπε να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα, που ενσωμάτωνε σε μεγάλο βαθμό και τους περισσότερους ψηφοφόρους του προδικτατορικού Κέντρου. Όμως, η εξαφάνιση αυτή διόλου δε βόλευε τα σχέδια του Ανδρέα Παπανδρέου, που γι’ αυτό αποφάσισε να αναστήσει την παλιά Δεξιά, ως βολικό αχυράνθρωπο, ώστε να παίξει πιο εύκολα το δικό του πολιτικό παιχνίδι. Αντί όμως για την παραδοσιακή Δεξιά, που ουσιαστικά είχε σβήσει, στερούμενη ερεισμάτων, ο Ανδρέας ανέστησε ως αντίπαλο τη «Δεξιά», δηλαδή μια ουσιαστικά μυθική έννοια, που την έφτιαξε κατά πως τον βόλευε, μια καρικατούρα του παλιού εαυτού της, που τη φόρεσε σιγά σιγά καπέλο στην τότε ανυποψίαστη Νέα Δημοκρατία.
Ο Ανδρέας διαμόρφωσε σαν επιδέξιος ταχυδακτυλουργός το νέο πολιτικό τοπίο, δημιουργώντας εχθρούς και συμμάχους κατά τα γούστα του. Αφ’ ενός, κατάφερε να πλήξει καίρια τη Νέα Δημοκρατία περιορίζοντάς τη, με το δικό του ορισμό, σε κάτι που δεν ήταν, τη Δεξιά παλαιού τύπου. Αυτό το κατάφερε με το πνεύμα που ενσάρκωσε το στρεβλό σύνθημα «ο Λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά». Γιατί φυσικά η Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που επέβαλλε και διεξήγαγε υποδειγματικά το δημοψήφισμα που κατήργησε τη βασιλεία και νομιμοποίησε το ΚΚΕ, δεν ήταν ούτε φιλοβασιλική ούτε ψυχροπολεμικά αντικομμουνιστική. Άρα δεν ήταν και αυτό που «σήμαινε Δεξιά» στα μάτια των Ελληνίδων και των Ελλήνων, δηλαδή αυτό που έλεγε ο Ανδρέας ότι σήμαινε. Όμως ο πολύς κόσμος δεν πίστεψε την αλήθεια, αλλά τον Ανδρέα.
Αφ’ ετέρου, ο μέγας λαοπλάνος κατάφερε καίριο πλήγμα στο χώρο στα αριστερά του, αναγορεύοντας το ΠΑΣΟΚ του κύριο κληρονόμο των παραδόσεών της Αριστεράς, και περιθωριοποιώντας την ίδια με εκείνο το αλήστου μνήμης, ανδρεϊκής επινοήσεως, «λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις». Η υφαρπαγή της ιστορίας της Αριστεράς έγινε με την άλλη μεγάλη πομφόλυγα της δεκαετίας του 1980, τη λεγόμενη «Εθνική Συμφιλίωση», που ενσάρκωσε εμβληματικά η τοποθέτηση του Μάρκου Βαφειάδη ως βουλευτή Επικρατείας. (Η κίνησή του Ανδρέα ήταν φυσικά καθαρά συμβολική, και κενή περιεχομένου, καθώς η εθνική συμφιλίωση είχε επιτευχθεί στην ουσία τον Ιούλιο του 1974, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και του (τότε) ΚΚΕ Εσωτερικού. Τα άλλα ήταν λόγια, παράτες, φιέστες και κενή ρητορεία. )
Με το διπλό χτύπημα των συμβόλων και των συνθημάτων, δεξιά και αριστερά, που διέλυσε τους δυο πολιτικούς αντιπάλους του ΠΑΣΟΚ, αναγορεύοντας τον πρώτο κάτι που δεν ήταν, και παίρνοντας από τον δεύτερο την ιστορία του, το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας υπέστη βίαια αναμόρφωση. Ο κύριος στόχος του Ανδρέα όμως δεν ήταν ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά: ήταν η διάλυση του χώρου του Κέντρου, του μεγάλου πλειοψηφικού χώρου των μετριοπαθών ελληνίδων και ελλήνων πολιτών, που αποτελούσε και την κύρια δεξαμενή υποψήφιων ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Στήνοντάς απέναντί του μια Δεξιά-μπαμπούλα, μια φαντασίωση ενός σχεδόν φασιστικού-απολυταρχικού φάντασματος, ο Ανδρέας όρισε τον εαυτό του, και το ΠΑΣΟΚ του, ως ηγέτη ενός άτυπου λαϊκού Μετώπου, ενός νέου ανένδοτου αγώνα, που βάφτιζε ό,τι δεν ήταν «Δεξιά», δικό του χώρο. Αυτό ήταν το μέγιστο στρατήγημά του, και συνάμα το μεγαλύτερο κακό που έκανε στην ελληνική πολιτική ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας όρισε εξ αρχής τους κανόνες τους πολιτικού παιχνιδιού, με την αντίληψή του για την πολιτική να αποτελεί πλήρη ενσάρκωση της ρήσης του Μιτεράν, ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Έτσι, ο Ανδρέας δεν ήταν μεγάλος πολιτικός αλλά μεγάλος λαοπλάνος, δημαγωγός, πολιτικάντης. Κι αυτό του το «μεγαλείο» η Ελλάδα το πλήρωσε ακριβά, και ίσως να το πληρώσει μελλοντικά ακόμη ακριβότερα.
Γιατί η πολιτική, βέβαια, δεν είναι αυτό που είπε ο Μιτεράν ή, σωστότερα, δεν πρέπει να είναι αυτό, αλλά κάτι άλλο, κάτι πολύ πιο απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων. Η καλή πολιτική δεν είναι η διαχείριση των συμβόλων—αν και είναι, αναγκαία, εν μέρει και αυτό—αλλά των πραγματικών ζητημάτων και προβλημάτων μιας χώρας, διαχείριση που βασίζεται στην παράλληλη ύπαρξη και λειτουργία ενός σωστού κράτους. Η καλή πολιτική συμβαδίζει με το σωστό κράτος που, για να είναι σωστό, δεν πρέπει να εξαρτάται παρά ελάχιστα από την πολιτική: η έκφραση «κρατικός μηχανισμός» δηλώνει ακριβώς ότι, σε μια σωστή δημοκρατία, το κράτος πρέπει να λειτουργεί σωστά, καλοκουρδισμένο ρολόι, ανεξάρτητα των πολιτικών. Αντ’ αυτού, ο Ανδρέας έδωσε στο ελληνικό κράτος το τελευταίο καίριο πλήγμα, διαλύοντάς το εντελώς. Για την ακρίβεια, προχώρησε πολύ παραπέρα στη διάλυσή του από αυτούς που αναθεμάτιζε ως εχθρούς του κράτους, δηλαδή το προχουντικό παρακράτος, και την ίδια τη χούντα-κράτος, κομματικοποιώντας τη δεκαετία του 1980 το κράτος σε βαθμό πρωτόγνωρο. Έπειτα, για να τον ανταγωνιστεί η Νέα Δημοκρατία στα χρόνια που ήταν στην εξουσία, τον μιμήθηκε, παίζοντας και αυτή το ίδιο παιχνίδι. Χωρίς αυτόνομο κράτος, όμως, η πολιτική δεν είχε πλέον θεσμικό αντίβαρο, και έτσι το κράτος μας κατάντησε απεικόνιση των δύο μεγάλων κομμάτων που νέμονται επί τριάντα χρόνια την εξουσία, των παρασυναγωγών και των συνεχνιακών ομάδων που τα διοικούν.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ιδέες και οι αρχές ουσιαστικά καταργήθηκαν, εξορίστηκαν από το μεγαλύτερο μέρος του κομματικού φάσματος—χώρια η περί του αντιθέτου φανφαρόνικες ρητορείες—μαζί και η έννοια των μεγάλων κομμάτων ως έκφρασης ουσιαστικών, συνεκτικών κοινωνικών σχηματισμών. Κι έτσι, αντί για το προδικτατορικό τρίδυμο Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά, που είχε σίγουρα πολιτικό-κοινωνικό υπόβαθρο, η μεταπολιτευτική ζωή ορίστηκε από δύο κόμματα αποψιλωμένα από κάθε ουσιαστικό κοινωνικό περιεχόμενο, δηλαδή δυο κόμματα που με τον καιρό καταντούσαν ολοένα και περισσότερο απλές «φίρμες» (brands), με την αντίθεσή τους να έχει όσο ιδεολογικό περιεχόμενο όσο του Παναθηναϊκού με τον Ολυμπιακό. Το να είσαι Πασοκτζής ή Νεοδημοκράτης, έπαψε με τα χρόνια να σημαίνει το οτιδήποτε, από το ότι φοράς πράσινη ή γαλάσια φανέλα, και να νέμεσαι—αν ήσουν οργανωμένος οπαδός—τα προνόμια της ένταξής σου. Καθώς όμως στους ψηφοφόρους των δυο αυτών κομμάτων ανήκαν και όλοι όσοι θα μπορούσαν να ανήκουν στο μεσαίο κοινωνικό χώρο, αυτή η ισοπέδωσή τους κάτω από τις κενές «φίρμες» έπνιξε και κάθε δυνατότητα έκφρασής του Κέντρου.
Πιστεύω ότι όπως η μεταδικτατορική ισοπέδωση του ελληνικού πολιτικού τοπίου από τον Πασοκικής και Νεοδημοκρατικής υφής λαϊκισμό—και τα δύο εντέλει πνευματικά παιδιά του Ανδρέα Παπανδρέου—είχε κύριο θύμα της το Κέντρο, η ανασύστασή του Κέντρου, ως ουσιαστική έκφραση του μεγαλύτερου, παραγωγικότερου, και θετικότερου τμήματος της κοινωνίας, είναι ο εξ ων ουκ άνευ όρος της ανασυγκρότησης της πολιτικής μας ζωής πάνω σε μια βάση χρήσιμη για τον τόπο.
Το νέο αυτό Κέντρο, αναγκαστικά πρέπει να ορισθεί και αρνητικά, όπως πάντα ταιριάζει στο Κέντρο, αλλά και θετικά, όπως απαιτείται από ένα χώρο που πρέπει να οδηγήσει τη χώρα προς τη σωτηρία.
Αρνητικά, το Κέντρο σήμερα πρέπει να ορισθεί και πάλι ως αντίθεση στα δυο άκρα που απειλούν τη Δημοκρατία: το ένα παραμένει, όπως και παλιά, μια Αριστερά που δεν έχει αποκηρύξει το όραμα του ολοκληρωτισμού (έστω και αν η ίδια το βαφτίζει «ιδανική κοινωνία»), μια Αριστερά που αμφισβητεί ευθέως τη δημοκρατία μας, με λόγια (σαφέστατες διακηρύξεις) και έργα (έκνομες ενέργειες κατά της ασφάλειας και της ειρήνης των πολιτών και της εύρυθμης λειτουργίας του κράτους και της καθημερινότητάς μας). Το άλλο άκρο όμως δεν είναι ο Ανδρεοπαπανδρεϊκής επινοήσεως βρυκόλακας «Δεξιά», αλλά ο λαϊκισμός, που απαντιέται σε όλο το εύρος των μη-αριστερών κομμάτων, δηλαδή ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ. Γιατί και στα τρία υπάρχουν πολιτικές τάσεις, αλλά και πολιτικοί, βουλευτές, πολιτευτές και ενεργά μέλη, που συναντιώνται στην ακραία λαϊκίστικη στάση τους, μια στάση ουσιαστικά αντι-ευρωπαϊκή, παρανοϊκά μισαλλόδοξη, που αναζητεί τον πατριωτισμό στην ψωροπερήφανη απομόνωση και κολακεύει τους ψηφοφόρους, αντιτάσσοντας στο παμπάλαιο σύμπλεγμα κατωτερότητας του νεοέλληνα, που η Κρίση το έχει διογκώσει υπερβολικά, το ψέμα μιας άνευ αποδείξεων ανωτερότητας, σε μια νέα παραλλαγή του «όσα δε φτάνει η αλεπού». Αν το καλοσκεφτούμε, οι ακραίοι λαϊκιστές του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του ΛΑΟΣ, τα βρίσκουνε μια χαρά μεταξύ τους: αν πετούσαν τις κομματικές τους φανέλες, θα μπορούσαν όλοι κάλλιστα να ανήκουν στα γραφικά γκρουπούσκουλα, τη «Σπίθα» ή το «Άρμα Πολιτών». Αυτά όμως είναι γραφικά μόνο επειδή είναι μικρά. Ενώ, αντίθετα, το κύριο σώμα και η έκφραση του λαϊκισμού, που κρατά δέσμια το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ στον παλιό, χειρότερο εαυτό τους, και καθορίζει ολοκληρωτικά το ΛΑΟΣ, δεν είναι διόλου γραφικό, γιατί έχει όγκο, μέγεθος, και απειλή να συμπαρασύρει τη χώρα στο δικό του ολέθριο δρόμο.
Όμως το νέο Κέντρο πρέπει να ορισθεί και θετικά, ως αυτό που πραγματικά είναι: η φωνή της πλειοψηφίας των Ελληνίδων και των Ελλήνων πολιτών που είναι σαφής στο θετικό όραμα που αποζητά για τον τόπο, δηλαδή το όραμα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας ευρωπαϊκού τύπου, με σύγχρονο κράτος δικαίου, με ευνομία, ισονομία και σωστή λειτουργία των θεσμών. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου το κράτος υπηρετεί τους πολίτες, και το Δημόσιο Συμφέρον, και δεν είναι ούτε όργανο των κομμάτων—όπως το κατάντησε η κομματοκρατία των δύο μεγάλων κομμάτων—ούτε μπαμπούλας ολοκληρωτικού τύπου, που εξουσιάζει τις ζωές των πολιτών, όπως το ονειρεύεται η Αριστερά. Το όραμα μιας Ελλάδας όπου η πολιτική και το κράτος υπηρετούν τους πολίτες που αγαπούν τον τόπο τους και θέλουν να ζουν εδώ ειρηνικά και δημιουργικά.
Το νέο αυτό Κέντρο πρέπει να στελεχωθεί από νέους ανθρώπους—νέους στην πολιτική αλλά και, νομίζω, ως επί το πλείστον σχετικά νέους ηλικιακά—που μπορούν με συνέπεια λόγου, πράξης και προσωπικού ιστορικού να εκφράσουν την ουσία του, τη μετριοπάθεια στην πολιτική, και τη στήριξη της δημιουργικότητας στην καθημερινή ζωή, αυτά δηλαδή που είναι το αιτούμενο όλων των καλών πολιτών.
Κάθε εθνική κρίση, κυρίως αν είναι οικονομική, ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα, που τα προσεγγίζουν μέσα στην απελπισία του, γιατί τα άκρα πάντα ψεύδονται, συνειδητά ή ασυνείδητα, προσφέροντας την εύκολη ρητορική των απατηλών υποσχέσεων, αντί τη δύσκολη ουσία, που απαιτεί η πραγματικότητα. Η δική μας Κρίση δεν είναι διαφορετική και το βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις: τα άκρα ανεβαίνουν, όχι μόνο η Αριστερά, ο ΛΑΟΣ και τα ακροδεξιά μορφώματα, αλλά—ακόμη πιο επικίνδυνα—οι ακραία λαϊκίστικες τάσεις στα δυο μεγάλα (για πόσο ακόμη;) κόμματα. Αν αυτό συνεχισθεί, αν δεν υπάρξει αντίδραση, ο τόπος θα διαλυθεί από τις φυγόκεντρες δυνάμεις των άκρων, ο κοινωνικός ιστός θα διαλυθεί. Η οικονομία θα τσακιστεί, και η Ελλάδα δε θα αντέξει, θα απομονωθεί πολιτικά από τη Δύση και θα γίνει χώρα του Τρίτου Κόσμου, ξανά «ψωροκώσταινα», το υποψήφιο θύμα του κάθε αυριανού ολιγάρχη, μαφιόζου ή δικτάτορα.
Για να αποφευχθεί η διάλυση στην οποία μας τραβούν ολοταχώς, από δυο μεριές, τα άκρα, εντός και εκτός μεγάλων κομμάτων, πρέπει να αποκτήσουμε πάλι Κέντρο. Το σάπιο κομματικό σύστημα θα διαλυθεί για να ανασυντεθεί υγιώς μόνο αν ο κεντρώος χώρος ξανα-αποκτήσει έκφραση, αυτοσυνειδησία και φωνή.
Μόνο ένα νέο, ισχυρό Κέντρο μπορεί να σώσει τη χώρα από την καταστροφή.
* Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας. Είναι ιδρυτικό μέλος του Κοινωνικού Συνδέσμου.

Thursday, November 17, 2011

Paris report

Άφιξη στο Gare du Nord. Δυσάρεστη έκπληξη, ψυχρή υποδοχή, η πανταχού παρούσα διαφήμιση του τρέχοντος τεύχους του περιοδικού Le Point, αφιερωμένο στα Μεγάλα Σφάλματα της Ιστορίας (της γαλλικής υποθέτω):
1.Είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ,
2.Συνθήκη των Βερσαλλιών,
3.Γραμμή Μαζινώ,
4. ...

Η περιέργεια ξεπέρασε την οργή και αγόρασα το περιοδικό. Έχει στοιχεία, αδιάσειστα πιθανόν, - η διαφάνεια και η βιομηχανία της Ελλάδας είναι συγκρίσιμες μόνο με χωρών του Τρίτου Κόσμου. Αν αυτά τα ομαδόν πυρά δεν είναι αποτέλεσμα της (δικαιολογημένης) οργής τους για την απροσμέτρητη ανοησία των προσφάτων κυβερνήσεων μας, τότε υποπτεύομαι ότι προετοιμάζουν την ευρωπαική κοινή γνώμη για τον εξωστρακισμό της Ελλάδας. Σκέφτομαι: οι Ευρωπαίοι κραδαίνουν τα λεκτικά χατζάρια τους, και ανησυχώ: πότε θα αρχίσουν να ακονίζουν τα ατσαλένια;

Ξεκίνησα τις μοναχικές μου βόλτες στις γκαλερί. Οι δουλειές μοιάζουν να πηγαίνουν καλά και η τέχνη της Φωτογραφίας δείχνει στα πάνω της. Οι άγνωστοι, πλην υποσχόμενοι(;), ζητάνε 3,4, 5 χιλιάρικα για μια φωτογραφία, οι καταξιωμένοι 25, 30, και βάλε. Εκείνοι τα ζητούν και φαίνεται ότι αρκετοί τους τα δίνουν. Χαίρομαι για τους καλλιτέχνες.

Και η αγορά ακινήτων ακμάζει, μου είπαν. 10.000 ευρώ το τετραγωνικό είναι η μέση τιμή για σπίτι στο Παρίσι. "Όποιος αγόρασε ένα μέτριο διαμέρισμα με 300.000 πριν 4-5 χρόνια, μπορεί τώρα να το πουλήσει για 1 εκατομμύριο. Η αποδοτικότερη δουλειά εδώ, είναι να αγοράσεις ένα διαμέρισμα, να κοιμάσαι σε αυτό και να περιμένεις", μου εξήγησε ένας καλός, παριζιάνος φίλος.

Υπάρχουν, όμως, και οι άλλοι, εκείνοι που δεν μπορούν να αγοράσουν διαμερίσματα, ούτε και να νοικιάσουν. Όταν πέφτει το σκοτάδι, στρώνουν τα κουρέλια τους στα πεζοδρόμια, υψώνουν τα χάρτινα τείχη τους στις βιτρίνες των καταστημάτων και η πόλη μετατρέπεται σε εφήμερη φαβέλα. Το πρωί όλα θα έχουν μαζευτεί, τα βρωμερά στρωσίδια θα έχουν στιβαχτεί στους τηλεφωνικούς θαλάμους (η μόνη τους χρησιμότητα:όσοι μπορούν να τηλεφωνήσουν έχουν smartphones), η αγορά θα ξεκινήσει την ημέρα της και οι Άθλιοι του Παρισιού θα ξαμολυθούν για ελεημοσύνη. Τόσους άστεγους και ζητιάνους δεν έχω δει πουθενά στον κόσμο!

Παρηγορούμαι, ο κακεντρεχής: Το ιστορικό τους λάθος δεν είναι ότι δέχθηκαν την Ελλάδα στο ευρώ, αλλά ότι δεν βλέπουν την δική τους Πτώση. Ίσως το καταλάβουν την επόμενη φορά που η οργή ξεχειλίσει ξανά από τα παριζιάνικα γκέτο.

Besa, you know...

Μόνο ένας δεινός ρήτορας και τετραπέρατος πολιτικός σαν τον Καρατζαφέρη θα μπορούσε να συνδιάσει τέτοιο οξύ σαρκασμό μαζί με ευφυή αυτοσαρκασμό σε λίγες κουβέντες. Είπε: δεν χρειάζεται οι Έλληνες πολιτικοί να υπογράψουν καμία συμφωνία γιατί έχουν "μπέσα" [εδώ προφανώς εκδικείται, με το αιχμηρό του χιούμορ, τους Ευρωπαίους για τα καψώνια που μας κάνουν, μετά τα τόσα χρόνια "μούφας" που τους φλόμωναν οι μπεσαλήδες Έλληνες πολιτικοί]. Και συνεχίσε: οι Eυρωπαίοι δεν καταλαβαίνουν από αυτά γιατί μόνο η ελληνική γλώσσα διαθέτει στο πλούσιο λεξιλόγιο της την "μπέσα". [Εδώ ο θεματοφύλακας της καθαρότηττας της φυλής και του πολιτισμού της, αναγάγει τον αυτοσαρκασμό σε τέχνη, χρησιμοποιώντας μια αλβανικής προέλευσης λέξη (ναι, την γλώσσα των αγαπημένων του Αλβανών!) για να υπογραμμίσει το ηθικό μεγαλείο της αφεντιάς του, του Σαμαρά, του Γιωργάκη και των προκατόχων τους]
Χέρι-χέρι...

Tuesday, November 8, 2011

Ιστορική συνέπεια

Ένα απόσπασμα από άρθρο του Μάριου Πλωρίτη στο "Βήμα", το 1998:

"ΔΕΝ περνάει φεγγάρι όπου να μην επιβεβαιώνεται πως είμαστε πλασμένοι κατ' εικόνα και ομοίωσιν των ευκλεών προγόνων μας! Το κακό, βέβαια, είναι πως, απ' τα τόσα περικαλλή γνωρίσματά τους, εμείς κληρονομήσαμε, όχι τα ευειδή και ωραία αλλά τα άσκημα και δυσειδή. Ετσι ή αλλιώς, όμως, τα καμώματά μας μοιάζουν τόσο με τα δικά τους, που μόνο κακόβουλοι μπορούν ν' αρνηθούν ότι μέσα στο νεοελληνικό κορμί μας κυκλοφορούν τα χρωμοσώματα εκείνων.
ΤΗΝ ΩΡΑ λ.χ. που μας απειλεί η Ανατολή και η Δύση κωφεύει, την ώρα που μας ανεμοδέρνουν πολλαπλές κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις, εμείς τι κάνουμε; Ερίζουμε για φληναφήματα! Ερίζουν τα κόμματα μεταξύ τους και οι κομματικοί συναμετάξυ τους. Ερίζουν ο υπερεθνικιστές με τους «εθνικούς μειοδότες». Ερίζουν οι «φιλοευρωπαίοι» με τους αντιευρωπαϊστές. Ερίζουν οι οικονομικά προνομιούχοι με τους «προνομιούχους» εργασιακά. Ερίζουν οι εκσυγχρονιστές με τους «προεδρικούς». Ερίζουν οι πάντες για τα πάντα...

Πώς, λοιπόν, να μην αναγνωρίζουμε σ' αυτή την εριδο-μανία μας, τα σουσούμια της εριδο-μάστιγας που κατάτρωγε, στους τελευταίους του αιώνες, το προγονικό μας Βυζάντιο;
ΚΑΙ τω καιρώ εκείνω, ο μέγας κίνδυνος κάλπαζε απ' την Ανατολή, οι Τούρκοι, βέβαια, που καταβρόχθιζαν μια-μια τις βυζαντινές επαρχίες στη Μικρασία και στα Βαλκάνια. Απ' την άλλη, η Δύση (που είχε ήδη αποκαλύψει το απαίσιο ιμπεριαλιστικό πρόσωπό της με την άλωση και τη λεηλασία της Πόλης το 1204 και την κατάκτηση τόσων ελληνικών περιοχών) δεν έπαυε να εποφθαλμιά τα τελευταία απομεινάρια της άλλοτε κραταιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, όλο θέριευε ο οικονομικός ιμπεριαλισμός της, με πρωτολάτες τους βενετσιάνους και γενοβέζους εμπόρους (τις «πολυεθνικές» της εποχής), που οι ίδιοι οι βυζαντινοί αυτοκράτορες τους είχαν παραχωρήσει πλήθος προνόμια (να οι «προνομιούχοι», πάλι!), δίνοντάς τους την ευκαιρία ν' απομυζούν τις στερνές ικμάδες της βυζαντινής οικονομίας.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, στα ίδια τα σπλάχνα του κράτους κορυβαντιούσαν η διαφθορά των ηθών και της διοίκησης, η αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, η απληστία και η αρπακτικότητα των υπαλλήλων του... Διόλου περίεργο, λοιπόν, που οι βυζαντινοί πληθυσμοί είχαν βυθισθεί σε απόγνωση, και είτε παραδίνονταν σε αδιαφορία για τα κοινά, είτε ξεσηκώνονταν κατά του ανίκανου, έωλου και άδικου κράτους. Για πρώτη φορά στη βυζαντινή ιστορία σημειώνονταν απανωτές λαϊκές εξεγέρσεις, με «αιτήματα» κοινωνικά και οικονομικά (και με απεργίες, βέβαια). Κορυφαία εκδήλωση αυτών των «ανταρσιών», το κίνημα των «ζηλωτών» της Θεσσαλονίκης (1342-49), των πληβείων που στράφηκαν βίαια κι αιματηρά κατά των «δυνατών» (των μεγάλων και προνομιούχων πάλι!), κι εγκαταστήσανε δική τους λαϊκή κυβέρνηση, γι' αυτό και χαρακτηρίσθηκαν αργότερα «κομμούνα της Θεσσαλονίκης»
ΚΙ ΟΜΩΣ, στις τραγικές εκείνες ώρες, οι Βυζαντινοί ερίζανε, καλή ώρα! Ερίζανε ακατάσχετα για την Ενωση της Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία (άλλη Ενωση, τότε).
Είχαν επιτακτική ανάγκη, φυσικά, τη στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη της Δύσης, για ν' αποκρούσουν τον οθωμανό επιδρομέα. Αλλα χωρίστηκαν σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, που αλληλομάχονταν λυσσαλέα. Οχι μόνο επειδή οι δεύτεροι δεν ξεχνούσαν την εγκληματική συμπεριφορά των Σταυροφόρων και φραγκοκρατών. Οχι μόνο επειδή δυσφορούσαν, δίκαια, για την άλλη λεηλασία της χώρας απ' τους ιταλούς εμπόρους. Οχι. Ερίζανε για την εκκλησιαστική πρωτοκαθεδρία που διεκδικούσε το Βατικανό... ερίζανε για το Σύμβολο πίστεως (το περιβόητο Filioque, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο από τον Πατέρα αλλά και από τον Υιό, που υποστήριζαν οι λατίνοι και αρνιούνταν οι ορθόδοξοι)...

Και ενώ έβλεπαν τα οσμανλίδικα φουσάτα να πετσοκόβουν τον άλλοτε «ένδοξο Βυζαντινισμό» και να φτάνουν στις παρυφές της Πόλης, εκείνοι διαδήλωναν πως ο μεγαλύτερος εχθρός τους δεν ήταν οι Τούρκοι αλλά οι Λατίνοι.

ΔΕΝ ΠΑΡΟΜΟΙΑΖΩ, φυσικά, την απελπιστική κατάσταση του μελλοθάνατου Βυζαντίου με τη τη σημερινή δική μας (γιατί όχι;). Οι καιροί άλλαξαν, η Ελλάδα δεν ψυχορραγεί (που να 'ξερες Μάριε τι ερχόταν...)
Πόσα, όμως, χαρακτηριστικά του παρακμασμένου Βυζαντίου δεν επιζούν στη νεοελληνική «κληρονόμο» του; Είναι καλύτερα τα «ήθη» μας, η διοίκησή μας, η αρπακτικότητα τόσων και τόσων κρατούντων; Είναι μικρότερες οι πολιτικές και κομματικές γατο-μυομαχίες για θέματα μηδαμινά ή πλαστά, και η μυωπία μας μπρος στα αληθινά προβλήματα, κοινωνικά, οικονομικά, εθνικά; Πόσο διαφέρουν απ' τις βυζαντινές βαττολογίες οι τωρινές εθνικιστικές υστερίες εκείνων που κατακεραυνώνουν κάθε ψύχραιμη αντιμετώπιση των προβλημάτων και πλειοδοτούν σε μαξιμαλισμούς και αδιαλλαξίες;
Η ζημιά που κάνουν δεν είναι αμελητέα (κάθε άλλο!). Δεν λέω πως οδηγεί σε άλλην Αλωση (είσαι βέβαιος;). Υπάρχουν, ωστόσο και «μικρές αλώσεις», που ισχναίνουν την ήδη λιπόσαρκη χώρα μας και ναρκοθετούν τις προσπάθειες για κάποιες λογικές, δίκαιες αντετωπίσεις των θεμάτων."

Έστω και αν απλώς παπαγαλίζουμε την Ιστορία μας, χωρίς πραγματικά να την διδασκόμαστε - ή ίσως ακριβώς για αυτό- η ιστορική μας συνέπεια και η προσήλωση στις αυτοκαταστροφικές μας συνήθειες είναι εντυπωσιακές! Αντίθετα οι αρετές των προγόνων μας θάβονται αμετάκλητα στη λήθη.