Showing posts with label Poetry. Show all posts
Showing posts with label Poetry. Show all posts
Sunday, June 26, 2016
Ακούγοντας τον Ποιητή
«...γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι Έλληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στη φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν κι αυτοί επίσης προς το άπειρο;», διερωτήθηκε ο Κώστας Αξελός [1].
Στην ίδια κατεύθυνση μας προτρέπει να στραφούμε ένας κορυφαίος γνώστης και λάτρης της ελληνικής γραμματείας που μάλιστα τυχαίνει να είναι -τι όμορφη ειρωνεία!- εβραϊκής καταγωγής. Στην απολαυστική συλλογή δοκιμίων του Daniel Mendelsohn [2] που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας, δεν περιλαμβάνονται δυστυχώς δύο άρθρα ([3], [4]) που έγραψε με αφορμή τις εθνικές μας περιπέτειες.
Στο πρώτο διαπιστώνει ότι, αντίθετα με τα αγαπημένα στερεότυπα των ΜΜΕ που παρουσιάζουν την ελληνική κρίση σαν αρχαιοελληνικό δράμα (“δρακόντεια μέτρα”, “προκρούστεια πολιτική”, “βγαλμένη από τραγωδία του Ευρυπίδη η σύγκρουση με τους δανειστές” κλπ), η Ελληνιστική περίοδος και το Βυζάντιο προσφέρουν καλύτερο πλαίσιο για να εξεταστεί η νεοελληνική συνθήκη. Ο ποιητικός στοχασμός του Καβάφη -βαθύς γνώστης της Ιστορίας και εμβριθής παρατηρητής της εποχής του- είναι το συνδετικό νήμα που προτείνει.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Τους στίχους αυτούς από το “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” χρησιμοποιεί ως εισαγωγή στο δεύτερο άρθρο με τίτλο “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” και η Απενεργοποίηση της Κυβέρνησης.
Το ποίημα, γράφει ο D.M, “ξεκινά με ένα κινηματογραφικό πλάνο επικείμενης εθνικής παρακμής. Σε μια τεράστια πλατεία κάποιας πόλης που δεν κατονομάζεται (Ρώμη; Κωνσταντινούπολη; Δεν έχει σημασία γιατί, έτσι κι αλλιώς, αυτό συμβαίνει ξανά και ξανά παντού), ένα πλήθος έχει συγκεντρωθεί και περιμένει ανήσυχο την άφιξη κάποιων “βαρβάρων” (που επίσης δεν κατονομάζονται). Η κυβέρνηση, όπως δηλώνουν οι αρχικοί στίχοι, έχει τεθεί σε αδράνεια - αν μη τι άλλο γιατί οι ισχυρότεροι άνδρες της χώρας, περιλαμβανομένου του ίδιου του αυτοκράτορα με τους αξιωματούχους του περιφέρονται περιμένοντας του βαρβάρους.”
Και συνεχίζει:
“Ο αυτοκράτορας ετοιμάζεται να προσφέρει μια περγαμηνή με τίτλους πολλούς κι ονόματα στον αρχηγό των βαρβάρων- αν και υποπτευόμαστε ότι ο άξεστος ξένος δε θα νοιαστεί• είναι ξεκάθαρο ότι οι βάρβαροι μπορούν να πάρουν ό,τι θέλουν. Ίσως γι' αυτό οι μόνοι που δεν εκπροσωπούνται στην υποδοχή είναι οι άξιοι ρήτορες που σε όλες τις σημαντικές περιστάσεις έρχονται για να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους. Διαισθανόμαστε ότι έχει ξεπεραστεί το στάδιο της συζήτησης και της αντιπαράθεσης επιχειρημάτων. Έτσι κι αλλιώς, παρατηρεί ο Καβάφης, οι βάρβαροι βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες. Στη σιωπή που ακολουθεί, βλέπουμε μόνο τις δυσάρεστες εικόνες που προηγούνται του φημισμένου απρόσμενου τέλους του ποιήματος: τα πρόσωπα του πλήθους ξαφνικά σοβαρεύουν, οι δρόμοι αδειάζουν, οι πολίτες γυρίζουν στα σπίτια τους συλλογισμένοι.
Γιατί αδειάζει ξαφνικά η πλατεία, γιατί σκορπίζεται το πλήθος; Γιατί ενύκτωσε κι οι Βάρβαροι δεν ήλθαν. Μόνο στους δύο τελευταίους στίχους ο ποιητής αφήνει να ξεπηδήσει η έκπληξη του φινάλε: το πλήθος περίμενε με ανυπομονησία τους βαρβάρους: Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Η πολιτισμική εξουθένωση, η πολιτική απραξία, η διεστραμμένη προσδοκία για μια βίαιη κρίση που ίσως άρει το αδιέξοδο και αναζωογονήσει την πολιτεία: αυτά τα τόσο οικεία σε εμάς θέματα ήταν τα αγαπημένα του Καβάφη. Ήταν άλλωστε κάτοικος της Αλεξάνδρειας, μιας πόλης που είχε υπάρξει έμβλημα πολιτισμικής υπεροχής και που είχε καταστεί ασήμαντη όταν γεννήθηκε εκείνος το 1863. Όταν έχεις δει τόση ιστορία να ξετυλίγεται, τόσο μεγαλείο και τόση παρακμή, έχεις πολύ λίγες προσδοκίες από την ιστορία- δηλαδή από την ανθρώπινη φύση και την πολιτική θέληση. Ποίημα το ποίημα, σε στίχους με θέματα από τους αρχαίους μύθους και την αρχαία ιστορία, ο ποιητής απεικόνισε την αναπόφευκτη αποτυχία των καλύτερων προσπαθειών μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι στίχοι αυτοί από τους “Τρώες”:
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Η μεγαλειώδης υπόσχεση, η άθλια πραγματικότητα: αυτός είναι κατά τον Καβάφη ο αναπόφευκτος κύκλος των ανθρώπινων υποθέσεων. Το ενδιαφέρον με αυτόν τον ποιητή είναι ότι δεν κρίνει. Απλώς οι άνθρωποι έτσι είναι.
Πράγματι ο Καβάφης έτρεφε τεράστια συμπάθεια για τους απλούς ανθρώπους που είναι τα θύματα αυτού του τρομερού κύκλου. Έγραψε ένα καταπληκτικό ποίημα, “Το 31 π.Χ στην Αλεξάνδρεια”, για έναν μικροπωλητή που τυχαίνει να φτάσει στην πόλη λίγο μετά την ναυμαχία του Ακτίου στην οποία ο μελλοντικός αυτοκράτορας Αύγουστος κέρδισε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Προσπαθώντας απλώς να πουλήσει την πραμάτεια του περιφέρεται στην πόλη με το πλήθος να “τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά”. Αδυνατεί να καταλάβει “τι είναι η τρέλα αυτή”• στο τέλος πρέπει να δεχθεί την επίσημη εκδοχή του παλατιού, ότι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα είχαν νικήσει. Το αστείο είναι ότι στην πιο σημαντική στιγμή της ιστορίας τους ο λαός εξαπατάται από μια ηγεσία που ενδιαφέρεται μόνο για την εικόνα της.”
Ας συγχωρέσουν στο σημείο αυτό ο Καβάφης και ο Mendelsohn την ποταπή μου παρέμβαση, αλλά δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να αναφέρω ότι το πρώτο πράγμα που φέρνουν στο νου μου οι παραπάνω σκέψεις είναι αυτή η εικόνα:
Επιστροφή στον Αλεξανδρινό:
“Εκείνους που ο ποιητής κρίνει -και κρίνει σκληρά- είναι οι ηγέτες που αποποιούνται τις ευθύνες τους προς τις αρχές και προς τους λαούς τους. Ο Καβάφης δεν είχε σε καμία υπόληψη εκείνους που από προσωπικό συμφέρον ή αυταρέσκεια οδηγούν τον λαό σε επικίνδυνες αυταπάτες. Σε ένα καυστικό ποίημα του 1915 , “Η Διορία του Νέρωνος”, ο διαβόητος αυτοκράτορας λαμβάνει μια προφητεία που τον προειδοποιεί για την ηλικία των εβδομήντα τριών. Ο τριαντάχρονος Ρωμαίος σκέφτεται αυτάρεσκα ότι “είχε καιρόν ακόμα να χαρεί”- αγνοώντας μακαρίως ότι ένας από τους σπουδαίους στρατηγούς του, που έμελλε να συμμετέχει στο πραξικόπημα που θα τον ανέτρεπε, ήταν εβδομήντα τριών ετών.
Τα θεμελιώδη αμαρτήματα σύμφωνα με την ματιά του Καβάφη στην ιστορία και την πολιτική είναι ο εφησυχασμός, η αυταρέσκεια και μια σολιψιστική ανικανότητα να δει κανείς τη μεγάλη εικόνα. Εκείνοι που θαύμαζε ήταν οι πολιτικές μορφές που κάνουν το σωστό ακόμα κι αν γνωρίζουν ότι έχουν μικρές πιθανότητες επιτυχίας: τους μεγάλους “losers” της ιστορίας, αξιολάτρευτους στην άκαρπη αφοσίωση τους στην ηθική συμπεριφορά - ή απλώς αρκετά συνετούς ώστε να γνωρίζουν πότε το παιχνίδι έχει χαθεί. Στο “Απολείπειν ο θεός Αντώνιον”, ένα από τα γνωστότερα ποιήματα (διασκευασμένο από τον Leonard Cohen ως “Alexandra leaving”) σχετικά με το αγαπημένο του πρόσωπο από την ιστορία, ο Καβάφης παροτρύνει τον ηττημένο Ρωμαίο να μην ανωφέλετα θρηνεί για τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες και να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο. Αντίθετα, πρέπει να ακούσει με συγκίνησιν το διερχόμενο πλήθος και να αποχαιρετίσει την πόλη -σύμβολο του αυτοκρατορικού του ονείρου- που χάνεις.
Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο θαυμασμός του ποιητή για τον “απρόθυμο αυτοκράτορα” του Βυζαντίου, τον Ιωάννη Κατακουζηνό (περιπου 1295-1383). Ο Κατακουζηνός, ένας ευγενής που έμπλεξε σε μια πικρή μάχη ισχύος με μια διεφθαρμένη και καταστροφική αντιβασιλέα, υπήρξε αυτοκράτορας για λίγο, αλλά τελικά αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι όπου έγραφε ιστορία για το υπόλοιπο της ζωής του. Σε ένα ποίημα του 1925 με τίτλο “Από υαλί χρωματιστό” o Καβάφης αφηγείται πως ο αυτοκράτορας και η γυναίκα του αναγκάστηκαν να φορέσουν εμβλήματα φτιαγμένα από γυαλί κατά την στέψη τους γιατί τα αυτοκρατορικά κοσμήματα είχαν ξεπουληθεί από τους άπληστους εχθρούς τους. Όμως για τον ποιητή δεν υπάρχει τίποτα το ντροπιαστικό στα ταπεινά στολίδια, τα οποία φορούσαν σαν σύμβολα τιμής:
“Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των…”
Η ήρεμη αποδοχή και ο ρεαλισμός ήταν για τον ιστορικό ποιητή οι μεγαλύτερες αρετές στην πολιτική ζωή, ιδιαίτερα στις ήττες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τέσσερα ποιήματα σχετικά με τον Κατακουζηνό τα έγραψε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920, κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά την καταστροφική μικρασιατική εκστρατεία. Ο Καβάφης μπορεί να βυθιζόταν στα ιστορικά του βιβλία διάβαζε όμως και εφημερίδες: οι πολιτικές συνέπειες των προσωπικών και εθνικών αυταπατών ήταν απολύτως πραγματικές για τον ποιητή, που από την γεωγραφική και διανοητική οπτική του σε μια αρχαία πόλη, ήξερε ότι τέτοιες αυταπάτες πληρώνονται με αίμα. Αυτό, βεβαίως, δεν έχει αλλάξει με τα χρόνια.
Η αδράνεια φυσικά μπορεί να είναι το ίδιο καταστροφική όσο η δράση κατόπιν λανθασμένων συμβουλών. Γι’ αυτόν τον λόγο η άσκοπη αναμονή που ο Καβάφης παρουσιάζει καταπληκτικά στο “Περιμένοντας τους Βαρβάρους” είναι τόσο κατακριτέα. Το σθένος των ηγετών, η αποτελεσματικότητα της ρητορείας τους, η πολιτική θέληση των πολιτών έχουν τόσο ατροφήσει από την οκνηρία, την πολυτέλεια και τον εφησυχασμό που μόνο σε μια καταστροφή μπορούν να ελπίζουν να ανανεώσει την πολιτεία. Ανάλογα τις πεποιθήσεις του μπορεί κάποιος να μπει στον πειρασμό να αντιστοιχίσει την τωρινή κρίση στους “Βαρβάρους” με πολλούς τρόπους: Είναι οι βάρβαροι οι Δημοκρατικοί ή οι Ρεπουμπλικάνοι;”
Προφανώς τέτοιες αντιστοιχήσεις έρχονται αυτόματα στο μυαλό του Έλληνα αναγνώστη: Είναι οι Βάρβαροι το ένα κόμμα ή το άλλο; Είναι οι ανίκανες ελληνικές κυβερνήσεις ή οι μοχθηροί ξένοι που ευθύνονται για τα δεινά του; Είναι η δημαγωγία των πολιτικών ή η δική του ευπιστία που τον φέρνουν στη θέση του εξαπατημένου;
“Για τον Καβάφη αυτές οι λεπτομέρειες μικρή σημασία έχουν. Το ζήτημα είναι ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν ξανά και ξανά, και πέραν από οτιδήποτε άλλο μπορεί να σημαίνουν, θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία τους χαρακτήρες - μεμονωμένων πολιτικών ή ολόκληρων εθνών. Ειδικά όταν οι βάρβαροι (όποιοι κι αν είναι) βρίσκονται προ των πυλών, όταν η κρίση είναι αναπόφευκτη, είναι τότε που η σωστή δράση είναι η μόνη επιλογή, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας. Ακόμα και στην πολιτική, είναι το ταξίδι που μετράει, όχι ο προορισμός."
Κλείνω όπως ξεκίνησα, με τη σκέψη του Αξελού. Μήπως η αιτία αλλά και το πιο αποκρουστικό πρόσωπο της παρακμής είναι η περιφρόνηση του άπειρου και η αποθέωση του ευτελούς; Ας ακούσουμε επιτέλους τους ποιητές και τους φιλοσόφους μας.
Περιμένοντας τους Bαρβάρους
— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.
—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
__
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
Τρώες
Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—
Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.
Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.
Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.
Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια
Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,
και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη
έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»
«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»
στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,
κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.
Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,
ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά.
Η Διορία του Nέρωνος
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.
«Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.»
Είχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Τριάντα χρονώ είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.
Τώρα στην Pώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως —
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια ...
Των πόλεων της Aχαΐας εσπέρες ...
A των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων ...
Aυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
Απολείπειν ο θεός Aντώνιον
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.
Από υαλί χρωματιστό
Πολύ με συγκινεί μια λεπτομέρεια
στην στέψιν, εν Βλαχέρναις, του Ιωάννη Καντακουζηνού
και της Ειρήνης Aνδρονίκου Aσάν.
Όπως δεν είχαν παρά λίγους πολυτίμους λίθους
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια)
φόρεσαν τεχνητούς. Ένα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό. Μοιάζουνε τουναντίον
σαν μια διαμαρτυρία θλιβερή
κατά της άδικης κακομοιριάς των στεφομένων.
Είναι τα σύμβολα του τι ήρμοζε να έχουν,
του τι εξ άπαντος ήταν ορθόν να έχουν
στην στέψι των ένας Κυρ Ιωάννης Καντακουζηνός,
μια Κυρία Ειρήνη Aνδρονίκου Aσάν.
Το σύνολο του έργου του Καβάφη υπάρχει εδώ.
[1] Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, Κ. Αξελός, εκδ. Νεφέλη
[2] Περιμένοντας τους Βαρβάρους, Ντ. Μέντελσον, εκδ. Πατάκη
[3] http://www.newyorker.com/magazine/2015/07/27/the-right-poem
[4] http://www.newyorker.com/books/page-turner/waiting-for-the-barbarians-and-the-government-shutdown
Friday, July 31, 2015
Il Conformista
Οι εθνικές επέτειοι γίνονται ακόμα σημαντικότερες όταν διδάσκουν κάτι. Το κέρδος μου από τον φετινό εορτασμό της πτώσης της χούντας ήταν ότι έφερε στην αντίληψή μου αυτό το εύγλωττο ποίημα του Μανώλη Αναγωνστάκη:
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
(Νοέμβριος 1983)
Όσο η Ιστορία προχωρά, ο κατάλογος των "φοβάμαι" μεγαλώνει.
Φοβάμαι κι εγώ...
Εκείνους που φόρεσαν ζιβάγκο και έθρεψαν μουστάκες τότε που η πολιτική μόδα τα επέβαλε.
Τους παλιούς αφισοκολλητές που έβαλαν κουστούμια και ντύθηκαν εκσυγχρονιστές.
Όσους όψιμα σαγηνεύτηκαν από το επαναστατικό πνεύμα της Αριστεράς για να προστατεύσουν τις καπιταλιστικές/αστικές τους ανέσεις.
Φοβάμαι τους χαμαιλέοντες και τους κομφορμιστές που, σαν τον ήρωα του Μοράβια, συμπορεύονται με οποιονδήποτε θεωρούν ότι εξασφαλίζει τη βολή τους. Και όταν τα πράγματα στραβώσουν, μαζεύονται στις πλατείες, μουτζώσουν εκείνους που επευφημούσαν και περιμένουν να δουν προς τα που θα φυσήξει ο επόμενος άνεμος για να προσαρμόσουν τα πανιά τους.
Δεν έχω αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα, αλλά είναι σα να βλέπω μπροστά μου
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Wednesday, January 25, 2012
Paul Klee
Συνηθισμένη περίπτωση: για χρόνια αγνοείς την ύπαρξη κάποιου, και ξαφνικά τον βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου!
Τον ζωγράφο Paul Klee δεν τον είχα ούτε ακουστά, φαίνεται όμως ότι τον αγαπούν εκείνοι που η τέχνη τους είναι οι λέξεις.
Πρώτα ήταν ο Cortazar, που αναφέρεται σε αυτόν στο "Κουτσό". Τον αντιπαραβάλλει με τον Mondrian και καταλήγει: Το παράδοξο είναι πως ο Κλέε είναι πολύ μετριόφρων γιατί ζητάει τη συνεργασία του θεατή σε πολλά επίπεδα και δε θεωρεί τον πίνακά του αυτάρκη (όπως ο Μόντριαν). Κατά βάθος ο Κλέε είναι η ιστορία και ο Μόντριαν η αχρονικότητα.
Λίγο αργότερα έπεσα ξανά πάνω του -μέσω του Χ. Βλαβιανού αυτή τη φορά- στο ΠΑΟΥΛ ΚΛΕΕ:"ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ":
[...]
Τρία χρόνια νωρίτερα (από τον θάνατό του)
το ναζιστικό καθεστώς είχε οργανώσει λεκθεση στο Μόναχο
με τίτλο "Εκφυλισμένη τέχνη"
στην οποία είχε συμπεριλάβει δεκαεπτά πίνακές του.
[...]
Τα λόγια που αναγράφονται στην επιτύμβια στήλη
στο κοιμητήριο Sclosshalde στη Βέρνη, είναι δικά του:
"Δεν θα γίνω κατανοητός σ'αυτόν τον κόσμο,
γιατί νιώθω το ίδιο άνετα με τους νεκρούς
όσο και μ' αυτούς που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη-
πλησίασα λίγο πιο κοντά στην καρδιά της δημιουργίας,
όμως βρίσκομαι πολύ μακριά της".
Όταν ρωτήθηκε γιατί ζωγραφίζει, απάντησε:
"Γιά να ζήσω δυό-τρείς μέρες ακόμη
μετά τον θάνατό μου".
Ζωγραφική, λογοτεχνία, ποίηση. Μου αρέσουν αυτά τα μυστικά ραντεβού των δημιουργών. Πόσο προνομιούχος αισθάνομαι όταν καταφέρνω να τρυπώσω και εγώ!
Λέω να τον αφήσω να στάξει λίγο χρώμα σε αυτή την ασπρόμαυρη γωνιά:
Friday, January 20, 2012
Άσε το σώμα να μιλήσει...
Σύμφωνα με τον ποιητή Οβίδιο, ο Ενδυμίων ήταν βοσκός από την Καρία με απαράμιλλη ομορφιά. Η Σελήνη τον είδε σε μία σπηλιά του Λάτμου και τον ερωτεύτηκε. Τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ την ώρα που κοιμόταν, όμως ανησυχώντας πως σαν θνητός θα γεράσει και θα πεθάνει παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο ώστε να μην τον χάσει ποτέ. (Wikipedia)
ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΜΥΘΙΚΟ
Του Ενδυμίωνα ο ύπνος δίχως όνειρα, δίχως τέλος.
Της Σελήνης το πάθος όμως δίχως άλλο φλογερό.
Ένα τρυφερό φιλί στα βλέφαρα ο θάνατος λοιπόν
του έρωτα ένα νάζι ή μια ανταμοιβή.
Άσε το σώμα να μιλήσει.
Αυτό είναι ο παράδεισος.
(Ποίημα το Χάρη Βλαβιανού, από τις Διακοπές στην πραγματικότητα. Με την ταπεινή μου συγνώμη στον ποιητή που δεν κατάφερα να διατηρήσω το τονικό σύστημα της προτίμησησς του κατά την αντιγραφή.)
ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΜΥΘΙΚΟ
Του Ενδυμίωνα ο ύπνος δίχως όνειρα, δίχως τέλος.
Της Σελήνης το πάθος όμως δίχως άλλο φλογερό.
Ένα τρυφερό φιλί στα βλέφαρα ο θάνατος λοιπόν
του έρωτα ένα νάζι ή μια ανταμοιβή.
Άσε το σώμα να μιλήσει.
Αυτό είναι ο παράδεισος.
(Ποίημα το Χάρη Βλαβιανού, από τις Διακοπές στην πραγματικότητα. Με την ταπεινή μου συγνώμη στον ποιητή που δεν κατάφερα να διατηρήσω το τονικό σύστημα της προτίμησησς του κατά την αντιγραφή.)
Wednesday, January 11, 2012
Was Pablo Neruda murdered?
From El Pais:
Former driver's testimony has led to court inquiry into allegations that the Chilean Nobel Prize winner was killed while waiting to go into exile
ROCÍO MONTES ROJAS 08/12/2011
Pablo Neruda's death certificate says the beloved poet died from prostate cancer on September 23, 1973 - just less than two weeks after his friend and fellow Marxist, President Salvador Allende, was deposed in a bloody coup. But nearly 40 years after his death, and the events that plunged Chile into one of the darkest periods of its modern history, Neruda's former driver has created a commotion by coming forward to charge that the poet was murdered under the orders of dictator Augusto Pinochet.
"After the September 11 coup, he was planning to go into exile with his wife Matilde. The plan was to try to overthrow the dictator within three months from abroad. He was going to ask the world to help overthrow Pinochet but before he could board a plane the plotters took advantage of the fact that he had been admitted to a hospital, and that's where they injected him in his stomach with poison," claims Manuel del Carmen Araya Osorio, a 65-year-old taxi driver.
The complete article:
http://www.elpais.com/articulo/english/Was/poet/Pablo/Neruda/murdered/elpepueng/20111208elpeng_1/Ten
Former driver's testimony has led to court inquiry into allegations that the Chilean Nobel Prize winner was killed while waiting to go into exile
ROCÍO MONTES ROJAS 08/12/2011
Pablo Neruda's death certificate says the beloved poet died from prostate cancer on September 23, 1973 - just less than two weeks after his friend and fellow Marxist, President Salvador Allende, was deposed in a bloody coup. But nearly 40 years after his death, and the events that plunged Chile into one of the darkest periods of its modern history, Neruda's former driver has created a commotion by coming forward to charge that the poet was murdered under the orders of dictator Augusto Pinochet.
"After the September 11 coup, he was planning to go into exile with his wife Matilde. The plan was to try to overthrow the dictator within three months from abroad. He was going to ask the world to help overthrow Pinochet but before he could board a plane the plotters took advantage of the fact that he had been admitted to a hospital, and that's where they injected him in his stomach with poison," claims Manuel del Carmen Araya Osorio, a 65-year-old taxi driver.
The complete article:
http://www.elpais.com/articulo/english/Was/poet/Pablo/Neruda/murdered/elpepueng/20111208elpeng_1/Ten
Friday, July 8, 2011
Πεσσόα: Σκέψεις
Μερικές διάσπαρτες σκέψεις του Πεσσόα απο το "Βιβλίο της Ανυσηχίας" που υπογράφει ως Μπερνάρντο Σοάρες (εκδόσεις Εξάντας).
- Έτσι, μην ξέροντας να πιστεύω στον Θεό, και μην μπορώντας να πιστέψω σε ένα σύνολο ζώων (εννοεί την Ανθρωπότητα), έμεινα, όπως άλλοι στην παρυφή του ανθρώπινου πλήθους, σ΄εκείνη την απόσταση από τα πάντα την οποία κοινώς αποκαλούμε Παρακμή. Η Παρακμή είναι η ολοκληρωτική απώλεια της ασυνειδησίας. διότι η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
- Για τη Ζωή και τη δημιουργία: Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. [...] Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.[...] Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ΄όπου οι μουσικές και οι φωνές φθάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τά αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω. [...] Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψηχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.
- Γιά τη Λογοτεχνία: Η λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο θα έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους. Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιό πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.
- Αναφέρει μια φράση του εξελικτικού ζωολόγου Ernst Haeckel: Ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακρυά από τον συνηθισμένο άνθρωπο απ'ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο.
Όσο απέχει ο Υπεράνθρωπος από το σκυλολόι που θα'λεγε και ο Νίτσε. Με μεγάλη θλίψη συμφωνώ με αυτή τη διαπίστωση. Και ύστερα διερωτώμαι: είναι η απόσταση αυτή προιόν βιολογικών/γεννετικών καταβολών ή αποτέλεσμα της συνεχούς, επίπονης πνευματικής προσπάθειας των ανώτερων ανθρώπων; Λες και έχει καμία σημασία...
- Έτσι, μην ξέροντας να πιστεύω στον Θεό, και μην μπορώντας να πιστέψω σε ένα σύνολο ζώων (εννοεί την Ανθρωπότητα), έμεινα, όπως άλλοι στην παρυφή του ανθρώπινου πλήθους, σ΄εκείνη την απόσταση από τα πάντα την οποία κοινώς αποκαλούμε Παρακμή. Η Παρακμή είναι η ολοκληρωτική απώλεια της ασυνειδησίας. διότι η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
- Για τη Ζωή και τη δημιουργία: Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. [...] Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.[...] Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ΄όπου οι μουσικές και οι φωνές φθάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τά αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω. [...] Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψηχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.
- Γιά τη Λογοτεχνία: Η λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο θα έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους. Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιό πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.
- Αναφέρει μια φράση του εξελικτικού ζωολόγου Ernst Haeckel: Ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακρυά από τον συνηθισμένο άνθρωπο απ'ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο.
Όσο απέχει ο Υπεράνθρωπος από το σκυλολόι που θα'λεγε και ο Νίτσε. Με μεγάλη θλίψη συμφωνώ με αυτή τη διαπίστωση. Και ύστερα διερωτώμαι: είναι η απόσταση αυτή προιόν βιολογικών/γεννετικών καταβολών ή αποτέλεσμα της συνεχούς, επίπονης πνευματικής προσπάθειας των ανώτερων ανθρώπων; Λες και έχει καμία σημασία...
Thursday, April 22, 2010
On Freedom...
I read again the words of Goethe, that I posted some days ago:
"None are more hopelessly enslaved than those who falsely believe they are free."
How painfully true!
For a long time, I am wondering, who has a better chance to achieve an inner balance (simply put: happiness); the unaware slave or the conscious one?
But the question is not valid, as it seems there is no choice: it is up to Awareness to find you and painfully embrace you, or to leave you forever in peace. Not vice versa!
I believe, the great poet, very wisely, avoids to refer to the "free man". As, such a thing, cannot ever exist...
What remains for us? Maybe to choose the form of our personal slavery? Maybe...
"None are more hopelessly enslaved than those who falsely believe they are free."
How painfully true!
For a long time, I am wondering, who has a better chance to achieve an inner balance (simply put: happiness); the unaware slave or the conscious one?
But the question is not valid, as it seems there is no choice: it is up to Awareness to find you and painfully embrace you, or to leave you forever in peace. Not vice versa!
I believe, the great poet, very wisely, avoids to refer to the "free man". As, such a thing, cannot ever exist...
What remains for us? Maybe to choose the form of our personal slavery? Maybe...
Monday, April 19, 2010
And something from Goethe
"None are more hopelessly enslaved than those who falsely believe they are free."
Johann Wolfgang von Goethe
Johann Wolfgang von Goethe
Sunday, April 18, 2010
Somethin from Rilke
NO ONE LIVES HIS LIFE
Disguised since childhood,
haphazardly assembled
from voices and fears and little pleasures,
We come of age as masks.
Our true face never speaks.
Somewhere there must be storehouses
where all these lives are laid away
like suits of armor or old carriages
or cloths hanging limply on the walls.
Maybe all paths lead here,
to the repository of unlived things.
Disguised since childhood,
haphazardly assembled
from voices and fears and little pleasures,
We come of age as masks.
Our true face never speaks.
Somewhere there must be storehouses
where all these lives are laid away
like suits of armor or old carriages
or cloths hanging limply on the walls.
Maybe all paths lead here,
to the repository of unlived things.
Subscribe to:
Posts (Atom)