Thursday, December 6, 2012

Oscar Niemeyer: φουτουρισμός και bossa nova


Τα εντυπωσιακά κτίρια του Oscar Niemeyer στέκονται διάσπαρτα σε διάφορα σημεία του πλανήτη σαν ναοί αφιερωμένοι στο μέλλον του Ανθρώπου και είναι αυτά που του χάρισαν δόξα, χρήμα και βραβεία.

Όμως, ένας άνθρωπος που παντρεύεται στα 100 του, εργάζεται πυρετωδώς ως την τελευταία του πνοή στα 105 του και για τον οποίο ο φίλος του Φιντέλ Κάστρο είπε ότι οι δυό τους είναι οι τελευταίοι κομμουνιστές στον κόσμο, πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από ένας κορυφαίος αρχιτέκτονας.

Ας πάμε μια βόλτα στο χώρο και στο χρόνο για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή: Η Βραζιλία της δεκαετίας του 1950 ήταν μια χώρα με ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη, μια χώρα που επιχειρούσε με όλη της τη δύναμη το άλμα προς το μέλλον. Ήταν η εποχή που θεμελιώθηκε, στη θέση μιας ζούγκλας, η νέα της πρωτεύουσα η Μπραζίλια. Τα φουτουριστικά σχέδια της πόλης, που έμελλε να χαρακτηριστεί χώρος παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO, ήταν έργο του Niemeyer. Ήταν επίσης η εποχή με κυρίαρχο πολιτικό σύνθημα το «να πετύχουμε την ανάπτυξη 50 ετών σε 5», η εποχή που ανήσυχα πνεύματα πειραματίζονταν και δεν δίσταζαν να συνδιάσουν το παραδοσιακό με το μοντέρνο, το τοπικό με το ξένο στην προσπάθεια τους να δώσουν σχήμα στο μέλλον. Ήταν η εποχή της Bossa Nova.

Η νέα γενιά μουσικών, μαγεμένοι από τον ήχο της αμερικάνικης τζαζ, τόλμησαν να την παντρέψουν με τους οικίους ρυθμούς της σάμπα για να γεννηθούν «αλλόκοτες» μελωδίες που ξένισαν τους θεωρητικούς, αλλά σύντομα θα γοήτευαν όλο τον πλανήτη. H Bossa Nova, όμως, περισσότερο από ένα μουσικό είδος, έγινε το σύμβολο του ονείρου των καλλιεργημένων αστών (από τους κύκλους των οποίων ξεκίνησε άλλωστε) για ένα μέλλον ανοικτό σε ιδέες, ανανεωμένο από την αύρα του κοσμοπολιτισμού και συνέπεσε με την προσπάθεια ενός μεγάλου έθνους να αφήσει πίσω του το αποικιοκρατικό παρελθόν και να ανοίξει τα φτερά του προς τη νεωτερικότητα.

Ορόσημο για την διάδωση της νέας μουσικής ήταν το ανέβασμα της μουσικής θεατρικής παράστασης “Orfeu da Conceiçao” (μεταφορά του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης) το 1956 στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Τρεις καλοί φίλοι και κορυφαίοι ο καθένας στο αντικείμενο του ήταν οι βασικοί συντελεστές: ο συνθέτης Antonio Carlos Jobim έγραψε τη μουσική, ο ποιητής Vinicius de Moraes τους στίχους και ο τρίτος της παρέας, ο αρχιτέκτονας μας Oscar Niemeyer σχεδίασε τα σκηνικά. Οι δύο πρώτοι θα γίνονταν οι πιο εμβληματικές μορφές της Bossa Nova, δημιουργοί των μεγαλύτερων σουξέ της εποχής (με γνωτότερο όλων το Girl from Ipanema, που το εμπνεύστηκαν ενώ "ζαχάρωναν" ένα 17χρονο κορίτσι που κατηφορίζε στην παραλία της Ιπανέμα). Η επιτυχία ήταν τέτοια που το έργο μεταφέρθηκε σύντομα στον κινηματογράφο, με τίτλο “Orfeu Negro” και κέρδισε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 1959. Η Bossa Nova κατακτούσε τον κόσμο!




Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα για να διαρκέσουν και η πιο δημιουργική περίοδος της Βραζιλίας διακόπηκε βίαια με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας το 1964 (που θα παρέμενε ως το 1985). Ο Niemeyer, γνωστός αριστερός, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την χώρα, όπως και ένας μεγάλος αριθμός αντιφρονούντων διανοούμενων και καλλιτεχνών. Έτσι, μαζί με τις νότες διασκορπίστηκαν και οι άνθρωποι της Bossa Nova στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα!




Την πρώτη φορά που αντίκρυσα κτίριο του Niemeyer, το μουσείο μοντέρνας τέχνης στο Ninteroi συγκεκριμένα, νόμισα ότι προσγειωθειώθηκε το διαστημόπλοιο Enterprise στην πόλη και από κάπου θα εμφανιζόταν ο Σποκ! Δεν καταλαβαίνω πολλά από αρχιτεκτόνικη για να πω περισσότερα για το έργο του, απ’ ότι διαβάζω όμως σχεδίασε περίπου 600 κτίρια, όλα πρωτότυπα και φουτουριστικά, σε δεκάδες χώρες του κόσμου. Σχεδίασε την πρωτεύουσα της πατρίδας του, έγινε πρόεδρος του κομμουνιστικού κόμματος της Βραζιλίας, στα 100 του παντρεύτηκε την γραμματέα του, ήταν κολλητός του Jobim, του Vinicius και του Κάστρο, ενώ λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, στο κρεβάτι του νοσοκομείου σχεδίασε μια σειρά παπουτσιών για την Converse με πολιτικά μηνύματα. Στη βιογραφία του είχε γράψει: “εκείνο που με γοητεύει είναι οι ελεύθερες και αισθησιακές καμπύλες. Οι καμπύλες που βρίσκονται στα βουνά, στα κύματα της θάλασσας και στα σώματα των γυναικών που ερωτευόμαστε”. Στα 103 του, άπληστος ακόμα για ζωή δήλωνε “Ο κόσμος είναι σκατά. Γεννιόμαστε καταδικασμένοι να εξαφανιστούμε.”

105 χρόνια και δεν πρέπει να άφησε ούτε μια στιγμή να πάει χαμένη, 105 χρόνια με το πάθος για ζωή και δημιουργία να ξεχειλίζει.

Να λυπηθείς για τον θάνατο ενός τέτοιου ανθρώπου, ή να ζηλέψεις μια ζωή, για την οποία ο χαρακτηρισμός “γεμάτη” χάνει κάθε νόημα;
Τίποτε από τα δύο. Μόνο να εμπνευστείς! Και να ελπίζεις να εμφανιστεί σύντομα μια νέα “γεννιά Bossa Nova”.

Thursday, November 8, 2012

Εμφύλιος χωρίς τέλος


Διάβασα τις προάλλες δυο κείμενα που τα χώριζε μεγάλη απόσταση στο χώρο, το χρόνο ίσως και το θέμα, αλλά που στο μυαλό μου ταίριαξαν μεταξύ τους σαν κομμάτια από παζλ.
Το πρώτο ήταν ένα άρθρο του Πλωρίτη με τίτλο «Τέλος στον εμφύλιο πόλεμο!» που δημοσιεύτηκε το 2004 στο Βήμα. Πάνω στο απόγειο της ολυμπιακής ευφορίας, ο Πλωρίτης έκανε λόγο για ένα ατελείωτο και ολέθριο εμφύλιο πόλεμο, τον πόλεμο ανάμεσα στο Κράτος και τον Πολίτη:

"[...] Από τα πρώτα βήματα της ελεύθερης ελληνικής πολιτείας - όποιο πολίτευμα, κυβέρνηση, κόμμα κι αν την διαφέντευαν - σοβούσε και σοβεί αυτός ο ακήρυκτος θανατερός πόλεμος ανάμεσα σε δυο μόνιμους εχθρούς: την εξουσία, μεγάλη ή μικρή, και τον εξουσιαζόμενο. Δεν είναι θέμα πολιτικής, κοινωνικής, ιδεολογικής, ταξικής αντίθεσης. Είναι θέμα αντίληψης του τρόπου άσκησης της κρατικής δικαιοδοσίας απ' όσους την κατέχουν και πρόσληψής της απ' όσους την υφίστανται. Αυτής της δικαιοδοσίας, που αντιμετωπίζει τα άτομα σαν εξ ορισμού πρόβατα επί σφαγήν, αφαίμαξιν, εκδοράν, καταπίεσιν, αλλά και σαν άτυπη συμμορία κλεφτών, απατεώνων, κάλπηδων, πλαστογράφων, ληστοφυγόδικων... που τους δημιουργεί τη (δικαιολογημένη) πεποίθηση πως το κράτος είναι άδικο, αλλοπρόσαλλο, σατραπικό, εκβιαστικό, εκμεταλλευτικό, άσπλαχνο... και, συνακόλουθα, τους εξωθεί να ψεύδονται, να παραποιούν, να αποκρύβουν, να λαδώνουν, να δωροδοκούν, για ν' αμυνθούν και να γλιτώσουν, λίγα ή πολλά, απ' τις αρπάγες των «επίσημων» λαφυραγωγών.
Αυτή είναι η καθημερινή τρομοκρατία που ασκούν αμέτρητοι, ανώνυμοι, ανεύθυνοι μικρο-Μπιν Λάντεν πάνω σ' όποιον έχει ακόμη και την ελάχιστη δοσοληψία με τη δημόσια, δημοτική ή όποιαν άλλη ντόπια Αλ Κάιντα.
Και το ακόμα χειρότερο: αυτή είναι η βαθύτερη διαφθορά του κοινωνικού ιστού: το κράτος θεωρεί τους πολίτες θηράματα και θηράματα ανήθικα - οι πολίτες θεωρούν το κράτος ανήθικο δήμιο. Και επειδή - κατά την τρέχουσα αντίληψη - η ανηθικότητα αντιμετωπίζεται μόνο με ανηθικότητα, ο ανηθικισμός διαποτίζει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα...
ΠΟΙΟΣ θα μπορέσει να βάλει τέλος σ' αυτό τον εμφύλιο πόλεμο της «θεσμοποιημένης» ανηθικότητας και διαφθοράς, που επιπλέον δυναμιτίζει την εθνική οικονομία, ακρωτηριάζει την ιδιωτική πρωτοβουλία, διασύρει τους θεσμούς και, προπάντων, δηλητηριάζει τις σχέσεις πολίτη και κράτους, και σαπίζει το ήθος όλου του τόπου;
Ποιος θα κατορθώσει να γκρεμίσει το κυριότερο βάθρο αυτής της Σφίγγας - την πολυνομία - που, με τους απέραντους λαβυρίνθους της αλαλιάζει τους πολίτες και με τ' αμέτρητα «παράθυρά» της δίνει την ευκαιρία σε ουκ ολίγους «αρμόδιους» ν' απομυζούν τους πελαγωμένους δουλοπαροίκους τους; «Νόμος ο πάντων βασιλεύς» , έλεγε ο Πίνδαρος - αλλά οι πολλοί νόμοι γίνονται των πάντων δυνάστες, τύραννοι, παγίδες, δολώματα άνομου πλουτισμού. «Οσο πιο διεφθαρμένη είναι μια πολιτεία, τόσο περισσότερους νόμους έχει», έγραφε ο Τάκιτος. Κι αν κρίνουμε απ' τον υπερπληθωρισμό της δικής μας νομοθεσίας, η πολιτεία μας πρέπει να είναι ο παγκόσμιος ομφαλός της διαφθοράς... [...]"

Ας κρατήσουμε από τα παραπάνω την (προφανή στις μέρες μας) διαπίστωση, ότι η σχέση κεντρικής εξουσίας και πολιτών στην Ελλάδα είναι βαθύτατα τραυματισμένη και, πιθανότατα, ποτέ στη σύγχρονη ιστορία μας δεν υπήρξε αρμονική.

Το δεύτερο κείμενο ήταν μια κριτική βιβλίου απο το New York Books Review, συντάκτης της οποίας είναι ο Jared Diamond (καθηγητής στο UCLA και συγγραφέας) και αφορά το βιβλίο “Why Nations fail: The Origins of Power, Prosperity and Poverty”. Το βιβλίο επιχειρεί να διερευνήσει ποιοί παράγοντες οδηγούν ένα κράτος στην ευημερία ή τη φτώχεια.

Το άρθρο ξεκινάει αναφέροντας το παράδειγμα της πόλης Nogales, στα σύνορα Μεξικού και ΗΠΑ. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι η πόλη αυτή αποτελεί ένα ενδιαφέρον φυσικό πείραμα οργάνωσης κοινωνιών, καθότι είναι χωρισμένη στα δυο, με το ένα τμήμα της να ανήκει στην Αμερική και το άλλο στο Μεξικό. Στην Αμερικάνικη πλευρά το μέσο εισόδημα και το προσδόκιμο ζωής είναι υψηλότερα, η εγκληματικότητα και η διαφθορά χαμηλότερες, οι υπηρεσίες και οι υποδομές πολύ καλύτερες. Δεδομένου ότι οι γεωγραφικές συνθήκες, και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων των δύο πόλεων είναι πανομοιότυπα, οι διαφορές αυτές μπορούν να εξηγηθούν σαν αντανάκλαση των πολιτικών και οικονομικών θεσμών των ΗΠΑ και του Μεξικού. Η ύπαρξη καλών θεσμών, δηλαδή νόμων και πολιτικών που δίνουν κίνητρο στον κόσμο να εργαστεί περισσότερο, να γίνουν παραγωγικότεροι οδηγούν στην ατομική και συλλογική ευημερία. Παρόμοια συμπεράσματα προκύπτουν με τη σύγκριση Βόρειας και Νότιας Κορέας ή Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας παλαιότερα.

Πολύ καλά ως εδώ: συμφωνούμε ότι η ποιότητα των θεσμών μιας χώρας καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ευημερία της. Τίθεται τότε το ερώτημα, γιατί κάποιες χώρες έχουν καλούς θεσμούς και άλλες όχι; Η απάντηση που δίνεται είναι σαφής: Ο καθοριστικότερος παράγοντας είναι η ιστορική διάρκεια ύπαρξης κεντρικής κυβέρνησης σε ένα τόπο. Η μακρά παράδοση σε οργάνωση κεντρικής κυβέρνησης διευκολύνει την ύπαρξη καλών θεσμών (αλλά δεν την εγγυάται). Αντίθετα, σε κοινωνίες με σύντομη ιστορία σε τέτοιου τύπου κυβέρνησης η εμφάνιση καλών θεσμών είναι απίθανη. Δε μπορούμε ξαφνικά να εισάγουμε ένα τέτοιο σύστημα κυβέρνησης σε κάποιο λαό χωρίς σχετική παράδοση και να περιμένουμε ο κόσμος να το υιοθετήσει και να ξεμάθει μια μακρά ιστορία απλοικότερων μορφών οργάνωσης.

Το άρθρο εξετάζει διάφορους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τον πλούτο των κρατών και αξίζει να το διαβάσει κανείς ολόκληρο, αλλά για να προχωρήσω τη σκέψη μου, μου αρκεί η άποψη ότι ο σημαντικότερος από τους παράγοντες αυτούς είναι η σχέση ενός λαού με την κεντρική εξουσία, δηλαδή με το κράτος.

Aς συνδιάσουμε τα παραπάνω: Ο Πλωρίτης μας λέει ότι ο ελληνικός λαός βρίσκεται, σε όλη τη σύγχρονη ιστορία του, σε ανοιχτό πόλεμο με το κράτος και ο κύριος Diamond στο άρθρο του μας λέει οτι αυτός είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την κόλαση. Voila, το παζλ της συμφοράς σχηματίστηκε!

Τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι σε αυτόν τον πολύπαθο τόπο. Κάποτε έζησαν εδώ άνθρωποι που σκέφτονταν πολύ διαφορετικά. Δεν θεωρούσαν τον νόμο ένα ενοχλητικό εμπόδιο που θα πρέπει να παρακάμψουν, αλλά σημείο υπεροχής του πολιτισμού τους: Όταν ο Ξέρξης ρώτησε πως μπορούν οι Έλληνες, ένας μικρός λαός, να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο στρατό του, ένας Σπαρτιάτης του απάντησε: «Επειδή έχουν έναν αρχηγό τον οποίο τρέμουν ακόμα περισσότερο απ’ ότι τρέμουν εσένα οι υποτελείς σου. Ο αρχηγός αυτός είναι ο Νόμος.»[1]

Δεν αντιλαμβάνονταν την πολιτεία σα μια συνάθροιση ατομικών συμφερόντων (ενίοτε αντικρουόμενων), αλλά σαν ένα οργανισμό που προσβλέπει στο συλλογικό καλό, μέσω του οποίου ωφελούνται τα άτομα. Ο Περικλής διατράνωνε ότι αν μια πολιτεία ευημερεί, εξυπηρετεί πολύ καλύτερα τους πολίτες παρά όταν οι πολίτες ευτυχούν ο καθένας χωριστά, αλλά η πολιτεία στο σύνολο της δυστυχεί. [2]

Eκείνοι, βέβαια, δικαιώθηκαν και αποτελούν για χιλιάδες χρόνια πηγή έμπνευσης. Αλίμονο στους απογόνους τους που αρέσκονται να κομπάζουν για την καταγωγή τους αλλά περιφρονούν τη σοφία που τους κληροδοτήθηκε!


[1] Ηρόδοτος, βιβλίο Η
[2] Θουκυδίδη Ιστορίαι, βιβλίο Β, 60


Υ.Γ: Ένα σημείο του άρθρου του NY Books που έχει πολύ «ζουμί», είναι η παρατήρηση ότι: «Δεν μπορούμε ξαφνικά να εισάγουμε ενα τέτοιο σύστημα κυβέρνησης σε ενα λαό χωρίς σχετική παράδοση και να περιμένουμε ο κόσμος να το υιοθετήσει και να ξεμάθει μια μακρά ιστορία απλοικότερων μορφών οργάνωσης». Αυτό το σημείο οι Δυτικοί συχνά το ξεχνούν και παρασυρμένοι από τη δική τους πρόοδο θεωρούν ότι αν το μοντέλο τους διδαχθεί ή επιβληθεί σε λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες, αυτές θα σημειώσουν ραγδαία πρόοδο. Δυστυχώς τα πράγματα δεν έχουν αποδειχθεί τόσο απλά και οι προσπάθειες να επιταχυνθούν οι εξελίξεις με αυτόν τον τρόπο είναι συνήθως αποτυχημένες και οδηγούν σε εντάσεις. Οι λαοί δύσκολα αλλάζουν τις συνήθειες τους και δυσκολότερα δέχονται νουθεσίες ή καθοδήγηση από ξένους. Φαίνεται ότι κάθε κοινωνία είναι καταδικασμένη να περάσει μόνη της τα στάδια ωρίμανσης, να ακολουθήσει τα δικά της βήματα εξέλιξης και να βγάλει τα συμπεράσματα της. Δεν γίνεται να κόψει δρόμο διδασκόμενη από τις εμπειρίες άλλων (όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει και με τους ανθρώπους). Συνεπώς, ακόμα και αν συμφωνήσουμε ότι η ρίζα του ελληνικού προβλήματος δεν είναι απλώς κάποιες επιμέρους οικονομικές πολιτικές, ή κάποιες καταστροφικές πολιτικές επιλογές, αλλά ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική συνύπαρξη και την λειτουργία της πολιτείας (ο εμφύλιος του Πλωρίτη δηλαδή), και πάλι ο δρόμος για την ανά(σ)ταση είναι μακρύς. Θα πάρει χρόνο, για παράδειγμα, ώσπου να κοπάσει ο εμφύλιος και ακόμα περισσότερο για να επουλωθούν οι πληγές που αφήνει. Αυτή τη στιγμή, που φαντάζει σχεδόν αδύνατο να αποκατασταθεί μια minimum εμπιστοσύνη μεταξύ κράτους και πολιτών, θα βοηθούσε τουλάχιστον να κατανοήσουμε την απόλυτη αναγκαιότητα αυτής της εμπιστοσύνης.
Όσο μακρυά και αν βρίσκεται η λύση, τουλάχιστον θα έχουμε στρέψει το μέτωπο προς το μέρος της και τα βήματα μας θα μας πηγαίνουν σε εκείνη.

Friday, November 2, 2012

Σκέψεις του Ελύτη για τη σύγχρονη Ελλάδα

Αντιγράφω από το site του βιβλιοπωλείου Πολιτεία:

Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Ελύτης στον Ρένο Αποστολίδη στην Εφημερίδα Ελευθερία στις 15 Ιουνίου του 1958 τα λόγια του είναι επίκαιρα.
Απάντηση του Ελύτη στην ερώτηση του δημοσιογράφου περί δουλοπρέπειας :

Δέν μ᾿ ἐνδιαφέρει ὁ ἐπίσημος ὅρος τῆς δουλοπρέπειας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία. Κι ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι μ᾿ αὐτά καί μ' αὐτά ἐφτάσαμε σέ κάτι πού θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ὀνομάσω «ψευδοφάνεια». Ἔχουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκῶς διαφορετικοί απ' ὅ,τι πραγματικά εἴμαστε. Καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος πρός τήν ἀποτυχία, εἴτε σάν ἄτομο σταδιοδρομεῖς εἴτε σάν σύνολο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς γνησιότητας. Τό κακό πάει πολύ μακριά. Ὅλα τά διοικητικά μας συστήματα, οἱ κοινωνικοί μας θεσμοί, τά ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο ἀπό ἔξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν ὅπως ὅπως ἐπάνω σ᾿ ἕνα σῶμα μέ ἄλλες διαστάσεις καί ἄλλους ὅρους ἀναπνοῆς.
Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, ἄλλωστε, αὐτά ἐγώ πού, σ᾿ ἕναν τομέα ὅπως ὁ δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεῦμα, καί πού σήμερα μέ ἐμπιστοσύνη ἀποβλέπω στή διαμόρφωση ἑνός ἑνιαίου εύρωπαϊκοῦ σχήματος, ὅπου νά ἔχει τή θέση της ἡ Ἑλλάδα. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ μηχανισμός τῆς ἀφομοιώσεως τῶν στοιχείων τῆς προόδου πρέπει νά λειτουργεῖ σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ἀναπτυγμένη παιδεία. Ἐνῶ σ' ἐμᾶς, ὄχι μόνον δέν λειτουργεῖ σωστά, ἀλλά δέν ὑπάρχει κἄν ὁ μηχανισμός αὐτός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἔχει μαῦρα μεσάνυχτα! Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ἔντυπα πού εκδίδει ἡ ἴδια, ἤ πού προτιμᾶ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα ὅπου κατοικεῖ, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της ἀπέναντι στή ζωή. Οὔτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πῶς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ἀναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; Ἀπό τά πρῶτα διαβάσματα πού θά κάνει ἕνα παιδί ὥς τά διάφορα στοιχεῖα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοῦστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε ἄλλο!
Θά μοῦ πεῖτε: εἶσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα ἀπό τή μεριά πού σέ πονᾶνε. Ὄχι, καθόλου! Καί νά μοῦ έπιτρέψετε νά ἐπιμείνω. Ὅλα τά ἄλλα κακά πού θά μποροῦσα νά καταγγείλω –ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἀποκεντρώσεως καί αὐτοδιοικήσεως, ἡ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ γιά τήν πλουτοπαραγωγική ἀνάπτυξη τῆς χώρας, ἀκόμη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡ ἐξωτερική μας πολιτική– εἶναι ζητήματα βαθύτερης ἑλληνικῆς παιδείας! Ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μόνον αυτή μπορεῖ νά προικίσει ἕναν ἡγέτη μέ τήν ἀπαραίτητη εὐαισθησία πού χρειάζεται γιά νά ἐνστερνιστεῖ, καί ἀντιστοίχως νά ἀποδώσει, τό ἦθος τοῦ λαοῦ. Γιατί αὐτός ὁ λαός, πού τήν ἔννοιά του τήν ἔχουμε παραμορφώσει σέ σημεῖο νά μήν τήν ἀναγνωρίζουμε, αὐτός ἔχει φτιάξει ὅ,τι καλό ὑπάρχει – ἄν ὑπάρχει κάτι καλό σ᾿ αὐτόν τόν τόπο! Καί αὐτός, στίς ὧρες τοῦ κινδύνου, καί στό πεῖσμα τῆς συστηματικῆς ἡττοπαθείας τῶν ἀρχηγῶν του, αἴρεται, χάρη σ᾿ ἕναν ἀόρατο, εὐλογημένο μηχανισμό, στά ὕψη πού ἀπαιτεῖ τό θαῦμα!
Ὅσο, λοιπόν, καί ἄν εἶναι λυπηρό, πρέπει νά τό πῶ: ὁ Ἑλληνισμός, γιά τήν ὥρα τουλάχιστον, ἐπέτυχε ὡς γένος, ἀλλ᾿ ἀπέτυχε ὡς κράτος! Καί παρακαλῶ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.

Thursday, November 1, 2012

Το κρυφό μήνυμα της Οδύσσειας;

Διαβάζοντας ξανά - ή αν δεν λογαριάσουμε το πασάλειμμα στο γυμνάσιο, για πρώτη φορά- την Οδύσσεια μου σφηνώθηκε η υποψία ότι το έπος εξυπηρετεί ένα βαθύτερο σκοπό.
Η υποψία αυτή μου δημιουργήθηκε στη ραψωδία χ, η οποία εξελίσσεται σε splatter. Ο Οδυσσέας πλημμυρίζει πρώτα το παλάτι του κι ύστερα την Ιθάκη ολόκληρη στο αίμα των μνηστήρων• ο δε Τηλέμαχος κατ' εντολή του πατέρα του απαγχονίζει όσες από τις δούλες είχαν ενδώσει στη γοητεία τους:

H παραμάνα Ευρύκλεια [...] τον Οδυσσέα βλέπει, ανάμεσα στα σκοτωμένα τους κουφάρια,
στο λύθρο βουτηγμένο και στο αίμα. Σαν το λιοντάρι
που σπαράζει ένα γελάδι σε κοπάδι που βοσκούσε,
κι ύστερα φεύγει αιμόφυρτο στα στήθη και στα δυο του μάγουλα-
θέαμα αποτρόπαιο και φριχτό•
παρόμοια ο Οδυσσέας έσταζε όλος αίμα από τα πόδια του και πάνω από τα χέρια.

[...]
έτσι κι εκείνες (οι δούλες) στη σειρά κρατούσαν το κεφάλι τους,
με τη θηλιά γύρω από το λαιμό περασμένη, να βρούνε
άθλιο θάνατο, καθώς τα πόδια κρεμασμένα σφάδαζαν-
για λίγο όμως, όχι για πολύ.


Ταραντινική περιγραφή, το δίχως άλλο. Όταν τα νέα για το λουτρό αίματος διαδίδονται στην Ιθάκη, ο Ευπείθης, πατέρας του θρασύτατου -μακαρίτη πλέον- μνηστήρα Αντινόου, απευθυνόμενος στους συμπολίτες του, λέει περίπου τα εξής:
O Οδυσσέας πήρε μαζί του στην Τροία την αφρόκεμα του νησιού, κυνηγώντας προσωπική δόξα και πλούτη τα οποία κατέκτησε μεν, αλλά οι σύντροφοί του ξεκληρίστηκαν. Σα να μην έφτανε αυτό, επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια, κατά τα οποία είχε αφήσει το βασίλειο του ακυβέρνητο, για να ξεπαστρέψει και την επόμενη γενιά εκλεκτών. Σκέτη συμφορά για τον τόπο μας ένας τέτοιος βασιλιάς, ας ξεμπερδεύουμε μαζί του. Βουνό το δίκιο του χαροκαμμένου πατέρα, άρχισε να πείθει τους Ιθακήσιους. Λίγο ήθελε να του βγει ξινός ο νόστος του Οδυσσέα, αλλά τη λύση έδωσε ο κύρηκας Μέδοντας, αυτόπτης μάρτυρας του φονικού, διακυρήσοντας στο πλήθος ότι όλα όσα συνέβησαν έγιναν με την βοήθεια των θεών (της Αθηνάς σε συμφωνία με τους υπόλοιπους πλην Ποσειδώνα). Αυτό αρκούσε για να καλμάρει τους περισσότερους• το δόρυ του Οδυσσέα διαπερνώντας το κρανίο του ταραχοποιού γέροντα ολοκλήρωσε την καταστολή της εξέγερσης εν τη γενέσει της.
Η θεϊκή πρόνοια προστατεύει τον βασιλιά από την (δικαιολογημένη οργή) των υπηκόων του.

Ο Δ.Ν Μαρωνίτης (στα Επιλεγόμενα στην Ομηρική Οδύσσεια, εκδ. Κέδρος) επισημαίνει: O χαμός των συντρόφων συντελείται γιατί έσφαξαν τα βόδια του θεού (Ήλιου), ο χαμός των μνηστήρων γιατί έσφαζαν τα βόδια του βασιλιά (Οδυσσέα). Ο ποιητής δημιουργεί μια ευθεία αναλογία ανάμεσα στα θεΪκό και το ανθρώπινο βασίλειο και διδάσκει ότι οι ποινές για την απείθεια στα κελεύσματα των θεών και των βασιλέων είναι το ίδιο σκληρές.

Στο σημείο αυτό ας κάνουμε ένα άλμα στον χρόνο και τον χώρο:
Εικοσιπέντε αιώνες μετά τον Όμηρο, στις Κάτω Χώρες, ο φιλόσοφος Σπινόζα μελέτησε τη Βίβλο αναζητώντας τις απαρχές της πολιτικής οργάνωσης μιάς φυλής (των Εβραίων) προκειμένου να εξετάσει τους μηχανισμούς που μετασχηματίζουν ένα άτακτο σύνολο ανθρώπων σε οργανωμένη Πολιτεία και τις προϋποθέσεις λειτουργίας της. Στην σχετική Πραγματεία [3] του παρατηρεί ότι ένα βασίλειο απειλείται περισσότερο από τους ίδιους του τους υπηκόους, παρά από τους εξωτερικούς εχθρούς. Πολλοί ηγεμόνες το είχαν συνειδητοποιήσει και γι' αυτό αναζήτησαν νομιμοποίηση της ισχύος τους στο θείο. Επικαλούνταν θεΪκή καταγωγή και την εύνοια των θεών ελπίζοντας ότι έτσι θα πειθόταν ο λαός να υποταχθεί στην εξουσία τους. Αναφέρει το παράδειγμα του Αλεξάνδρου ο οποίος απαιτούσε να τιμάται σαν γιος του Δία. Τα κίνητρα του ήταν πολιτικά και όχι η μεγαλομανία. Πολλοί μονάρχες πριν και μετά από εκείνον βάσιζαν την εξουσία τους στην πεποίθηση ότι ο βασιλιάς παίζει τον ρόλο του Θεού στη Γή και ότι η βασιλεία του προστατεύεται από τη θεία πρόνοια.

Είναι γνωστό ότι τα έπη είχαν και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Ο Όμηρος φροντίζοντας να προστατεύσει τα δικαιώματα του βασιλιά του, ακόμα και όταν φαντάζουν εξωφρενικά, επιχειρεί ένα μάθημα Πολιτικής Φιλοσοφίας.
Οργανωμένη Πολιτεία χωρίς την υπακοή των υπηκόων της είναι αδιανόητη, είναι το μήνυμα που "γράφει" με το αίμα των μνηστήρων.



Σημείωση: τα απόσπασματα της Οδύσσειας είναι από την (απολαυστική) μετάφραση του Δ.Ν. Μαρωνίτη


[1] ΡΩΜ. 13[ΙΓ]:1-4.
[2] Προς Εφεσίους, Στ,5.
[3] Baruch Spinoza, Tractatus Theologico-Politicus, κεφ. 18

Sunday, October 28, 2012

How new jobs are created

A very interesting talk suggesting, that it is not the rich with their investments who create new jobs, but a prosperous middle class and the consequent consumer demand. If the market is weak the rich businessman will not invest anyway, therefore the argument that rich should not be taxed because they create new jobs is little convincing.



http://youtu.be/bBx2Y5HhplI

Friday, October 12, 2012

Η σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη ματιά των φιλοσόφων της


Μετά τα αποσπάσματα του Καστοριάδη (Εθνικές αντιφάσεις, ιδιοσυγκρασιακές αντινομίες και νεοελληνική σχιζοφρένεια) παραθέτω κάποιες σκέψεις του Κώστα Αξελού (από το βιβλίο Η Μοίρα της Σύγχρονης Ελλάδας, εκδ. Νεφέλη, και πρωτοδημοσιευμένες το 1978)

- Για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο:

Θα μπαίναμε επίσης στον πειρασμό ν' απαντήσοuμε αρνητικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα διαθέτει μια σκέψη, μια επιστήμη και μια πολιτική. Συμμετέχει στην ευρωπαική -και οσονούπω πλανητική- σκέψη, επιστήμη και πολιτική, αλλά συμμετέχω δεν σημαίνει καθόλου και κατέχω. Τα δέντρα αυτά δεν φυτρώνοuν στο δικό της έδαφος. Η ευρωπαική σκέψη διατηρεί έναν κατά πολύ ζωηρότερο διάλογο με την αρχαία σκέψη απ' ότι η νεοελληνική σκέψη. Και η ευρωπαική σκέψη είναι, επίσης, σκέψη του επίκαιρου. Έτσι, η σύγχρονη Ελλάδα τρέφεται με τη δυτική σκέψη• «τρέφεται» σημαίνει: δέχεται τους καρπούς που καλλιεργούνται αλλού. Αυτό που της λείπει είναι το σύνολο: οι ρίζες, ο κορμός και τα κλαδιά του δέvτρoυ. Φυσικά, όπως παντού, υπάρχουν θάμνοι, αλλά δεν είναι αρκετά ισχυροί ώστε να φιλτράρουν το φως μέσα απ' το φύλλωμά τους και να δημιοuργήσοuν μιαν ακόμη αληθινή σκιά.

Καθώς λείπουν οι ρίζες του δέvτρoυ, είναι προφανές ότι δεν υπάρχοuν ούτε ο κορμός της γνώσης ούτε οι κλάδοι των επιστημών. Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις.
Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελως. Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζοuν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο.

- "Ελληνοκεντρισμός" εναντίον "δυτικισμού":

Η μείζων αυταπάτη της νεολληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληvοκεvτρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει όμως ο όρος αυτός;
Eλληνοκεντρική είναι η σύλληψη πού θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο. Κέντρο τίνος πράγματος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτημα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσμο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόμενο του ονόματος πού δίνει στον εαυτό της, επειδή δεν σκέπτεται το πεπρωμένο της έτσι ώστε να το εκφράσει μέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγμένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείμαρρο από λόγια ή σωπαίνει. Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισμός είναι η μοναδική «ιδέα» την οποία μπόρεσε νά προβάλει η Ελλάδα. Και η ιδέα αυτή πήρε γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα (19ου) και στις αρχές του δικού μας (20ου) το μεγαλειώδες όνομα της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή, ότι η (νεωτερική) Ελλάδα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη και σημαντική όσο υπήρξαν και οι άλλες δύο.
Η «Μεγάλη Ιδέα» δεν οδήγησε στη «μεγάλη Ελλάδα» επειδή δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε ιδέα. Ήταν οπωσδήποτε μια αρκετά ενορμητική αναπαράσταση, ένα όνειρο που στόχευε στο μεγαλείο• εκείνο που της έλειπε ήταν η σκέψη την οποία ενέχει κάθε ιδέα, η ισχυρή αλήθεια μιας ιδέας που καθιστά το μεγαλείο της πραγματικό. Δέν παρουσίαζε ένα καινούριο άνοιγμα στον κόσμο, δεν αποκάλυπτε το νόημά της. Δεν υποστηριζόταν από εκείνη τη φλογερή πίστη που κάνει τις αυτοκρατορίες να γεννιούνται
- και να χάνονται.

Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικης» τάσης, μιά άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιάν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τόν ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη χώρα να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαική με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. Και οι καλλιτεχνικές της εκφράσεις θα ήσαν προσαρτημένες (τρέχοντας γρήγορα για να προλάβουν τά προβαδίσματα) σ’εκείνες των ευρωπαικών χωρών που σέρνουν το χορό. Όλα τούτα, όμως, συνιστούν μήπως κάποιο σχέδιο ή είναι, αντιθέτως, μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας;
Οι «άλλοι» (στούς οποίους τόσo συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονομασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο σuνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εμψυχωμένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο• δέν μιμούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουμε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθημένες» και οι άλλες μένουν «καθυστερημένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσοuν να φθάσουν τις πρώτες. Ο καλπασμός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δέν σuγκρίνεται με ιπποδρομία. Οι χώρες που δεν δημιούργησαν τον νεωτερικό κόσμο οφείλοuν νά πραγματοποιήσοuν ξανά, και για δικό τους λογαριασμό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους γιά να γευθούν τη χάρη της γραφικής τοuς ζωής. Οι σπόροι πού μεταφέρθηκαν πρέπει νά φυτρώσοuν σέ γόνιμο έδαφος και μάλιστα να ριζώσοuν. Γιά να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τή δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά προς τη νεωτερικότητα.

Είναι έτοιμο το κίνημα αυτό προκειμένου να ολοκληρωθεί; Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη μιμητική της τάση, θα μπορούσε μήπως να γίνει αύθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα όποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια;
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα μιάν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη μισο-εθνική, μισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν' αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις. Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή -καί πολύ διαδεδομένη- θέλει την Έλλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα ήταν ανατολίτικη λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της αμεριμνησίας της, της αντίληψης που έχει για τη σοφία νοούμενη ως απραξία, και τέλος λόγω ενός συνδυασμένου παιχνιδιού στο οποίο ένας ορισμένος ασκητισμός συνάδει μ' ενός είδους γαλαντομία κι ενός είδους κραιπάλη. Αυτή η «ανατολίτικη» Ελλάδα θα ήταν η Ελλάδα του Μοιραίου.
Αλλά η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνον ανατολίτικη. Καθώς συνιστά το ίδιο το θαύμα της, θα ήταν και ευρωπαική εξίσου και μάλιστα πιό ευρωπαική σχεδόν από τις γνήσιες ευρωπαικές χώρες. Είναι σε θέση να κρίνει πολύ αφ' ύψηλού τη Δύση και να υπερηφανεύεται ιδιαίτερα για τη δική της νεότητα σε σύγκριση με τα γηρατειά εκείνης. Κι ενώ συγκρίνει τον εαυτό της με τη Δύση, μπορεί να καυχιέται για τις κατακτήσεις της και να παρηγοριέται στην ιδέα ότι αν οι κατακτήσεις αυτές παραμένουν παγκοσμίως άγνωστες, τούτο οφείλεται στη μη οικουμενικότητα της γλώσσας της καθώς και στην απομάκρυνσή της. Η «νεωτερική» Ελλάδα, λοιπόν, θα ηταν και ανατολίτικη και πιο δυτική από τη Δύση συγχρόνως, παθητική και ενεργητική, γοητευτική και ίσχυρή, μικρή και μεγάλη κ.λπ ... Το είναι της θα κατοικουσε μες στη μοναδική της ιδιαιτερότητα που όλα τα συγχωρεί• που συγχωρεί κυρίως το γεγονός ότι η προσπάθεια δεν υποστηρίζεται και ουδέποτε οδηγείται μέχρι την εκπλήρωσή της. Και τη
στιγμή που η προσπάθεια αποτυγχάνει, δεν γίνεται ποτέ λόγος για αποτυχία, αντιθέτως όλοι θυμούνται ότι η Ελλάδα είναι η χώρα πού ανέπτυξε τη διαλεκτική και υίοθετουν μιάν άλλη γλώσσα: μιλουν για τη γοητεία της αταραξίας• μιλουν μάλιστα -και με πολλή ειρωνεία- για την τρομερή σύσπαση πού απαιτει η προσπάθεια: Ιδού, λοιπόν, οι νικητές μεταμορφώνονται σε μορφάζοντες. Μπορεί μήπως αυτός ο ναρκισσισμός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγματώσει(νά πραγματώσει κι όχι να ονειρευθει την πραγμάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόμη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί
να σπρώξει ως την άκρη τήν ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική.

- Οι Έλληνες της Διασποράς

Όσοι από τούς Έλληνες εγκαταλείπουν το πάτριο έδαφος το κάνουν είτε ατομικά είτε συλλογικά και χάνονται ή ευδοκιμούν εκεί όπου πηγαίνουν. Κι όσοι ευδοκιμούν μήπως γίνονται έμποροι που πλούτισαν; Άς τους συγκρίνουμε με τους Εβραίους. Τα τέκνα του Ισραήλ που εγκαταστάθηκαν σε ξένη γη ευδοκίμησαν οπωσδήποτε ως έμποροι, αλλά έδωσαν επίσης στον ευρύτερο κόσμο μερικές από τις μεγαλύτερες μορφές του• κι αυτές οι μορφές δεν ήσαν πιά μόνον τέκνα του Ισραήλ, αλλά γίνονταν πολίτες του κόσμου, με τη βαριά - και καθόλου κοσμοπολίτικη- έννοια του όρου. Οι Έλληνες δεν έκαναν το ίδιο, κι η συγκεκριμένη διαφορά δεν είναι αμελητέα. Η έννοια ενός συνόλου μαγικών εθνών παραμένει αόριστη και αναποτελεσματική.
Δεν αρκεί ν' ανήκει κανείς σ'ένα σύνολο για να έχει εξ αυτού πρόσβαση στον κόσμο, κι ο εμπορικός πλούτος αυτός καθ' εαυτόν λίγα πράγματα εξηγεί: γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι Έλληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στή φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν και αυτοί επίσης προς το άπειρο;
Από τους Ελλαδίτες έλειψαν μορφές οικουμενικής εμβέλειας. Μεταξύ των Ελλήνων της διασποράς λίγοι έφθασαν στο οικουμενικό.
Υπήρξε εντούτοις ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ελ Γκρέκο, ο οποίος στη δύση του μεσαιωνικού κόσμου και στην αυγή του νεωτερικού εγκατέλειψε τα στενά όρια της γενέτειράς του κι έφυγε από την -άλλοτε επιφανή- Κρήτη προς τις χώρες που ήσαν εν τω γίγνεσθαι. Δίνοντας νέες μορφές στον κόσμο, πραγματοποίησε έτσι τη μοίρα του. Υπάρχουν στις μέρες μας Νεοέλληνες που φθάνουν σ' ένα ορισμένο επίπεδο. Εκείνο που λείπει είναι η σύγκλιση του συνόλου των προσπαθειών.
Καθώς απουσιάζει οδυνηρά μια έστω σκέψη, όσα κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν τα μέλη ενός συνόλου δεν εντάσσονται όλα στο σύνολο. Οι Νεοέλληνες που διατρέχουν τον κόσμο κι εγκαθίστανται λίγο πολύ παντού δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με το κέντρο. Διότι λείπει εντελώς η ιδέα που θα έκανε όλες τις κατακτήσεις των Ελλήνων, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, να συγκλίνουν προς μια ενότητα. Η «ιδέα» αυτή όμως, ικανή να κατευθύνει προσπάθειες και να συνδέσει αποτελέσματα, κάνοντας όλες τις ακτίνες να συγκλίνουν προς ένα κέντρο, θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα ακτινοβολούσα χώρα. Μόνο που η απλή αναπαράσταση της ιδέας αυτής δεν αναπληρώνει την απουσία της.


- Περί "επαρχιωτισμού":

Διότι, καθώς είναι ανίκανη να αποτελέσει μόνη της ένα ακτινοβόλο κέντρο, αποστρέφει το βλέμμα από το κεvτρικό και χάνεται στο επαρχιακό. «Επαρχιακό» είναι ό,τι τρέφεται από μια πρωτεύουσα ως προς την οποία «γνωρίζει» οτι είναι υποδεέστερο. Μολονότι καυχιέται διαρκως για τα δικά του προτερήματα, άλλο δεν κάνει παρά να μιμείται (υιοθετώντας το με πάθος ή απορρίπτοντάς το με μίσος) αυτό που του είvαι υπέρτερο και προς το οποίο αναπόφευκτα τείνει. Χαρακτηρίζοντας τη σύγχρονη Ελλάδα επαρχιακή, δίνουμε ένα όνομα σ' εκείνο που η ίδια συγκεχυμένα αισθάνεται.
Κάθετι επαρχιακό είναι, για να το πούμε έτσι, νεκρικό, επειδή δεν ζει το χρόνο της ιστορίας• για την Ελλάδα, λοιπόν, το να ξεπεράσει τον επαρχιωτισμό της έχει την έννοια να ζήσει πραγματικά. Δεν είναι επαρχιακό ό,τι μοιάζει υποδεέστερο απέναντι στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις των μεγάλων κοσμοπολίτικων κέντρων, αλλά ό,τι δεν έχει δικό του ρυθμό.
Μόνον εκεί όπου φθάνει υπόκωφος ο θόρυβος των βημάτων αυτών που περπατούν, εκεί μόνον βρισκόμαστε σε μια περιοχή που δεν είναι κεντρική, δηλαδή που δεν είναι θεμελιακή. Άν το κέντρο γίνεται ό,τι γίνεται, ωθούμενο απ' τη δική του κίνηση, η επαρχία υφίσταται ό,τι δεν μπορεί ν' αποφύγει. Για να παραμείνει η Ελλάδα πιστή στη δική της ουσία, πρέπει να είvαι Ελλάδα και να αποκτήσει ουσιώδη σημασία.
Ακόμη κι αν ο κόσμος διευθύνεται όλο και περισσότερο από τις μεγάλες δυνάμεις, όσοι δεν είναι μεγάλοι δεν έχουν παρά να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους για να μην καταλήξουν εντελώς χωρίς ουσία. Οι σημαίες της ιστορίας που γίνεται πλανητική θα έχουν αναμφισβήτητα αλλιώτικα χρώματα καί θα χρωματίσουν αλλιώτικα τον κόσμο. Πρέπει, όμως, όλα αυτά τα χρώματα να αντανακλουν το οικουμενικό φως.

- Η Ελλάδα δεν μπορεί ν' αποφύγει τον νεωτερικό κόσμο.

Και το θέμα δεν είναι μόνον να μην τον αποφύγει, είναι υπεύθυνη για την τύχη της• δεν είναι πια οι άλλοι, λοιπόν, που την κρατούν στα χέρια τους. Εντούτοις, για να δράσει, είναι απαραίτητο να εντείνει τις δυνάμεις της έτσι όπως τεντώνεται το τόξο για να ρίξει το βέλος. Το βέλος που εκτοξεύεται φεύγει μακριά, ακολουθεί μια κατεύθυνση και πετυχαίνει ή χάνειτο στόχο. Η τοξοβολία ήταν για τους αρχαίους Έλληνες μια δοκιμασία στους αγώνες και στη μάχη. Η σύγχρονη Ελλάδα πάλλεται άραγε με αρκετή ένταση, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τόξο απ' το οποίο φεύγει ένα βέλος; Χωρίς αμφιβολία, περιχαρακώνεται σε μιαν ορισμένη κατάσταση μη έντασης, δεν στοχεύει καθόλου στά μάκρη, αγαπά το περιορισμένο. Προτιμά ό,τι μπορεί ν'αγγίξει από εκείνο που αγγίζει τη μεγάλη περιπέτεια.
Εξυπακούεται ότι της αρέσει πολύ νά στοχεύει και πηγαίνει στον πόλεμο τραγουδώντας.
Έχει κλίση στην περιπέτεια κι ο αέρας πάντα φουσκώνει τα πανιά της. Μόνο που αυτό δέν φτάνει: υπάρχει φωτιά καί Φωτιά, περιπέτεια και Περιπέτεια, κόσμος καί Κόσμος. Η σφραγίδα του μεγαλειώδους δεν σημαδεύει τόσο εύκολα κάθε έλαφρως αυτοσχέδιο εγχείρημα• η παραδοχή του κινδύνου δεν οδηγεί κατ' ανάγκην σε αληθινά επικίνδυνες εξερευνήσεις. Η ένταξη έργων στο έργο του Κόσμου επιβάλλει την εγκατάλειψη της μικρης ιδιαιτερότητας προς όφελος του συγκεκριμένου οικουμενικού.
Η σύγχρονη Ελλάδα έχει μιαν ορισμένη προτίμηση για ό,τι δεν είναι μεγαλειωδες •το πολύ πολύ να αναπαριστά στον εαυτό της το μεγαλειώδες.
Κρύβεται φοβισμένη πίσω απ' τα βράχια των ακτών της: φοβαται τα μάκρη και τα ύψη.

- H προβληματική σχέση του προσωπικού με το συλλογικό:

Αντιθέτως, οι Νεοέλληνες (τo λέμε μια για πάντα, στο μέτρο που είναι αποδεκτό να μιλάει κανείς για Νεοέλληνες εν γένει) δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν τη σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημοσίου• ο θρίαμβος του προσωπικού και του δια-προσωπικού τους εμποδίζει να εντάξουν τη δραστηριότητά τους σ’ ένα υπερ-προσωπικό πλάισιο. Η δυσθυμία δεν γίνεται απαραιτήτως αγωνία, αγωνία που να αποβλέπει στο οικουμενικό και να τείνει σε επικοινωνία με την ύπέρβαση. Οι Νεοέλληνες χάνονται πολύ συχνά στους δαιδάλους του ψυχικού και του δια-ανθρώπινου• τό ψυχολογικό τους απορροφά πάρα πολύ, κι όταν ακόμη ζουν μες στο κοινωνικό, το ζουν με τρόπο συλλογικά ψυχολογικό. Το κράτος ουδέποτε έγινε μορφή με περιεχόμενο, η οποία να διαμορφώνει τα άτομα τα οποία περιέχει.

- Οι Νεοέλληνες διαθέτουν πολύ ζωηρή ευφυία αλλά δεν ασκούν τη σκέψη:

Η σκέψη είναι ένα άνοιγμα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι άρχαίοι Έλληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη πρός την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρμόνισαν με το χριστιανισμό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυία. Έχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισμό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθμός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δημοκρατία του δρόμου.
Ωστόσο, λείπει ο λόγος. Οι Νεοέλληνες, καθώς αφομοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαική σκέψη, συλλογίζονται μεν, αλλά δέν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαμόρφωσης και μορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό μπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Έλληνες μοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασμένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να μεταμορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτης δεν ορθώνονται σε μορφές της Χαρας, επειδή λείπει ο στοχασμός. Ακόμη και μια παράξενη χαρά της ζωής μπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο με μιάν ορισμένη μελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη μεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εμβέλεια οικουμενική.

Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση πoυ αρχίζει με ένα απότομο «γιατί;». [...] Οι Νεοέλληνες, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, μιλούν πoλύ και δεν έχουν συντεταγμένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καμιά συνέχεια• βαδίζουν πάνω σ' ένα δρόμο αλλά δεν πορεύονται.


- Εν αντιθέσει με την σκέψη, η ποίηση ευδοκιμεί.

Η φωνή των ποιητών είναι η μόνη φωνή που ακόμη αξίζει να ακούγεται. [...] Ότι η νεοελληνική ποίηση είναι ωραία και αληθινή, το είπαμε ήδη, αλλά είναι πoλύ περισσότερο ένα τραγούδι, μια κραυγή, μια φαντασιακή προβολή και πολύ λιγότερο ένας ποιητικός λόγος. Κι όμως, υπηρξαν ο Σολωμός και ο Καβάφης και ο Σικελιανός και ο Σεφέρης.

-Η απουσία προτύπων εμποδίζει τη διαμόρφωση ενός συνόλου - οι πολλές και ασύμβατες μεταξύ τους Ελλάδες:

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες μορφές, οι εκπαιδευτές και τα «παραδείγματα» δεν προσφέρονται σε όσους αναζητούν έναν προσανατολισμό.
Kαι εκ του γεγονοτος ότι λείπουν τα μοναδικά παραδείγματα, βασιλεύει στη χώρα μια εκπληκτική και αποπροσανατολιστική πολλαπλότητα. Τα διαφορετικά πρόσωπα της Ελλάδας διόλου δεν συνθέτουν μια και μόνη μορφή, έστω και κατακερματισμένη. Η πολλαπλότητα δεν εγείρεται στο επίπεδο ενός συνόλου που να περιέχει διαφοροποιημένα μέρη. Υπάρχει μια Ελλάδα αγροτική και γραφική τραγουδισμένη από ήσσονες ποιητές [...] Υπάρχει η Ελλάδα των ναυτικών και των ψαράδων [...] Υπάρχει η Ελλάδα του κοσμάκη που γεμίζει τα καφενεία και τις ταβέρνες, διαβάζει τις εφημερίδες και εξαίρει τα προτερήματα της ακινησίας [...] Υπάρχει η Ελλάδα της «μεγάλης» πόλης, της οποίας η αστική τάξη θα ήθελε να είναι ευρωπαική αστική [...] Υπάρχει η Ελλαδα που δίνει την εντύπωση ότι θέλει να εγερθεί ως το οικουμενικό επίπεδο [...] Όλες αυτές οι Ελλάδες πράγματι υπάρχουν και είναι αδύνατον να τις αρνηθεί κανείς. Είναι μήπως εξίσου αδύνατο να ξεπερατούν προς όφελος μιας πραγματικής σύνθεσης;

- Κάποια συμπεράσματα:

Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ένότητα, μια ράτσα, είτε το μελλοντικό μέλος μιας μελλοντικής Συνομοσπονδίας. Η μοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ' το σημάδι της αναζήτησης του θεμελίου είτε κάτω απ' το σημάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών.

Η Ελλάδα οφείλει ν' αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήματα: ν' αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δομής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της• οφείλει ν' αποκτήσει μια γνώση και ν' αναπτύξει τις επιστήμες. Αφήνοντας κατά μέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει μήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας;
Θα εκτιναχθεί -σαν μεταλλικό ελατήριο πιεσμένο από καιρό- προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης;

Saturday, September 29, 2012

Jazz Stories II

Τζαζ και λογοτεχνία συνέχεια. Μετά το "Κουτσό" του Κορτάζαρ, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το "Στον Δρόμο" του Κέρουακ. Αν με μάγεψαν οι περιγραφές του είναι γιατί παρουσιάζουν την τζαζ έτσι όπως ήταν όταν γεννήθηκε και λατρεύτηκε: μια μουσική γεμάτη ζωντάνια που παιζόταν οπουδήποτε, αρκεί να υπήρχε ορχήστρα, καπνός και ουίσκυ (ή έστω φτηνό κρασί). Μια μουσική που ξεσήκωνε τον κόσμο να χορέψει, να ξεφαντώσει, να ερωτευτεί.

Το ότι ακούμε πλέον τη τζαζ σε αποστειρωμένες συναυλιακές αίθουσες, καθιστοί, ανέκφραστοι, άκαπνοι και ξενέρωτοι σημαίνει ότι αν και οι παρτιτούρες υπάρχουν ακόμα, το πνεύμα της δεν είναι πια ζωντανό. Την εξετάζουμε σαν ένα άψυχο, μουσειακό είδος. The end of Jazz.

Το κείμενο που υποσχέθηκα:

ΚΑΤΕΒΗΚΑΝ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ καί ξεκινήσαμε γιά τή μεγαλειώδη μας νύχτα σπρώχνοντας ακόμα μιά φορά τ' άμάξι κάτω στό δρόμο. «Γιόχοο! Πάμε!», φώναξε ό Ντήν καί πηδήσαμε στό πίσω κάθισμα, καί φύγαμε μέσ' από 'να τράνταγμα σιδερικών γιά τό μικρό Χάρλεμ της Φόλσομ Στρήτ.
Πηδώντας εξω, μέσα στή ζεστή, τρελή νύχτα, ακούσαμε εναν παλαβό σαξοφωνίστα νά παίζει καί ν' ακούγεται ως εξω τό δρόμο, να λέει: «Έι-Α! Έι-Α! Έι-Α! », χτυπωντας τα χέρια στο ρυθμό ενώ ο κόσμος ξεφώνιζε: «Μπρός, δώσ' του, δώσ' του!». Ό Ντην διέσχιζε κιόλας τό δρόμο τρέχοντας μέ τόν αντίχειρά του στόν αέρα, φωνάζοντας: «Παίξε, φίλε μου, παίξε!». Μιά παρέα μαύρων μέ κοστούμια του σαbβατόβραδου κραύγαζαν μπροστά στήν πόρτα. Ήταν ενα σαλούν γεμάτο πριονίδι μέ μιά μικρή εξέδρα όπου ήταν στριμωγμένα παιδιά τής ορχήστρας, φορώντας τά καπέλα τους καί παίζοντας πάνω απ' τά κεφάλια του κόσμου, ενας παλαβός τόπος• τρελές χοντρές γυναίκες κυκλοφορουσαν πότε-πότε ολόγυρα μέ τά μπουρνούζια τους, μπουκάλια τσουγκρίζονταν στά δρομάκια. Στό βάθος του σαλούν, σ' ενα σκοτεινό διάδρομο, πιό πέρα απ' τίς βρωμερές τουαλέτες, μερικοί έστεκαν όρθιοι ακουμπώντας στόν τοίχο, πίνοντας σποντιόντι καί φτύνοντας στ' αστέρια –ουίσκυ και κρασί. Ο σαξοφωνίστας με το καπέλο έπαιζε στο ψηλότερο σημείο ένα θαυμάσιο αυτοσχεδιασμό• πού πετύχαινε μιά σειρά κρεσέντο καί ντεκρελό «Έι-ντί-λι-γιά!» καί έπαιζε παρέα στήν παταγώδη βροντή των ντράμς, πού τό δέρμα τους ήταν αυλακωμένο από τά τσιγάρα πού αφηναν εκεί πάνω, καί πού τά σφυροκοπουσε ενας μεγαλόσωμος, κτηνώδης νέγρος μ' ενα ταυρίσιο σβέρκο, πού δέν εδινε δεκάρα γιά τίποτα εκτός από τό νά τιμωρεί τά εκρηκτικά του τύμπανα, μπάμ, μπάμ-τι-μπούμ, μπάμ.
Μια, βαβούρα από νότες κι ο' σαξοφωνίστας το’ πιασε καί όλοι μας ξέραμε πώς τό 'πιασε. Ό Ντην έσφιγγε τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια μέσα στό πλήθoς κι ήταν ενα πλήθoς πού παραληρουσε. Όλοι παρακινουσαν τόν σαξοφωνίστα, νά τό κρατήσει καί νά τό πάει ετσι, μέ κραυγές καί φλογισμένα μάτια, κι αυτός ξεδιπλωνόταν και έσκυβε πάλι με το σαξόφωνο του, διαγράφοντας μια τροχιά πάνω απ' τό έξαλλο πλήθoς ενώ αφηνε μιά δυνατή στριγγλιά. Μιά νέγρα εξι πόδια ψηλή καί κοκαλιάρα βάλθηκε νά κουνάει τά κόκαλά της μπροστά στό σαξόφωνο του τύπου κι εκείνος της πέταξε ένα παρατεταμένο, «Έι! Έι! Έι!». Όλοι μας κουνιόμαστε καί oυρλιάζαμε. Η Γαλάτεια κι η Μαίρη, μέ μιά μπύρα στό χερι, ήταν ορθιες πάνω στίς καpεκλες τους, καί κουνιόνταν καί χοροπηδουσαν. Παρέες νεγρων έφταναν πατείς με πατώ σε απ' τό δρόμο, σπρώχνοντας ο ένας τόν αλλο γιά νά μπουν μέσα. « Κράτα το γερά, άνθρωπε!», ούρλιαξε ένας με μιά βραχνή φωνή κι εβγαλε ενα δυνατό βρυχηθμό πού πρεπει ν' ακούστηκε σ' όλο τό Σακραμεντο, ά-αα! «Ούου!», εκανε ο Nτην. Έξυνε τό στήθος του, την κοιλιά του, ο ιδρώτας έτρεχε απ το προσωπο του. Μπούμ, μπάμ, αυτός ό ντράμερ κοπανούσε τά ντράμς του κάτω στό κελάρι κι ό ήχος απ' τίς δολοφονικές μπαγκέτες του ανέβαινε ως επάνω, εκκωφαντικά. Ένας χοντρός τύπος πηδουσε πάνω στην εξέδρα, και την έκανε να βουλιάζει και να τρίζει. « Γιόου!». Ο πιανίστας χτυπούσε δυνατά τά πλήκτpα μέ τά ανοιχτά αετίσια δάχτυλά του, παίζοντας ακόρντα, στα διαστήματα που ο μεγαλος σαξοφωνίστας έπαιρνε αναπνοή πρίν ξεσπάσει πάλι, -κινέζικα ακόρντα πού έκαναν το πιάνο, να ανατριχιάζει σε κάθε κομμάτι ξύλου του, σε κάθε χαραμάδα καί σύρμα του, μπόινγκ! Ο σαξοφωνίστας πήδησε κάτω απ' την εξεδρα καί στήθηκε στη μέση του πλήθoυς, σαλπίζοντας πρός κάθε κατεύθυνση• τό καπελο του έπεφτε στά μάτια• κάποιος του τό 'σπρωξε πίσω. Κράτησε την αναπνoή του καί χτύπησε μέ τό πόδι καί εβγαλε έναν ήχο βραχνό σάν μούγκρισμα, μετά πήpε ανάσα και σήκωσε ψηλά το σαξόφωνο και έβγαλε έναν ήχο οξύ και δυνατό, που έσχισε τον αερα. Ο Ντην ηταν ακριβώς απέναντι του, με το πρόσωπο σκυμμένο πάνω στό ανοιγμα του σαξοφώνου, κτυπώντας τα χέρια του, ποτίζοντας μέ τόν ιδρώτα του τά πλήκτpα του σαξόφωνου, κι ο άνθρωπος το πράσεξε και γελασε μέσα στο σαξόφωνο του μ' ένα παρατεταμένο ανατριχιαστικό καί τρελό γελιο κι ολοι γέλασαν μαζί του και κουνιόνταν και κουνιόνταν• και τελικά ο σαξοφωνίστας απoφάσισε να παίξει τον επίλογο του και χαμήλωσε και κράτησε γιά αpκετή ώρα ψηλά τη νότα του ντό, ενω ολοι κατέρρεαν μέσα στην αίθουσα κι οι φωνές δυνάμωναν και είπα πως θα πλακώσouν οι μπάτσοι σάν ακρίδες απ' τό πιό κοντινό τμήμα. Ο Ντην βρισκόταν σε έκσταση. Τά μάτια του σαξοφωνίστα ήταν στραμμένα ίσια κατά πάνω του• είχε εκεί ένα παλαβό που όχι μόνο ένιωθε αλλά είχε καί την έννοια καί τό πάθος νά νιώσει ολοένα καί περισσότερα απ' αυτά πού υπήρχαν καί άρχισαν νά κάνουν ντουέτο οι δυό τους• καί όλα γίνονταν και λέγoνταν με το σαξόφωνο, όχι πια φράσεις, αλλά κραυγές, τίποτα παραπάνω από κραυγές, «Μπάουφ!» καί πάλι κάτω στό «Μπίπ!» καί πάνω στό «Ίιιι!» καί κάτω στά μπάσα καί πάνω στά πλάγια. Δοκίμασε τά πάντα, πάνω, κάτω, στά πλάγια, πάνω-κάτω, οριζόντια, στίς τριάντα μοίρες, καί τελικά έπεσε ανάσκελα στα χέρια κάποιου απ' τό πληθος καί εμεινε εκεί κι όλος ο κόσμος σπρωχνοταν γυρω του και ξεφώνιζε: « Ναι! Ναι! Τα κατάφερε να το παίξει!». Ο Ντην σκουπιζόταν με το μαντήλι του.
Μετά ο σαξοφωνίστας σκαρφάλωσε πάνω στην εξέδρα καί ζήτησε να παίξουν έναν αργό ρυθμό καί κοίταζε θλιμμένα έξω απ' την ανοιχτή πόρτα πάνω απ' τά κεφάλια τών ανθρώπων κι αρχισε νά τραγουδάει: «Κλείσε τά μάτια σου». Σ' ένα λεπτό τά πράματα καλμάρησαν. Ο σαξοφωνίστας φορούσε ένα κουρελιασμένο καστόρινο σακάκι, ένα κατακόκκινο πουκάμισο, σχισμένα παπούτσια κι ενα ασιδέρωτο παντελόνι σωλήνα• δέν νοιαζόταν. Έμοιαζε μ' ένα νέγρο Χόσελ. Τα μεγάλα του καστανά μάτια ηταν γεμάτα θλίψη και ο τρόπος πού τραγουδούσε αργόσυρτος καί μέ μεγάλες στροχαστικές παύσεις. Αλλά στο δεύτερo ρεφραίν, άναψε και πήδηξε κάτω απ’ την εξέδρα, σκύβοντας μέ τό μικρόφωνο στό χέρι. Γιά νά δώσει τόν τόνο μιας νότας, έπρεπε νά αγγίξει την άκρη τών παπουτσιών του
καί νά ξανασηκωθεί μ' όλο του τό κορμί πρίν την τραγoυδήσει καί την έλεγε τόσο δυνατά πού τρέκλιζε απ' τόν απόηχο καί έβρισκε ξανά την ισορροπία του μόνο τη στιγμή πού έπρεπε νά βγάλει την επόμενη αργόσυρτη νότα. «Moυ-oυ-oυ-oυσική παι-αι-αι-αι-αίζει!». Έπεσε πίσω, μέ τό κεφάλι γυρισμένο πρός τό ταβάνι καί τό μικρόφωνο κάτω απ το στόμα. Σείστηκε, ταλαντεύτηκε. Μετά έσκυψε, αφήνoντας σχεδόν τό κεφάλι νά πέσει πάνω στό μικρόφωνο. «Κά-α-α-αντο όπως σε όνειρο για να χορέψουμε...», και κοίταξε έξω, στο δρόμο, έχοντας στά χείλη ένα μορφασμό περιφρόνησης, ένα λυπημένο χαμόγελο όπως της Μπίλυ Χόλιντέη ... «ενώ πάμε ονειροπω-ω-ωλώντας ... », λικνίστηκε από δεξιά στ' αριστερά. «Τής αγάπης γιορτή ... ». Τίναξε το κεφάλι, αηδιασμενος και κουρασμένος απ τον κόσμο ... «Θα μοιάζει...» θα μοιάζει με τι; Όλος ο κόσμος περίμενε• κλαψούρισε: «...εντάξει». Ο πιανίστας έπαιξε ένα ακόρντο. «Έλα μωρό, δεν έχεις παρά να κλείσει-ει-ει-εις τα όμορφα ματά-α-α-ακια σου...». Τά χείλη του τρέμισαν, μας κοίταξε, τόν Ντην κι εμένα με μιά έκφραση πού έμοιαζε νά λέει: λοιπόν, τώρα, τί κάνουμε όλοι μέσα σ' αυτόν τόν μαύρο καί θλιβερό κόσμο; -καί μετά εφτασε στό τέλος του τραγουδιού του, καί γι' αυτό έπρεπε νά γίνουν κάτι λεπτές προεργασίες πού κράτησαν τόσην ώρα πού θά μπορουσες νά στείλεις τηλεγραφηματα σ' όλο τόν κόσμο μιά ντουζίνα φορές, μά τί σημασία είχε γιά τόν καθένα; Εφόσον εκεί πέρα ήμασταν γιά νά κλωθογυρίζουμε καί νά βράζουμε στό ζουμί της φτωχής χαμένης μας ζωής σ' αυτούς τούς καταραμένους απ' τό Θεό δρόμους του ανθρώπου, όπως τό 'λεγε καί τό τραγουδουσε «κλείσε ... τά ... » καί τό 'λεγε στραμμένος πρός τό ταβάνι καί πέρα απ' αυτό ως τ' αστέρια καί πιό πέρα ... «μά-α-α-α-α-τια σου...» κι άφησε την εξέδρα τρεκλίζοντας γιά νά πάει νά τό σκεφτεί καλά. Κάθισε σέ μιά γωνιά μέ μιά παρέα τύπους, χωρίς ν' ασχοληθεί μαζί τους . Κατέβασε τό κεφάλι κι άρχισε να κλαίει. 'Ηταν ο πιο, μεγάλος.
Ό Ντην κι εγώ πλησιάσαμε νά του μιλησουμε. Τόν καλέσαμε νά 'ρθει μεέχρι τ’ αμάξι . Μέσα στ’ αμάξι, βάλθηκε ξαφνικά να ξεφωνίζει: «Ναί, δέν υπάρχει τίποτα πού νά μ' αρέσει περισσότερο απ' τίς καλές πλάκες! Που πάμε;». Ο Ντην χοροπήδησε πάνω-κάτω πάνω στό κάθισμα καγχάζοντας μέ μανία. «Μιά στιγμη! Μιά στιγμη!», είπε ό σαξοφωνίστας. «Θά 'ρθει ό γιός μου νά μας πάει μέχρι στου Τζέημσονς Νούκ, όπου πρέπει νά τραγουδησω. Φίλε μου, ζω γιά νά τραγουδώ. Είναι δυό βδομάδες πού τραγουδω «Κλείσε τά μάτια σου» , -δέν θέλω νά τραγουδήσω τίποτ' άλλ.ο. Εσείς, τί φτιάχνετε, παιδιά;». Του είπαμε πώς θά φεύγαμε σέ δυό μέρες γιά Νέα Υόρκη. «Θεέ μου, δέν εχω πάει ποτέ εκεί πέρα καί λένε πώς είναι πραγματικά διασκεδαστικη πόλη, μά δέν εχω λόγο νά παραπονιέμαι για τον τοπο όπου βρίσκομαι. Είμαι παντρεμένος, ξέρετε».
«Ά, ναί;», έκανε ανάβοντας ο Nτην. «Καί που είναι η καλή σου απόψε;».
«Τί θές νά πείς;», είπε ο σαξoφωνίστας καί τόν κοίταξε μέ την άκρη του ματιου. «Σου είπα πώς ήμουν παντρεμένος μαζί της, έτσι;».
«Και βέβαια, και βέβαια», είπε ο Ντην. «Έτσι ρώτησα. Ίσως έχει φίλες; Ή αδελφές; Γιά νά τό ρίξω εξω, καταλαβαίνεις, απλώς γιά νά τό ρίξω εξω».
« Α ,σε τι βοηθάει να το ρίχνεις έξω, η ζωή είναι πολύ θλιβερή γιά νά περνάς τόν καιρό σου διασκεδάζοντας», είπε σαξoφωνίστας κοιτάζοντας τό δρόμο, μέ χαμηλωμένα τά μάτια. «Σκ-κ-κα-τά.», είπε. «Δεν εχω φράγκο και καρφί δε μου καίγεται απόψε».
Γυρίσαμε γιά λίγο ακόμα μέσα. Τά κορίτσια είχαν τόσο αηδιάσει βλέποντάς μας τόν Ντην κι εμένα νά παραληρούμε καί νά πηδάμε ένα γύρω, που είχαν φύγει κι είχαν πάει με τα πόδια στουΝούκ• τ' αυτοκίνητο δέν έπαιρνε πάντως μπρoστά. Είδαμε στό μπαρ ένα τρομερό θέαμα: μιά αξιoθρήνητη ξανθιά αδερφή είχε έρθει φορώντας μια πουκαμίσα απ’ τη Χαβάη και ρωτούσε τον χοντρό ντραμίστ αν μπορούσε ν' ανέβει πάνω. ΟΙ μουσικοί τόν κοίταζαν με καχύποπτο ύφος. «Ξέρεις να παίζεις;». Έιπε πως ναι, κανοντας και γκριμάτσες ταυτόχρονα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν: «Ναί, ναί, αυτό κάνει ο άνθρωπος, σκ-κ-κατά!». Κάθισε λοιπόν η ξανθούλα μπροστά στα τύμπανα κι έπιασαν ένα ρυθμό τζαμπ και βάλθηκε να χαιδεύει μαλακά τά πιατίνια μ' ενα σκουπάκι, κουνώντας τό λαιμό της, μ' αυτη την επηρμένη εκσταση πού δημιουργεί η ψυχανάλυση του Ράιχ, καί πού δέν σημαίνει τίποτ' άλλο εκτός από κατάχρηση τσαγιού κι ελαφρές τροφές καί ανόητες πλάκες. Άλλά δεν νοιαζόταν. Χαμογελούσε χαρωπά στό κενό καί κρατουσε τό ρυθμό, αλλά πολύ απαλά, μέ μιά αντίστιξη κακαρισμάτων καί κελαηδισμάτων στα συμπαγή καί βροντερά μπλούζ πού έπαιζαν τά παιδιά, χωρίς ν' ασχολούνται μαζί του. Ο χοντρός νέγρος ντραμίστας με τον ταυρίσιο λαιμό καθόταν περιμένοντας τη σειρά του. «Τί κάνει αυτός ο τύπος εκεί;», είπε. «Παίξε μουσική!», είπε. «Τί διάβολο», «σκ-κ-κ-κατά!», και απόστρεψε αηδιασμένος τα μάτια του.
Ήρθε ο γιός του σαξοφωνίστα• ήταν ένας μικρόσωμος νέγρος ντυμένος στην τρίχα, μέ μιά μεγάλη καί φαρδιά Κάντιλακ. Πηδήξανε όλοι μέσα. 'Έσκυψε πάνω στό τιμόνι, κι έριξε τ'άμάξι σάν τόν άνεμο, μέσα στό Φρίσκο, χωρίς νά σταματήσει στιγμή, μέ εβδομήντα μίλια τήν ωρα, μέσα στην κυκλοφορία, χωρίς κάν νά τόν προσέξει κανεις, τόσο περίφημος ήταν. Ο Ντην ήταν σε έκσταση. «Πρόσεξε αυτό τόν τύπο, φίλε μου! Πρόσεξέ τον πως κάθεται εκεί καί δέν κουνάει ούτε τό δαχτυλάκι του καί μαστιγώνει τό υλικό καί ταυτόχρονα μπορεί νά μιλάει όλη νύχτα, μα ορίστε, δέν κουράζεται να μιλάει, ά, φίλε μου, τα πράματα, τα πράματα, τα πράματα ποu θά μπορουσα ... ποu θά 'θελα ... ω, ναί. Άντε, πάμε, μή σταματάμε ... πάμε! Ναί!». Καί τό παιδί έστριψε σέ μιά γωνιά του δρόμου καί μας κάρφωσε μπροστά ακριβώς απ' του Τζέημσονς Noυκ καί παρκάρησε. Ένα ταξί σταμάτησε• κι ένας κοντός αδύνατος καί ξερακιανός νέγρος ίεροκήρυκας πήδηξε από μέσα καί πέταξε ένα δολάριο στον ταξιτζή και ξεφώνισε: «Φύσα το!», και μπήκε τρέχοντας μέσα στό κλάμπ καί πηγε καί χώθηκε κατευθείαν στο μπαρ του ισογειου, ξεφωνίζοντας: «Φύσα• φύσα• φύσα!», καί ανέβηκε σκουντουφλώντας τά σκαλιά, παρά λίγο νά πέσει μέ τα μούτρα, καί πέρασε σάν σίφουνας την πόρτα καί έπεσε μέσα στην αίθουσα της τζάζ μέ τά χέρια μπροστά γιά νά αποκρουσει κάθε εμπόδιο που θα `μπαινε στο δρόμο του, κι έπεσε κατευθείαν πάνω στόν Λαμπσέιντ ποu δούλεuε εκείνο τόν καιρό γκαρσόνι στου Τζέημσονς Ντouκ κι η μουσική ήταν εκεί εκρηκτική κι εκείνος στάθηκε καρφωμένος στην ανοιχτή πόρτα ξεφωνίζοντας: «Παίξ' το γιά μένα, φίλε, παιξ’ το!». Κι ο φίλος ήταν ένας μικροσκοπικός νέγρος, μ’ένα άλτο σαξόφωνο, που όπως εΙπε ο Ντην, έλεγαν, πώς έμενε μέ τή γιαγιά του ακριβώς όπως ο Τόμ Σνάρκ, κοιμόταν όλη μέρα, καί έπαιζε όλη νuχτα, καί επαιζε καμιά κατοσταριά φορές τό ίδιο ρεφραίν προτού νιώσει έτοιμος γιά τη μεγάλη στιγμή, καί στό σημείο εκείνο ήταν που μπήκαμε. « Έιναι ο Κάρλο Μαρξ!», ξεφώνισε ο Ντην πάνω απ' όλο τό παραλήρημα.
Καί ηταν. Τό μικρό αγόρι της γιαγιάς μέ τό επιδιορθωμένο του άλτο είχε σπινθηροβόλα σα χάντρες μάτια• μικρά στραβά ποδαράκια• σφιχτές γάμπες• καί πηδούσε καί χειρονομούσε μέ τό σαξόφωνό του καί κλωτσούσε ολόγυρα στόν αέρα κρατώντας τά μάτια του καρφωμένα στό ακροατήριο (πού τό αποτελουσαν άνθρωποι πού γελουσαν, καθισμένοι σέ μιά δωδεκάδα τραπέζια, μέσα σ' ενα δωμάτιο τριάντα επί τριάντα πόδια καί χαμηλοτάβανο), καί δέν σταματούσε στιγμή. Οι αυτοσχεδιασμοί του ήταν πολύ άπλοί. Αυτό
πού του άρεσε ήταν η έκπληξη μιας καινούργιας κι απλής παραλλαγής στό ρεφραίν. Ξεκινουσε μ' ενα «τα-τούπ-τάντερ-ρα-ρα ... τα-τούπ-τάντερ-ραρα», επαναλαμβάνοντάς το μέ πηδηματάκια ολόγυρα καί φιλιά στό σαξόφωνό του καί χαμόγελα μέχρι τό «τάτούπ-ιι-ντά-ντί-ντέρα-ΡΑΠ! τά-τούπ-ιι-ντά-ντί-ντέρα-ΡΑΠ!» καί κάθε φορά επικρατούσαν ανάμεσα σ' αυτόν κι οσους τόν άκουγαν μεγάλες στιγμές γέλιου καί συνεννόησης. Ο ήχος του ήταν καθαρός σάν καμπάνα, ψιλός, αγνός, καί επαιζε ακριβώς κάτω απ' τή μύτη μας, δυό πόδια πιό κει. Ο Ντην ήταν όρθιος απέναντί του, αποκομμένος από καθετί αλλο στόν κόσμο, μέ τό κεφάλι σκυμμένο, τά χέρια νά χτυπουν στό ρυθμό, όλο του τό κορμί νά χοροπηδάει πάνω στίς φτέρνες κι ο ιδρώτας, πάντα ο ιδρώτας, νά πλημμυρίζει καί νά πιτσιλίζει τόν ταλαίπωρο γιακά του πρίν σχηματίσει μιά αληθινή λίμνη μπροστά στά πόδια του. Η Γαλάτεια κι η Μαίρη ήταν εκει καί κάναμε πέντε ολόκληρα λεπτά νά τό πάρουμε είδηση. Ούου! οι νύχτες του Φρίσκο, η άκρη της ηπείρου καί τό τέλος της αγωνίας, αντίο όλη αυτή η θλιβερή αγωνία καί οι βλακείες. Ο Λαμπσέιντ έτρεχε γύρω-γύρω μέ τούς δίσκους της μπύρας• ο,τι έκανε ήταν μέσα στο ρυθμό• ξεφώνιζε στη σερβιτόρα με το ρυθμό: «ΚαΙ τώρα, μωρουδάκι, κάνε μου χώρο, κάνε μου χώρο, έρχεται ο Λαμπσέιντ από κει», καί τήν προσπερνουσε φουριόζος με τίς μπύρες στόν αέρα κι ορμούσε μέσα απ' τη δίφυλλη πόρτα της κουζίνας καί χόρευε μέ τίς μαγείρισσες καί ξαναρχόταν καταϊδρωμένος. Ο τρομπετίστας καθόταν τελείως ακίνητος σέ μιά γωνιά του τραπεζιού μ' ένα ανέγγιχτο ποτήρι μπροστά του κοιτώντας απορροφημένος τό κενό, μέ τά χέρια του νά κρέμονται στά πλευρά του, ώσπου άγγιζαν σχεδόν το πάτωμα, τα πόδια του απλωμένα μπροστά σάν γλώσσες κρεμασμένες, •όλο του το κορμί ξεραμένο από μιά απόλυτη βαρεμάρα καί μιά απόλυτη θλίψη καί τό μόνο πού είχε στο μυαλό του ή ταν: ένας άνθρωπος που ψοφούσε όλα τα βράδια καί άφηνε τούς άλλους νά του δώσουν τη χαριστική βολή τη νύχτα. Όλα γυρνούσαν γύρω του σάν μέσα σ' ένα σύννεφο. Καί ό μικρός σαξοφωνίστας της γιαγιας, αυτός ό μικρός Κάρλο Μάρξ, πηδούσε καί χόρευε σά πίθηκος μέ τό μαγικό του σαξόφωνο καί έπαιζε διακόσια ρεφραίν από μπλούζ, τό ενα πιό τρελό από τ' άλλο, χωρίς νά δείχνει τό παραμικρό σημάδι εξάντλησης η επιθυμίας νά ξημερώσει. Όλη η αίθουσα έτρεμε.

Wednesday, September 19, 2012

Μια δικτατορία θα μας σώσει

Η άποψη ότι «ένας δικτάτορας θα μας σώσει» ή «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται» είχε ανέκαθεν απήχηση σε ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινής γνώμης, ακόμα και σε καιρούς πολύ καλύτερους από τους τωρινούς που η οργή και η σύγχιση μετέτρεψαν την Χ.Α από μια ασήμαντη παρέα περιθωριακών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη.
Σκαλίζοντας ανάμεσα σε παλιά άρθρα του Μ. Πλωρίτη, έπεσα πάνω σε ένα του 2002 που αναφέρεται σε αυτό το θέμα. Αφορμή ήταν μια έρευνα του «Βήματος», που εν μέσω προ-ολυμπιακής ευφορίας, κατέγραψε μεγάλα ποσοστά νοσταλγών του ολοκληρωτισμού.

Ιδού οι σκέψεις του:

Ο δικτατορικός Παράδεισος

* Τα ίδια τα πρωτοπαλίκαρα της δικτατορίας έχουν αποκαλύψει τη διαφθορά, την απάτη και τη βαρβαρότητα του απριλιανού άγους

ΔΕΝ έφτανε που, σύμφωνα με έρευνα του «Βήματος» (21.4), το 20,7% απ' τους ερωτηθέντες απεφάνθη πως η απριλιανή δικτατορία «έκανε καλό» στην Ελλάδα κι άλλο ένα 19,8% πως «ούτε καλό έκανε ούτε κακό». (Σύνολο 40,5%). Νεότερη έρευνα της εφημερίδας (23.4) προσκόμισε ακόμα πιο φωτερά αποτελέσματα, όχι πια για το παρελθόν αλλά για το μέλλον: το 13,2% πιστεύει «απόλυτα» πως «μόνο μια δικτατορία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διαφθοράς που παρατηρούνται στη χώρα» και ένα 7,3% «μάλλον συμφωνεί» μαζί τους (Σύνολο 20,5%).
Ηγουν: τέσσερις στους δέκα Ελληνες θεωρούν πως η στρατιωτική τυραννία στάθηκε ευεργετική ή έστω ανώδυνη, ενώ ένας στους πέντε πιστεύει πως μια (νέα) δικτατορία θα ήταν εθνοσωτήρια. Δηλαδή, θα εξασφάλιζε διοίκηση έντιμη και αποτελεσματική, δίκαιη και εξυπηρετική των εθνικών συμφερόντων.
Επειδή, λοιπόν, φαίνεται πως ορισμένων «η κρίση έφυγε να πάει σε κτήνη αναίσθητα κι αυτοί έχασαν το νου τους» [1], ανάγκη να τους θυμίσουμε ή να τους πληροφορήσουμε τι «μάννα εξ ουρανού» στάθηκε η πεφιλιμένη τους δικτατορία για τη χώρα - όπως και για κάθε χώρα. Και κριτές και μάρτυρες δεν θα καλέσουμε τους «κακόπιστους» πολέμιους της τότε και πάσης δικτατορίας, αλλά τους ίδιους τους δικτάτορες και τα πρωτοπαλίκαρά τους.
ΠΕΡΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ. Το μέγα επιχείρημα των εθνοσωτήρων ήταν ο «επικείμενος κομμουνιστικός κίνδυνος», που θα «υποδούλωνε τη χώρα».
Αλίμονο, όμως! Τον ισχυρισμό τους τον διέψευσαν κατηγορηματικά όχι μόνο ο άπεφθος «τέως», λέγοντας στη Ρώμη (μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημά του της 13.12.67) πως η χούντα «δεν κατόρθωσε να προσκομίση καμμίαν απόδειξιν περί υπάρξεως κάποιας παρανόμου ενόπλου ομάδος, η οποία ήτο έτοιμη να επαναστατήση», αλλά και αυτός ούτος ο πανέντιμος αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος: «Στα χρόνια πριν από την κατάληψιν της εξουσίας (21.4), η δημοκρατία στην Ελλάδα δεν εκινδύνευε να ανατραπή από την άμεση δράση του κομμουνισμού»[2].
Για να ολοκληρωθεί, όμως, η απάτη, οι στασιαστές πρόσθεσαν και την παραχάραξη: ο σεπτός «τέως» δήλωνε, στο διάγγελμά του της 13.12.67: «Η κατάστασις της 21 Απριλίου επλαστογράφησε ακόμη και το όνομά μου» στο Β. Διάταγμα που κήρυττε στον Στρατιωτικό Νόμο...
ΠΕΡΙ ΗΘΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ. Οπως φαντάζονται οι σημερινοί εραστές της δικτατορίας, έτσι και οι απριλιανοί δράστες της αυτοπαρουσιάζονταν σαν θεραπευτές πάσης νόσου και πάσης διαφθοράς του κοινοβουλευτισμού.
Το «περίεργο» είναι πως οι ίδιοι διαπρέψανε όσο κανένας άλλος σ' αυτό το άθλημα - αν πιστέψουμε τους δικούς τους αδαμάντινους λόγους:

Ο περινούστατος Παττακός λ.χ. έγραφε σε έκθεσή του της 7.8.1968 προς τον «αδελφό» του Παπαδόπουλο: «Υπάρχει ανηθικότης, αδικία, νεποτισμός... Η "χούντα" (sic) καλοπερνά... κλέβει... φιλοξενείται». Και ο έτερος «αδελφός» Ν. Μακαρέζος δήλωνε τον Νοέμβριο 1973: «Ευτελής ποιότης και κακοσμία μεθόδων, αι οποίαι προσιδιάζουν σε φασιστικά καθεστώτα»... Ενώ ένα άλλο πρωτοπαλίκαρο, ο Δ. Σταματόπουλος, έφριττε, τον ίδιο μήνα, για την «συσσωρευθείσα κόπρον του Αυγείου»... Λίγο αργότερα (12.12.73) ο «υπουργός» Δικαιοσύνης Σπ. Τριανταφύλλου μιλούσε για «περιπτώσεις οικονομικών σκανδάλων, χαριστικών παροχών και παρανόμων πλουτισμών υπό προσώπων αναμιχθέντων εις την διαχείρισιν των κοινών κατά τα τελευταία έτη»... Ακόμα και ο υμνωδός πάσης δικτατορίας Σάββας Κωνσταντόπουλος έγραφε στην εφημερίδα του «Ελεύθερος Κόσμος» (3.2.1974): «Το καθεστώς περιεβάλλετο από ατμόσφαιραν βαρείαν, ασφυκτικήν θα ελέγαμεν, περί σκανδάλων και ατασθαλιών... έχει υποστή ηθικήν φθοράν βαρείας μορφής... Χρειάζεται ισχυρότατον απορρυπαντικόν»...
ΠΕΡΙ ΑΨΟΓΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ. Οι νυν τυραννολάτρες νομίζουν πως η δικτατορία (η παρελθούσα και κάποια μέλλουσα) εξασφαλίζει την άρτια και τελεσφόρα λειτουργία του κράτους.
Κάπως διαφορετικός, όμως, ήταν ο απολογισμός της απριλιανής τοιαύτης - κατά τους αρχισυμμορίτες πάντα:

«Η γραφειοκρατία και ο μανδαρινισμός ευρίσκονται και πάλιν εις την δόξαν των», έγραφε ο Παττακός στην παραπάνω έκθεσή του... «Χρησιμοποιούνται σε θέσεις κλειδιά τα πλέον φαυλοκρατικά πρόσωπα», πρόσθετε ο «υπουργός» Δ. Ματθαίου (Νοέμ. 1973)... Ο «πρωθυπουργός» της δικτατορίας Νο 2, Α. Ανδριτσόπουλος, στις προγραμματικές δηλώσεις του (28.11.73), κατάγγελνε την «πλήρη αδυναμίαν λειτουργίας της Πολιτείας», προσθέτοντας: «Οι θεσμοί, αντί να υπηρετούν τον λαόν, μετετρέποντο απροσχηματίστως εις μέσα διατηρήσεως και ανεξελέγκτου ασκήσεως της εξουσίας»... Και ο «θεωρητικός» της δικτατορίας Γ. Γεωργαλάς (άρθρα του 1972 κε) συνόψιζε: «Δεν υπάρχει πουθενά ούτε εξουσία ούτε ευθύνη και, συνεπώς, ούτε αποτέλεσμα... Ολα εφθάρησαν... Σαν έθνος, ζούμε την Ωρα Μηδέν»...
Ο ΧΩΡΟΣ δεν επιτρέπει να επεκταθούμε και σε άλλους τομείς. Αλλά και μόνες οι «ρήσεις» που παράθεσα, φτάνουν να καταδείξουν το ποιον και το ήθος των τυραννίσκων που - κατά τη δική της ομολογία - στήριξαν την υποκλαπείσα εξουσία τους στην απάτη και την πλαστογραφία, στην ανηθικότητα και την αρπαγή, στα σκάνδαλα και τις ατασθαλίες, στη φαυλοκρατία και στην τρομοκρατία, για να καταβασανίσουν, λεηλατήσουν, εξευτελίσουν τη χώρα και τον λαό, και να οδηγήσουν τελικά στην εσαεί ανεπούλωτη κυπριακή τραγωδία.
Ή μήπως θα μας πουν πως μια άλλη από άλλους δικτατορία θα είναι καλύτερη, τιμιότερη, ικανότερη; Οι δικτατορίες έχουν, παντού και πάντα, τα ίδια κι απαράλλακτα ειδεχθή χαρακτηριστικά - και ο λόγος του λόρδου Ακτον ισχύει χωρίς καμιάν εξαίρεση: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Και καταλήγει πάντα σε απόλυτες καταστροφές. Οσοι δεν έχουν χάσει μνήμη και κρίση, ας αναλογιστούν πού οδήγησαν οι τυραννίες των Χίτλερ, των Μουσσολίνι, των Στάλιν, των Πινοσέτ, των Παπαδόπουλων και όλων των άλλων ουρανόσταλτων αρχαγγέλων του πατριωτισμού και του εθνικού καθαρμού... Αυτά θέλουν να ζήσουν ή να ξαναζήσουν;
....................
[1]. Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας, Πράξη Γ´, σκηνή 2, στ. 106. - [2]. Συνέντευξή του στην «Sunday Telegraph», 2.8.1970.

(Το Βήμα, 04/05/2002)

Πάντα είχαμε λόγους να είμαστε δυσαρεστημένοι από την Πολιτεία μας και να επιθυμούμε να αλλάξει, προφανώς προς το καλύτερο. Το αξιοπερίεργο (και ανησυχητικό) είναι ότι, πολλοί από εμάς, σαν απάντηση στην κακής ποιότητας δημοκρατία θεωρούμε τη δικτατορία, αντί για μια βελτιωμένη εκδοχή της δημοκρατίας.
Μερικές αιτίες που μπορώ να φανταστώ:
1. Όπως προκύπτει από τα γραφώμενα του Πλωρίτη, η ιστορική άγνοια και η ασθενής μνήμη. Οι θιασώτες του ολοκληρωτισμού δεν γνωρίζουν ή ξεχνούν, ότι οι επιδόσεις των καθεστώτων αυτών στα προβλήματα που υποτίθεται ότι ανέλαβαν να λύσουν δεν ήταν καθόλου καλύτερες ακόμα και από τις κακές δημοκρατίες.
2. Πολιτική οκνηρία. Μια καλή δημοκρατία προϋποθέτει ενεργούς πολίτες σε διαρκή εγρήγορση. Είναι πολύ βολικότερο να περιμένουμε από έναν «πεφωτισμένο» δικτάτορα να λύσει όλα μας τα προβλήματα και αν αποτύχει να τον βρίζουμε, παρά να αναλάβουμε τις ευθύνες μας σαν πολίτες.
3. Έλλειμμα δημοκρατικού πολιτισμού. Οι περίοδοι δημοκρατικής ομαλότητας στην ιστορία της Ελλάδας είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας, οπότε πιθανόν ένα τμήμα της κοινωνίας να μην έχει αφομοιώσει τους κανόνες της, τις απαιτήσεις της, τις προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της και τα ευεργετήματα της.

Ένα είναι βέβαιο: η επανάληψη των ίδιων λαθών είναι, όχι μόνο ολέθρια, αλλά και βαρετή. Μακάρι να είχαμε μερικούς Πλωρίτηδες για να μας θυμίζουν αυτά που θα έπρεπε να είναι γνωστά και αυτονόητα.

Wednesday, August 8, 2012

Olympic Heroes

Are all these world records and impressive performances at the Olympics clean? If we ever find out, it will probably be many years later when nobody cares anymore, as Carl Lewis says.

The legendary Carl Lewis (9 gold olympic medals) was defeated in the final of 100m in Seoul by Ben Johnson who had made an unbelievable (for that time) world record: 9,79! Ben Johnson was found positive to doping and ultimately humiliated. Carl Lewis won the medal and finished later his career without any problems linked to doping.

Here is the true story of the Carl (from The Guardian):

Lewis: 'Who cares I failed drug test?'

Carl Lewis has broken his silence on allegations that he was the beneficiary of a drugs cover-up, admitting he had tested positive for banned substances but claiming he was just one of "hundreds" of American athletes who were allowed to escape bans.

"There were hundreds of people getting off," he said. "Everyone was treated the same."

Lewis has now acknowledged that he failed three tests during the 1988 US Olympic trials, which under international rules at the time should have prevented him from competing in the Seoul games two months later.

The admission is a further embarrassment for the United States Olympic Committee, which had initially denied claims that 114 positive tests between 1988 and 2000 were covered up. It will add weight to calls by leading anti-doping officials and top athletes for an independent inquiry into the US's record on drug issues.

Last week Dr Wade Exum alleged that a ban imposed on Lewis after positive tests for three stimulants had been overturned by the USOC when the athlete said he had ingested them mistakenly in a herbal supplement.

Lewis received only a warning after officials ruled that his positive tests were due to "inadvertent" use. Some scientists believe the substances could have been a masking agent for more serious drugs, such as anabolic steroids.

"The climate was different then," said Lewis. "Over the years a lot of people will sit around and debate that [the drug] does something. There really is no pure evidence to show that it does something. It does nothing."

Lewis, who was arrested in Los Angeles on Monday for suspected drink-driving which friends say was the result of depression over Exum's revelations, won the 100 metres gold medal in the 1988 Seoul Olympics after Canada's Ben Johnson was stripped of the title when he tested positive for a steroid.

Lewis also won the long jump and finished second in the 200m behind his training partner Joe DeLoach, also named by Exum as having escaped a ban.

Johnson has now demanded that Lewis be stripped of his medals from Seoul, although the International Olympic Committee has no plans to review the situation because it has a statute of limitation set at three years.

"Do you expect him to say anything different?" said Lewis. "I mean we're talking about Ben Johnson. Come on. Let's be realistic."

Lewis, 41, said he was not concerned about the uproar around the world caused by the revelations. "It's ridiculous. Who cares?" he said. "I did 18 years of track and field and I've been retired five years, and they're still talking about me, so I guess I still have it."


http://www.guardian.co.uk/sport/2003/apr/24/athletics.duncanmackay

Sunday, July 15, 2012

Κουλτούρα της Κρίσης

Κάπου στη Βόρεια Ευρώπη:

«Από που είστε;» με ρώτησε ο χαμογελαστός υπάλληλος στο κατάστημα της Nespresso.
«Από την Ελλάδα» απαντώ διστακτικά, ως συνήθως τον ταλευταίο καιρό σε αυτή την ερώτηση.
«Ef-ka-ri-sto» είπε όταν τον πλήρωσα, καμαρώνοντας για τα ελληνικά που θα πρέπει να έμαθε το καλοκαίρι στα Μάλλια ή στην Κω.
Προσποιήθηκα ευχάριστη έκληξη και έκανα μεταβολή να φύγω. Τότε, με σταμάτησε λέγοντας:
«Α, πρόσφατα έμαθα άλλη μια ελληνική λέξη..»
«Ποιά;»
«Do-ro-do-ki-a!»

Friday, May 25, 2012

Η Κατάρα του Αλκιβιάδη

Έγραφε το 1997 ο ασύγκριτος Μάριος Πλωρίτης σε άρθρο του στο «ΒΗΜΑ»:

[...] Την ώρα της μοιραίας εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία που ο ίδιος είχε υποκινήσει [ο Αλκιβιάδης] , εκείνος ο πιο αμφιλεγόμενος και «χαρισματικός» αρχαίος πολιτικός, κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και, αντί να γυρίσει στην Αθήνα και ν' απολογηθεί, κατέφυγε στους «αιώνιους» αντιπάλους της πατρίδας του, τους Σπαρτιάτες. Οπου και έγινε «λακωνικότερος των Λακώνων», δίνοντάς τους πολύτιμες πληροφορίες και συμβουλές για τον πόλεμο κατά της πατρίδας του ενώ, παρεμπιπτόντως, «αποπλανούσε» στα κρυφά τη γυναίκα του βασιλιά Αγι, αφήνοντάς την και έγκυο...

Αλλά δεν άργησε να προδώσει και τους καινούργιους «φίλους» του και, δραπετεύοντας απ' τις όχθες του Ευρώτα, βρήκε άσυλο στον πέρση σατράπη Τισαφέρνη. Με αντάλλαγμα τι άλλο; συμβουλές εναντίον και των δύο Ελλήνων αντιμάχων, της Σπάρτης ου μην αλλά και της Αθήνας!

«Συμβούλευε, λέει ο Θουκυδίδης, τον Τισαφέρνη να μη βιαστεί να τελειώσει τον (πελοποννησιακό) πόλεμο, να μη φέρει τα φοινικικά πλοία που ετοίμαζε (για τους Σπαρτιάτες), ούτε να προσφέρει χρήματα για περισσότερους Ελληνες μισθοφόρους. Και τούτο για να μη δώσει στον έναν αντίπαλο (τη Σπάρτη) την κυριαρχία και στη στεριά και στη θάλασσα. Αλλ' αντίθετα, ν' αφήσει την κυριαρχία μοιρασμένη στους δυο αντιπάλους (στην Αθήνα τη θάλασσα, στη Σπάρτη την ξηρά), ώστε να μπορεί ο πέρσης βασιλιάς (ο Δαρείος Β'), όταν τον ενοχλεί ο ένας τους, να ξεσηκώνει τον άλλον εναντίον του» (... «έχειν δ' αμφοτέρους εάν δίχα την αρχήν, και βασιλεί εξείναι αεί επί τους αυτούς λυπηρούς τους ετέρους επάγειν»).
«Αν όμως, συνέχιζε τη συλλογιστική του ο Αλκιβιάδης, ο ένας απ' τους δυο έχει την απόλυτη κυριαρχία στην ξηρά και τη θάλασσα, τότε ο βασιλιάς δεν θα έβρισκε συμμάχους για να γκρεμίσει αυτή τη μεγάλη δύναμη, εκτός αν αποφάσιζε ν' αναλάβει μόνος του τον αγώνα εναντίον της, με μεγάλα έξοδα και κινδύνους. Το πιο απλό, συμπέραινε ο συμβουλάτορας, το πιο οικονομικό και το πιο σίγουρο, θα ήταν ν' αφήσει τους Ελληνες ν' αφανίζονται αναμεταξύ τους» («Ευτελέστερον δε τάδ' είναι βραχεί μορίω της δαπάνης και άμα της μεθ' εαυτού ασφαλείας, αυτούς περί εαυτούς τους Ελληνας κατατρίψαι»). [...]


Λες και τα λόγια του Αλκιβιάδη πλανώνται από τότε, σαν κατάρα, πάνω από τα κεφάλια μας. Κατάρα που ποτέ δεν μπορέσαμε να εξορκίσουμε. Αναρωτιέμαι, ποιός τρομερός εχθρός, ποιά φοβερή απειλή θα ήταν ικανή να κάνει τους έλληνες να ομονοήσουν, να συστρατευθούν για το κοινό καλό; Υπάρχει τρόμος αρκετά μεγάλος για να πετύχει αυτό το θαύμα;

Ακόμα και τώρα που:
- η χρεοκοπία της χώρας είναι βέβαιη και το μόνο που αναζητείται είναι η ονομασία που θα της δωθεί,
- το κέντρο της Αθήνας έχει μετατραπεί σε γκέτο έχοντας γίνει πιό επικίνδυνο και από τις φαβέλες της Λατινικής Αμερικής,
- που η λέξη «Έλληνας» στο εξωτερικό προκαλεί μειδίασμα ή οίκτο,
- που σχεδόν άπαντες συμφωνούν, ότι η Κρίση που μας σαρώνει δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά καθολική και δομική: Κρίση παιδείας, Κρίση πολιτική, κοινωνική και ό,τι ακόμα προστεθεί υπερβολή δεν θα είναι,
ακόμα και τώρα που συμβαίνουν όλα αυτά, και πολλά άλλα ακόμα, που επιβεβαιώνουν την ολική κατάρρευση του σαθρού μας συστήματος με αποτέλεσμα να απειλείται η ίδια μας η υπόσταση ως ανεπτυγμένη κοινωνία, ακόμα και τώρα οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις αρνούνται και να διανουθούν την πιθανότητα ουσιαστικής συνεργασίας. Αν όχι τώρα, πότε λοιπόν;

Τι από τα παρακάτω συμβαίνει;
α) Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απειλής;
β) Θεωρούμε ότι η φυλή μας ολοκλήρωσε τον ιστορικό της κύκλο και περιμένουμε καρτερικά το τέλος;
γ) Η στάση του Αλκιβιάδη αποτελεί το αρχέτυπο της ελληνικού «τρόπου»: Εγώ να βολευτώ και οι άλλοι ας κόψουν τον λαιμό τους, και τα περί πατριωτισμού είναι ένας ακόμα μύθος της ευφάνταστης μυθολογίας μας;

Thursday, May 24, 2012

Cartier-Bresson και Edward Hopper

Ο Henri Cartier-Bresson είναι, ίσως, ο φωτογράφος που συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στο να αναγνωριστεί ένα μηχανικό μέσο, όπως είναι η φωτογραφία, σαν μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Από μικρός ήθελε να γίνει ζωγράφος και όταν έφτασε σε μεγάλη ηλικία και εγκατέλειψε την φωτογραφική μηχανή, έπιασε τα πινέλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Βλέποντας τις φωτογραφίες του, πολλές από αυτές μοιάζουν σαν πίνακες ζωγραφικής. Ένας φωτογράφος που ζωγράφιζε πάνω στο φιλμ.












Την αντίστροφη διαδρομή, έχω την αίσθηση, ακολουθεί το έργο του ζωγράφου Edward Hopper. Tα θέματα του είναι κατεξοχήν φωτογραφικά και η τεχνοτροπία του υπογραμμίζει την αναφορά στη φωτογραφική τέχνη. Ένας ζωγράφος που φωτογράφιζε πάνω στον καμβά.












Friday, May 11, 2012

Τέλος Μεταπολίτευσης, my ass!

ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, τα σύμβολα του πολιτικού συστήματος που κυριαρχούσε για δεκαετίες, καταποντίστηκαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι μαζί τους ανατράπηκε και ο τρόπος με τον οποίο ψηφοφόροι και κόμματα προσεγγίζουν το ζήτημα των εκλογών και της πολιτικής γενικότερα.
Ποιά ήταν ως τώρα τα κύρια χαρακτηριστικά της προσέγγισης μας;
- O συναισθηματισμός, το πάθος, η οπαδική συμπεριφορά απέναντι σε απόψεις, κόμματα και πολιτικούς. Συμφωνούμε όλοι ότι η ψήφος μας, αυτή τη φορά, ήταν πρωτίστως εκδήλωση οργής. Η οργή εξάπτει τα πάθη και παραμερίζει τη λογική, άρα και πάλι αντιμετωπίσαμε ζητήματα που μόνο ο ορθολογισμός μπορεί να διαχειριστεί με το συναίσθημα.
- Η επιρρέπεια στον λαικισμό των δημαγωγών. Η γοητεία εκείνων που μας λένε όσα θέλουμε να ακούσουμε (και σχεδόν ποτέ την αλήθεια) ανέκαθεν μας σαγήνευε (βλ. φαινόμενο Ανδρέας Παπανδρέου). Όσοι μας κανάκεψαν, ρίχνοντας το ανάθεμα της κρίσης στους άλλους (ευρωπαίους, γερμανούς, αμερικάνους, εβραίους, λαθρομετανάστες, αλλόθρησκους) επιβραβεύθηκαν γενναιόδωρα.
- Η απροθυμία των κομμάτων και των ηγετών τους να συζητήσουν, να συνενοηθούν και εν τέλει να συνεργαστούν, ακόμα και όταν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο είναι παραπλήσιο. Με την στερεοτυπική ατάκα, «στην Ελλάδα δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας» ερμηνεύουμε τα αδιανόητα, δικαιολογούμε τα παράλογα. Τι συνέβει αυτή τη φορά; Ακόμα και τα μοντέρνα ιντερνετικά κινηματάκια του 1,5%-2%, που ευαγγελίζονται ένα νέο τρόπο σκέψης, δεν χάνουν ευκαιρία να επαναλάβουν την χιλιοειπωμένη επωδό «ΔΕΝ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΑΣΤΕ». [Η αναπάντεχη εξαίρεση του κανόνα: το “Μαρξιστικό-Λενινιστικό ΚΚΕ” και το “ΚΚΕ Μαρξιστικό-Λενινιστικό”, ύστερα από δεκαετίες άκαρπων διαβουλεύσεων κατόρθωσαν να συμβιβάσουν τις ιδεολογικές διαφορές τους και να συνασπιστούν! Για συγχώνευση, βέβαια, ούτε λόγος...]

Αν κάτι άλλαξε σε αυτές τις εκλογές είναι ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ελαχιστοποιήθηκαν οι ρουσφετολογικές ψήφοι. Και αυτό όμως συνέβει γιατί η κρίση στέρησε από κόμματα και ψηφοφόρους το αντικείμενο της συναλλαγής και όχι γιατί αντιλήφθηκαν τα ολέθρια αποτελέσματα της.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε δύο πολύ σημαντικά ελαφρυντικά στον κόσμο. Πρώτον, η αλλαγή του τρόπου σκέψης είναι μια αργή διαδικασία, και προφανώς 24 μήνες οικονομικής κρίσης δεν αρκούν για να διορθώσουν τις στρεβλές αντιλήψεις περί πολιτικής που συσσωρεύονται για γενεές επί γενεών. Δεύτερον, δεν προσφέρθηκε στο εκλογικό σώμα μια νέα, ορθολογική και πειστική πρόταση. Το κρίσιμο (αν και θεωρητικό προς το παρόν) ερώτημα είναι: όταν υπάρξει μια τέτοια πρόταση, θα είναι σε θέση η κοινωνία να την αντιληφθεί και να την στηρίξει;

Thursday, May 10, 2012

Τα Χρυσά Αυγά του φιδιού

Αυτές οι εκλογές, οι πρώτες μ.Κ (μετά Κρίσης), αν και απέτυχαν να βγάλουν κυβέρνηση, έδωσαν στους Έλληνες ψηφοφόρους τη δυνατότητα να λύσουν ένα γρίφο που για δεκαετίες απασχολούσε την παγκόσμια διανόηση και επίσης μας έφεραν κοντύτερα στο να απαντήσουμε ένα καυτό ερώτημα γιά την Ελλάδα.

Ο γρίφος: πως κατάφερε ο Χίτλερ και τα παλικάρια του να ξεγελάσουν ένα ολόκληρο λαό; Πολύ απλά, απάντησε ο έλληνας ψηφοφόρος: μια οικονομική κρίση, ένας εύκολος στόχος (Εβραίοι, λαθρομετανάστες), μπόλικη οργή, η απουσία μιας ψύχραιμης και πειστικής πρότασης και τσουπ! Κοντά μισό εκατομμύριο Έλληνες έκριναν ότι η καλύτερη απάντηση στα προβλήματά τους είναι οι φουσκωτοί θαυμαστές του Αδόλφου. Σκεφθείτε αυτό: η κρίση να μην είχε πέσει στα κεφάλια μας πριν από μόλις δύο χρόνια, αλλά να σερνόταν για χρόνια και να ήταν πολύ σκληρότερη από αυτή που βιώνουμε (όπως συνέβει στη Γερμανία του Μεσοπολέμου), η Ελλάδα να μην είχε 10 εκ. ψυχές αλλά να ήταν μια μεγάλη χώρα στην καρδιά της Ευρώπης, οπότε ο Μιχαλολιάκος να μπορούσε με τρόπο πειστικό να προτείνει στο προεκλογικό του «πρόγραμμα» την «αναγκαστική απαλλοτρίωση» όσων μας έχουν «κλέψει» ( οι τράπεζες, οι τοκογλύφοι, οι κατώτερες φυλές, οι πάσης φύσεως εχθροί κλπ), με τα τανκς αν χρειαστεί. Πολύ φοβάμαι ότι σε τέτοιες συνθήκες το 7% θα ήταν πολύ κοντά στο 44% που χτύπησαν οι Ναζί το 1933!
Διαβάζω και ακούω παντού την άποψη ότι αυτό το 7% στην Χρυσή Αυγή ήταν ψήφος οργής και ότι σύντομα ο κόσμος θα καταλάβει τι ψήφισε και στις επόμενες εκλογές το σφάλμα θα διορθωθεί. Δεν ξέρω από που πηγάζει αυτή η αισιοδοξία και φοβάμαι ότι για άλλη μια φορά μπερδεύουμε την επιθυμία μας με την πραγματικότητα. Ναι, θα θέλαμε να είναι αυτή η εξέλιξη, αλλά αυτό δεν προκύπτει από τα δεδομένα. Κατ’αρχήν οι συνθήκες που έχουν προκαλέσει την οργή (ειδικά οι οικονομικές) δεν προβλέπεται να ανατραπούν- σίγουρα όχι σύντομα και σε καμία περίπτωση πριν τις επόμενες εκλογές. Δεύτερον, η Χρυσή Αυγή υφίσταται πολλά χρόνια και δεν είναι δυνατόν όλοι αυτοί που την ψήφισαν να μην γνώριζαν περί τίνος πρόκειται. Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ψηφοφόρων της προέρχεται από τη νεολαία που αφενός είναι πιο εξοικιωμένη με το internet (και συνεπώς μπορούσε εύκολα να μάθει τι εστί Χ.Α) και αφετέρου είναι πιο αποστασιοποιημένη χρονικά από τα έργα και τις ημέρες του ναζισμού (άρα οι άμυνες της είναι ασθενείς).
Υπερβολές; Ίσως. Μέχρι να βεβαιωθούμε όμως ότι η σκύλα του ναζισμού, του φανατισμού και του μίσους δεν θα γεννήσει και άλλους μπάσταρδους (που έλεγε και ο Μπρεχτ), καλύτερα να υπερβάλουμε παρά να εφησυχάζουμε θεωρώντας τη σοφία του λαού δεδομένη!

Με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αποκλείει κάθε πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης με κάποια λογική συνέπεια (δηλ. κάποιου συνασπισμού δυνάμεων με ένα μίνιμουμ κοινών αναφορών), μάλλον πλησιάζουμε πολύ κοντά στο να απαντήσουμε το κυρίαρχο ερώτημα των καιρών: είναι η χρεοκοπία και η δραχμή τόσο καταστροφικές προοπτικές όσο μας περιγράφουν; Θα δούμε όντως σκηνές Αποκάλυψης; Ή όλα αυτά είναι μια εκφοβιστική μπλόφα των ΜΜΕ και των συμφερόντων που εκπροσωπούν; Όπως όλα δείχνουν, σύντομα η απορία μας θα λυθεί!
Αν μη τι άλλο εκείνη η ηλιόλουστη Κυριακή του Μαίου μπορεί να αποδειχθεί άκρως διαδακτική.

Friday, April 20, 2012

Manual εκλογών

Η απογοήτευση είναι διάχυτη, η οργή ξεχειλίζει και η εμπιστοσύνη στην πολιτική είναι ανεπανόρθωτα κλονισμένη. Απολύτως δικαιολογημένα. Ας προσπαθήσουμε να αλλάξουμε πρώτα εμείς, ο λαός, οι πολίτες και ψηφοφόροι, ώστε να αλλάξουν και εκείνοι που μας κυβερνούν.
Το τι θα ψηφίσει ο καθένας εναπόκειται στη συνείδηση και τη διάνοια του. Οι αρχές, όμως με τις οποίες θα προσεγγίσουμε το ζήτημα των εκλογών και της ψήφου δεν είναι καθόλου υποκειμενικές:

1) Συμμετέχουμε όλοι. Ακόμα και αν δεν έχουμε πειστεί από κανένα υποψήφιο, ακόμα και αν δεν έχουμε κατασταλάξει σε κάποια επιλογή, πηγαίνουμε οπωσδήποτε στο εκλογικό τμήμα και ρίχνουμε κάτι στην κάλπη. Οποιοδήποτε μύνημα και αν στείλουμε ένα σημαντικότερο από τη σιωπή.
Ο Ρουσσώ σαρκάζοντας τον κοινοβουλευτισμό έλεγε: νομίζετε ότι είστε ελεύθεροι επειδή εκλέγετε τους βουλευτές σας• στην πραγματικότητα είστε ελεύθεροι μια ημέρα στα τέσσερα χρόνια. Ας μην χαρίσουμε έστω και αυτή τη μια ημέρα ελευθερίας, ας την χρησιμοποιήσουμε σοφά για να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε περισσότερες!
2)Είμαι από εκείνους που θεωρούν ότι το λευκό και το άκυρο αποτελούν συνειδητές πολιτικές επιλογές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να είναι σεβαστές. Δυστυχώς οι νομοθέτες μας έχουν αντίθετη άποψη και το εκλογικό σύστημα που επέβαλλαν πετά τις λευκές και άκυρες ψήφους στα σκουπίδια. Σε αυτή την απάτη πρέπει να αντισταθούμε και δεν μένει άλλη επιλογή (σε εκείνους που θα έριχναν λευκό/άκυρο) από την αρνητική ψήφο, π.χ ψήφο σε κάποιο μικρό κόμμα ή έστω σε κάποια “Τσιτσιολίνα”!
3)Ποτέ ξανά ρουσφετολογική ψήφος! Οι περισσότεροι από αυτούς που διέλυσαν τη χώρα αναρριχήθηκαν στην εξουσία κάνοντας προσωπικά, εκλογικά χατήρια αδιαφορώντας για το κοινό καλό. Αν ψηφίζεις εκείνον που σου υπόσχεται να διορίσει την κόρη σου, γίνεσαι και εσύ μέρος του προβλήματος!
4)Ποτέ ξανά ψήφος από συνήθεια ή οικογενειακή παράδοση! Αν οι επιλογές του πατέρα σου έβλαψαν τη χώρα δεν έχεις κανένα λόγο να ακολουθείς το παράδειγμά του. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια συγγενή μου να λέει με καμάρι: “Kαι ένα γαιδούρι να βάλουν για αρχηγό εγώ αυτούς θα ψηφίσω”. Τα ίδια επαναλαμβάνουν τα παιδιά και τα εγκόνια της...
5)Όλοι καταλαβαίνουμε ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο. Ένα θνησιγενές σύστημα, χτισμένο σε σαθρό έδαφος, που κυριάρχησε για δεκαετίες, καταρρέει. Η κατάρευση του, όσο επώδυνη και αν είναι, δημιουργεί χώρο για νέους ανθρώπους, νέες ιδέες που θα διαμορφώσουν τη νέα κατάσταση. Αυτή η μετάβαση, ειδικά εν μέσω κρίσης, οργής και σύγχισης, δεν θα είναι ούτε εύκολη, ούτε σύντομη. Ας μην απογοητευόμαστε αν δεν ακούμε αρκετές φωνές που να μας πείθουν. Ας προσπαθήσουμε ακόμα περισσότερο να αφουγκραστούμε το καινούργιο που έρχεται. Οι νέες τεχνολογίες και κυρίως το ίντερνετ μας δίνει τη δυνατότητα να ακούσουμε όλους εκείνους που έχουν κάτι να πουν και να προτείνουν. Ας αφιερώσουμε το χρόνο μας και ας χρησιμοποιήσουμε την κρίση μας για να εντοπίσουμε τους καλύτερους και ας τους δώσουμε την ευκαιρία τους.
6)Ο Ράσσελ έλεγε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό για τους πολίτες μιας δημοκρατίας να μπορούν να μένουν ανεπηρέαστοι από την ευγλωττία ενός ομιλητή γιατί δυστυχώς πολλοί συνηθίζουν να πιστεύουν μια άποψη που εκφράζεται με έμφαση, αλλά χωρίς λογικά επιχειρήματα, και να αγνοούν μια άποψη εκφρασμένη με ήπιο τρόπο, ακόμη κι αν συνοδεύεται απο τα πιο βάσιμα επιχειρήματα. Ας μην υποκύπουμε λοιπόν στην επιφανειακή γοητεία της ρητορείας των δημαγωγών (που από την αρχαιότητα υπήρξαν οι μεγαλύτεροι υπονομευτές της Δημοκρατίας) και ας κρατήσουμε σαν μοναδικό οδηγό την ψυχρή λογική.

Thursday, April 19, 2012

Τούρκος ταξιτζής στη Χάγη

Eνδιαφέρουσα σύμπτωση: Τις δύο τελευταίες φορές που πήρα ταξί, εδώ στη Χάγη, οι οδηγοί αναπoλούσαν τις πατρίδες τους -ο ένας την Τουρκία και ο άλλος την Συρία- γιατί εκεί, λέει, δεν πλήρωναν φόρους, ενώ στην Ολλανδία «σχεδόν δουλεύουν για το κράτος». Λίγοι Έλληνες, υποπτεύομαι, θα διαφωνούσαν μαζί τους.

Πολιτισμικό χάσμα Βορρά-Νότου; Ή μήπως διαφορά νοοτροπίας μεταξύ ανεπτυγμένων και υπανάπτυκτων κοινωνιών;
Ένα είναι βέβαιο: όσο και αν μας κακοφαίνεται, οι Έλληνες καταλαβαινόμαστε πολύ καλύτερα με τους ανατολίτες παρά με τους ευρωπαίους. Και αυτό είναι πολύ ανυσηχητικό! Γιατί αν είναι πράγματι έτσι, τότε σα νοοτροπία είμαστε κοντύτερα στον τρίτο απ'ότι στον πρώτο κόσμο.

Και στις δύο περιπτώσεις προερχόμουν από ταξίδι και συνεπώς ήμουν πολύ κουρασμένος για να τους ρωτήσω, αν πίστευαν ότι οι συνθήκες στις πατρίδες τους, που τους υποχρέωσαν να ξενιτευτούν για να εργαστούν, σχετίζονται (και) με το ότι εκεί ο κόσμος δεν πληρώνει φόρους.

Μυρμήγκια εναντίον Γιγάντων

Ο «άτακτος» Bertrand Russell είχε πρόσφατα την τιμητική του στην στήλη «Φιλίστωρ» της Καθημερινής:

ΝΥΤ ΓΙΑ ΡΑΣΣΕΛ (9/4/1963): Νέα Υόρκη, 8.– Οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» δημοσιεύουν επιστολήν του λόρδου Μπέρτραντ Ράσσελ κατηγορούντος την Αμερικήν ότι διεξάγει πόλεμον εξοντώσεως του βιετναμικού λαού. Απαντώσα εις παράπλευρον της επιστολής στήλην, η εφημερίς κατηγορεί τον Βρετανόν φιλόσοφον ότι δέχεται αλογίστως την κομμουνιστικήν προπαγάνδαν, ότι φαίνεται να αγνοή ότι τον ανταρτικόν πόλεμον εις το Νότιον Βιετνάμ διευθύνουν η Κίνα και το Βόρειον Βιετνάμ και ότι ο κομμουνισμός απειλεί την παγκόσμιον ειρήνην.

ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΣΕΛ (7/4/1963): Ο υφυπουργός Προεδρίας κ. Αχ. Γεροκωστόπουλος, ερωτηθείς επί του ενδεχομένου αφίξεως εις Αθήνας του Βρετανού φιλοσόφου κ. Μπέρτραντ Ράσσελ διά την [απαγορευθείσαν] «πορείαν ειρήνης», απήντησεν ότι ο κ. Ράσσελ πρέπει να αντιληφθή ότι όπως δεν υπήρξεν ανώτερος των νόμων της πατρίδος του, δεν είναι δυνατόν να θέση εαυτόν υπεράνω και των ελληνικών νόμων.


Το ότι ότι η εξουσία ανέκαθεν εχθρευόταν την καθαρή σκέψη και το ελεύθερο πνεύμα είναι γνωστό. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το απύθμενο θράσος κάποιων υπαλληλίσκων (τα ονόματα των οποίων, η Ιστορία έστειλε εκεί που ανήκουν: στον κάλαθο της λήθης) να εγκαλούν τον φιλοσόφο, χωρίς προφανώς να έχουν την παραμικρή ιδέα για την σκέψη του. Δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στο έργο του Ράσσελ για να γνωρίζει ότι υπήρξε ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στο κομμουνισμό, τον οποίο θεωρούσε ένα σύστημα που θα οδηγούσε στη στασιμότητα. Για τις δε ηγεσίες των κομμουνιστικών καθεστώτων πίστευε ότι ήταν ολιγαρχίες που θα επέβαλλαν περισσότερη καταπίεση στους λαούς από τις προηγούμενες που είχαν αντικαταστήσει.

Η Ιστορία τον δικαίωσε πλήρως.

Sunday, April 1, 2012

Metademocracy!


The Greek translation follows below.

Lobbyists, Guns and Money
By PAUL KRUGMAN
Published: March 25, 2012



Florida’s now-infamous Stand Your Ground law, which lets you shoot someone you consider threatening without facing arrest, let alone prosecution, sounds crazy — and it is. And it’s tempting to dismiss this law as the work of ignorant yahoos. But similar laws have been pushed across the nation, not by ignorant yahoos but by big corporations.

Specifically, language virtually identical to Florida’s law is featured in a template supplied to legislators in other states by the American Legislative Exchange Council, a corporate-backed organization that has managed to keep a low profile even as it exerts vast influence (only recently, thanks to yeoman work by the Center for Media and Democracy, has a clear picture of ALEC’s activities emerged). And if there is any silver lining to Trayvon Martin’s killing, it is that it might finally place a spotlight on what ALEC is doing to our society — and our democracy.

What is ALEC? Despite claims that it’s nonpartisan, it’s very much a movement-conservative organization, funded by the usual suspects: the Kochs, Exxon Mobil, and so on. Unlike other such groups, however, it doesn’t just influence laws, it literally writes them, supplying fully drafted bills to state legislators. In Virginia, for example, more than 50 ALEC-written bills have been introduced, many almost word for word. And these bills often become law.

Many ALEC-drafted bills pursue standard conservative goals: union-busting, undermining environmental protection, tax breaks for corporations and the wealthy. ALEC seems, however, to have a special interest in privatization — that is, on turning the provision of public services, from schools to prisons, over to for-profit corporations. And some of the most prominent beneficiaries of privatization, such as the online education company K12 Inc. and the prison operator Corrections Corporation of America, are, not surprisingly, very much involved with the organization.

What this tells us, in turn, is that ALEC’s claim to stand for limited government and free markets is deeply misleading. To a large extent the organization seeks not limited government but privatized government, in which corporations get their profits from taxpayer dollars, dollars steered their way by friendly politicians. In short, ALEC isn’t so much about promoting free markets as it is about expanding crony capitalism.

And in case you were wondering, no, the kind of privatization ALEC promotes isn’t in the public interest; instead of success stories, what we’re getting is a series of scandals. Private charter schools, for example, appear to deliver a lot of profits but little in the way of educational achievement.

But where does the encouragement of vigilante (in)justice fit into this picture? In part it’s the same old story — the long-standing exploitation of public fears, especially those associated with racial tension, to promote a pro-corporate, pro-wealthy agenda. It’s neither an accident nor a surprise that the National Rifle Association and ALEC have been close allies all along.

And ALEC, even more than other movement-conservative organizations, is clearly playing a long game. Its legislative templates aren’t just about generating immediate benefits to the organization’s corporate sponsors; they’re about creating a political climate that will favor even more corporation-friendly legislation in the future.

Did I mention that ALEC has played a key role in promoting bills that make it hard for the poor and ethnic minorities to vote?

Yet that’s not all; you have to think about the interests of the penal-industrial complex — prison operators, bail-bond companies and more. (The American Bail Coalition has publicly described ALEC as its “life preserver.”) This complex has a financial stake in anything that sends more people into the courts and the prisons, whether it’s exaggerated fear of racial minorities or Arizona’s draconian immigration law, a law that followed an ALEC template almost verbatim.

Think about that: we seem to be turning into a country where crony capitalism doesn’t just waste taxpayer money but warps criminal justice, in which growing incarceration reflects not the need to protect law-abiding citizens but the profits corporations can reap from a larger prison population.

Now, ALEC isn’t single-handedly responsible for the corporatization of our political life; its influence is as much a symptom as a cause. But shining a light on ALEC and its supporters — a roster that includes many companies, from AT&T and Coca-Cola to UPS, that have so far managed to avoid being publicly associated with the hard-right agenda — is one good way to highlight what’s going on. And that kind of knowledge is what we need to start taking our country back.



Μεγάλο κράτος; Μικρό κράτος; Οι αμερικάνοι βρήκαν τη λύση: το μέλλον είναι το ιδιωτικό κράτος! Γιατί να κουραζόμαστε με εκλογές, να χάνουμε χρόνο με νομοθετικές εργασίες, ψηφοφορίες και άλλα τέτοια αντιπαραγωγικά; Ας κάνουμε απευθείας ανάθεση της κυβένησης σε μια εταιρία να τελειώνουμε!

Του P. Krugman
ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times

Ο διαβόητος πλέον νόμος για την «αυτοάμυνα» («Stand Your Ground») της πολιτείας της Φλόριντα, αυτός που σου επιτρέπει να πυροβολήσεις κάποιον αν θεωρήσεις ότι σε απειλεί χωρίς να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο σύλληψης ή δίωξης, ακούγεται τρελός - και είναι. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να απορρίψει αυτό τον νόμο σαν έργο κάποιων αδαών επαρχιωτών. Κι όμως: παρόμοιοι νόμοι προωθούνται σε ολόκληρη την χώρα, και μάλιστα όχι από αδαείς επαρχιώτες, αλλά από μεγάλες επιχειρήσεις.

Πιο συγκεκριμένα, διατυπώσεις σχεδόν ταυτόσημες με εκείνες του νόμου της Φλόριντα περιέχονται σε ένα πρότυπο νομοθετικό κείμενο που μοιράζεται στους βουλευτές άλλων πολιτειών από το Αμερικανικό Συμβούλιο Νομοθετικών Ανταλλαγών (American Legislative Exchange Council, ή ALEC) μια οργάνωση που υποστηρίζεται από μεγάλες επιχειρήσεις και έχει κατορθώσει να διατηρήσει χαμηλό προφίλ, παρά την τεράστια πολιτική επιρροή της. Το μόνο καλό που μπορεί να βγει από την δολοφονία του Τρέιβον Μάρτιν είναι πως μπορεί να φωτίσει ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος της ALEC για την κοινωνία - και την Δημοκρατία μας.

Τι είναι η ALEC? Παρά τους ισχυρισμούς πως πρόκειται για υπερκομματική οργάνωση, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια οργάνωση που ανήκει στο κίνημα των υπέρ-συντηρητικών, καθώς χρηματοδοτείται από τους συνήθεις υπόπτους: τους αδελφούς Κοχ, την Exxon Mobil κ.α. Σε αντίθεση με παρεμφερείς ομάδες, όμως, η ALEC δεν επηρεάζει απλά την σύνταξη των νόμων, αλλά κυριολεκτικά γράφει τους νόμους, αφού παρέχει ολοκληρωμένα νομοσχέδια στους νομοθέτες των πολιτειών. Στην Βιρτζίνια, για παράδειγμα, έχουν παρουσιαστεί τουλάχιστον 50 νομοσχέδια γραμμένα σχεδόν κατά λέξη από την ALEC. Και αρκετά από αυτά τα νομοσχέδια ψηφίζονται και γίνονται πολιτειακοί νόμοι.

Πολλά από τα νομοσχέδια της ALEC προωθούν γνωστούς συντηρητικούς σκοπούς: την διάλυση των συνδικάτων, την υπονόμευση της περιβαλλοντικής προστασίας, την δημιουργία φορολογικών παραθύρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Η ALEC όμως δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τις ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή για την παράδοση των δημόσιων υπηρεσιών, είτε πρόκειται για σχολεία είτε για φυλακές, στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Και βέβαια δεν προκαλεί έκπληξη πως ορισμένες επιχειρήσεις που ωφελήθηκαν από αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως η εταιρεία διαδικτυακών εκπαιδευτικών υπηρεσιών K12 Inc, και η εταιρεία διαχείρισης σωφρονιστικών ιδρυμάτων «Corrections Corporation of America», έχουν στενούς δεσμούς με την οργάνωση ALEC.

Τι μας λέει αυτό; Ότι ο ισχυρισμός της ALEC ότι τα κάνει όλα αυτά στο όνομα του «μικρότερου κράτους» και των ελεύθερων αγορών είναι βαθιά παραπλανητικός. Σε μεγάλο βαθμό, η οργάνωση δεν μάχεται για τον περιορισμό του κράτους, αλλά για την ιδιωτικοποίηση του κράτους, βάσει της οποίας οι επιχειρήσεις αντλούν τα κέρδη τους από τα δολάρια των φορολογουμένων, δολάρια που κατευθύνονται προς τα ταμεία τους από φιλικούς προς αυτές πολιτικούς. Εν ολίγοις, η ALEC δεν ασχολείται με την προώθηση της ελεύθερης αγοράς, αλλά με την εξάπλωση του διεφθαρμένου, κακοποιού καπιταλισμού.

Και μην νομίζετε πως το είδος των ιδιωτικοποιήσεων που προωθεί η ALEC ευνοούν το δημόσιο συμφέρον: αντί για ιστορίες επιτυχίας, το μόνο αποτέλεσμα τους είναι μια σειρά από σκάνδαλα διαφθοράς. Ένα παράδειγμα είναι τα ιδιωτικά πρωτοβάθμια σχολεία, που αποδεικνύονται αρκετά κερδοφόρα, αλλά δεν φαίνεται να έχουν βελτιώσει την εκπαιδευτική διαδικασία σε σχέση με τα δημόσια.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την ενθάρρυνση της αυτοδικίας; Εν μέρει πρόκειται για την γνωστή παλιά ιστορία - την μακρόχρονη εκμετάλλευση των δημόσιων φόβων, και ιδιαίτερα όσων σχετίζονται με τις φυλετικές εντάσεις, για την προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών υπέρ των επιχειρήσεων και των πλουσίων. Και δεν είναι φυσικά τυχαίο ότι η Εθνικός Σύνδεσμος Όπλων (National Rifle Association) και η ALEC υπήρξαν στενοί σύμμαχοι εξ αρχής.

Και η ALEC, περισσότερο από άλλες δεξιές οργανώσεις, μπήκε στο παιχνίδι για να μείνει. Τα νομοθετικά της «προσχέδια» δεν αποσκοπούν μόνο στο να εξασφαλίσουν άμεσα οφέλη για τους επιχειρηματίες: στόχος είναι η εγκαθίδρυση ενός πολιτικού κλίματος που θα ευνοήσει την επιβολή ακόμη πιο φίλο-επιχειρηματικών νομοθετημάτων στο μέλλον.

Μήπως ξέχασα να αναφέρω ότι η ALEC έχει παίξει βασικό ρόλο στην προώθηση νομοσχεδίων που κάνουν δυσκολότερη την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος για τους φτωχούς και τις μειονότητες; Και δεν είναι μόνο αυτό: πρέπει ακόμη να σκεφτείτε τα συμφέροντα του συμπλέγματος της ποινικής βιομηχανίας - των εταιρειών που διαχειρίζονται τις ιδιωτικές φυλακές, των εταιρειών που διαχειρίζονται την βιομηχανία δικαστικών εγγυήσεων κ.α., και έχουν οικονομικό συμφέρον σε οτιδήποτε στέλνει περισσότερους ανθρώπους στα δικαστήρια και τις φυλακές. Το σύμπλεγμα αυτό κερδίζει υπερτονίζοντας τους φυλετικούς φόβους για τις μειονότητες ή από επιβάλλοντας αμφιλεγόμενα μέτρα όπως ο δρακόντειος αντιμεταναστευτικός νόμος της Αριζόνα, έναν νόμο που επίσης ακολουθεί κατά γράμμα το πρότυπο κείμενο της ALEC.

Σκεφτείτε το εξής: μετατρεπόμαστε σε μια χώρα όπου ο βρόμικος καπιταλισμός δεν σπαταλά απλώς τα λεφτά των φορολογούμενων, αλλά οδηγεί και σε στρεβλώσεις την ποινική δικαιοσύνη, με την έννοια ότι η αύξηση του αριθμού των φυλακισμένων δεν αντανακλά την ανάγκη προστασίας των νομοταγών πολιτών, αλλά τις ευκαιρίες κερδοφορίας που προσφέρει στις επιχειρήσεις η ύπαρξη ενός μεγαλύτερου πληθυσμού στις φυλακές.

Βέβαια η ALEC δεν έχει την αποκλειστική ευθύνη για την ιδιωτικοποίηση της πολιτικής μας ζωής: η αυξανόμενη επιρροή της οργάνωσης είναι αίτιο, αλλά και σύμπτωμα. Όμως η αποκάλυψη του ρόλου της ALEC και των υποστηρικτών της - μια λίστα πανίσχυρων επιχειρήσεων από την AT&T ως την Coca-Cola και την UPS, που έχουν ως τώρα κατορθώσει να αποφύγουν την διασύνδεση του ονόματος τους με την ακροδεξιά πολιτική ατζέντα - είναι ένας καλός τρόπος για να καταλάβουμε το τι συμβαίνει. Και χρειαζόμαστε αυτού του είδους την γνώση, για να ξεκινήσουμε την ανακατάληψη της χώρας μας.