Showing posts with label Philosophy. Show all posts
Showing posts with label Philosophy. Show all posts
Sunday, July 28, 2019
Matrix
Είδα χθες ξανά, μετά από καιρό, το Matrix.
Πάντα με εντυπωσιάζει το πως κατορθώνει η ταινία αυτή να μιλήσει για φιλοσοφικά ζητήματα, περίπλοκα και σημαντικά, με τρόπο προσιτό, με ύφος ποπ.
Πολλές σκηνές της έχουν γίνει κλασσικές (το δίλημμα ανάμεσα στο μπλε ή το κόκκινο χάπι, η χαρακτηριστικότερη), καμία όμως δεν απεικονίζει καλύτερα την ανθρώπινη αδυναμία από τη σκηνή με την μπριζόλα
Ο επαναστάτης προδίδει φίλους, αξίες, ιδέες, τον αγώνα του για ελευθερία, για αλήθεια και γνώση με αντάλλαγμα την ψευδαίσθηση μιας ... ζουμερής μπριζόλας! (Ανατριχιαστική λεπτομέρεια: ξέρει ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση).
Εν τέλει, τι απειλεί περισσότερο την ελευθερία; Το Matrix, το "σύστημα" ή η ακαταμάχητη έλξη που ασκούν στον άνθρωπο η βολή, η ευκολία, η άνεση, η ασφάλεια, ακόμα και η ψευδαίσθηση αυτών;
Το δίλημμα του χαπιού μπορεί να επαναδιατυπωθεί: Ελευθερία ή βόλεμα;
Saturday, January 19, 2019
O Πλάτωνας στο Μετρό
Η Lifo μας πληροφορεί πως είναι πλέον συχνό το φαινόμενο στο μετρό, ενώ κάποιος επιβάτης επικυρώνει το εισιτήριο του, πίσω του να καραδοκεί ένας τζαμπατζής για να τρυπώσει μαζί του στις αυτόματες πόρτες.
Τι πρέπει να κάνει ο επιβάτης στην περίπτωση αυτή, ρωτά το άρθρο.
Οι απόψεις των αναγνωστών, αντικρουόμενες, εκτείνονταν σε όλο το φάσμα των πιθανών απαντήσεων:
-Θα του έριχνα γροθιά στο στομάχι, ο ένας.
-Θα τον αφήσω να περάσει. Δεν είναι δουλειά μου να κάνω τον ελεγκτή, ο άλλος.
-Με τόση ανεργία και τέτοιους μισθούς αφήστε τους ανθρώπους να περάσουν, ο τρίτος, κοκ.
Απολύτως δικαιολογημένη η πολυγνωμία, καθότι το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Κάτι καθημερινό και συνηθισμένο εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για την λειτουργία της Πολιτείας και της κοινωνίας, όπως:
-Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη απέναντι στην παρανομία του διπλανού του; Παρεμβαίνει ή κοιτάζει τη δουλειά του;
-Η νομιμοφροσύνη πρέπει να είναι απόλυτη ή εξαρτάται από τη φύση του νόμου;
Η προσπάθεια απάντησης τους με συστηματικό τρόπο αποτελεί ουσιαστική πολιτική σκέψη (και όχι οι άναρθρες κραυγές που εκστομίζονται από τα "πολιτικά πρόσωπα" στις τηλεόρασεις και τη Βουλή).
Δυστυχώς η κοινωνία μας δεν μπήκε στον κόπο, σε αντίθεση με τους προκάτοχους της που δεν κουράζονταν να εμβαθύνουν σε αυτά.
Ο Πλάτων (στους “Νόμους”) είναι σαφής: Οφείλεις να καταγγέλεις την παρανομία του συμπολίτη σου. Εάν δεν το κάνεις γίνεσαι συνένοχος στην ηθική και πολιτική ανομία.
(Επομένως, όχι, ο έλεγχος της νομιμότητας δεν είναι αποκλειστική ευθύνη των ελεγκτών ή της αστυνομίας. Είναι υπόθεση όλων των πολιτών.)
Μα εάν έχουμε να κάνουμε με κάποιον δυστυχή που εμφανώς δεν μπορεί να πληρώσει το εισιτήριό του, τι κάνουμε;
Ο Αριστοτέλης ενθάρρυνε την γενναιοδωρία προς τους αδύναμους. Γενναιοδωρία όμως δεν είναι η καταλήστευση των δημοσίων αγαθών (που τελικά θα οδηγήσει στην χρεοκοπία ή την υποβάθμιση τους, των ΜΜΜ εν προκειμένω). Γενναιοδωρία είναι να βοηθάμε τον αδύναμο με δικούς μας πόρους.
Ιδού λοιπόν τι (πιστεύω ότι) θα έπρατταν οι φιλόσοφοι μας σε αυτήν την περίπτωση:
Δεν θα επέτρεπαν στον επίδοξο λαθρεπιβάτη να περάσει (χωρίς φυσικά να τον γρονθοκοπήσουν). Εάν, δε, έβλεπαν κάποιον που έχει ανάγκη πιθανότατα θα αγόραζαν ένα εισιτήριο και θα του το πρόσφεραν.
Κι αν ο νόμος είναι άδικος τι γίνεται, θα επιμείνει κάποιος καχύποπτος (στην Ελλάδα έχουμε μια ροπή στην καχυποψία). Για παράδειγμα, στην κατοχική Ελλάδα θα έπρεπε να γίνουν όλοι καταδότες γιατί έτσι απαιτούσαν οι Αρχές των κατακτητών; Προφανώς όχι: για αυτές τις περιπτώσεις που ο νόμος έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις αξίες, οι φιλόσοφοι εισήγαγαν την πολιτική ανυπακοή.
Εννοείται, προφανώς, ότι η περίπτωση του Μετρό δεν είναι τέτοια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την παροχή μιας πολύτιμης για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσίας, που έχει σημαντικό κόστος και συνεπώς είναι απολύτως θεμιτή η επιβολή ενός εύλογου τιμήματος. Η μη πληρωμή του δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο παρά κλοπή. Όχι μόνο προς την εταιρία που το διαχειρίζεται αλλά και προς τους υπόλοιπους επιβάτες που το έχουν ανάγκη.
Τι πρέπει να κάνει ο επιβάτης στην περίπτωση αυτή, ρωτά το άρθρο.
Οι απόψεις των αναγνωστών, αντικρουόμενες, εκτείνονταν σε όλο το φάσμα των πιθανών απαντήσεων:
-Θα του έριχνα γροθιά στο στομάχι, ο ένας.
-Θα τον αφήσω να περάσει. Δεν είναι δουλειά μου να κάνω τον ελεγκτή, ο άλλος.
-Με τόση ανεργία και τέτοιους μισθούς αφήστε τους ανθρώπους να περάσουν, ο τρίτος, κοκ.
Απολύτως δικαιολογημένη η πολυγνωμία, καθότι το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο από ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Κάτι καθημερινό και συνηθισμένο εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα για την λειτουργία της Πολιτείας και της κοινωνίας, όπως:
-Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη απέναντι στην παρανομία του διπλανού του; Παρεμβαίνει ή κοιτάζει τη δουλειά του;
-Η νομιμοφροσύνη πρέπει να είναι απόλυτη ή εξαρτάται από τη φύση του νόμου;
Η προσπάθεια απάντησης τους με συστηματικό τρόπο αποτελεί ουσιαστική πολιτική σκέψη (και όχι οι άναρθρες κραυγές που εκστομίζονται από τα "πολιτικά πρόσωπα" στις τηλεόρασεις και τη Βουλή).
Δυστυχώς η κοινωνία μας δεν μπήκε στον κόπο, σε αντίθεση με τους προκάτοχους της που δεν κουράζονταν να εμβαθύνουν σε αυτά.
Ο Πλάτων (στους “Νόμους”) είναι σαφής: Οφείλεις να καταγγέλεις την παρανομία του συμπολίτη σου. Εάν δεν το κάνεις γίνεσαι συνένοχος στην ηθική και πολιτική ανομία.
(Επομένως, όχι, ο έλεγχος της νομιμότητας δεν είναι αποκλειστική ευθύνη των ελεγκτών ή της αστυνομίας. Είναι υπόθεση όλων των πολιτών.)
Μα εάν έχουμε να κάνουμε με κάποιον δυστυχή που εμφανώς δεν μπορεί να πληρώσει το εισιτήριό του, τι κάνουμε;
Ο Αριστοτέλης ενθάρρυνε την γενναιοδωρία προς τους αδύναμους. Γενναιοδωρία όμως δεν είναι η καταλήστευση των δημοσίων αγαθών (που τελικά θα οδηγήσει στην χρεοκοπία ή την υποβάθμιση τους, των ΜΜΜ εν προκειμένω). Γενναιοδωρία είναι να βοηθάμε τον αδύναμο με δικούς μας πόρους.
Ιδού λοιπόν τι (πιστεύω ότι) θα έπρατταν οι φιλόσοφοι μας σε αυτήν την περίπτωση:
Δεν θα επέτρεπαν στον επίδοξο λαθρεπιβάτη να περάσει (χωρίς φυσικά να τον γρονθοκοπήσουν). Εάν, δε, έβλεπαν κάποιον που έχει ανάγκη πιθανότατα θα αγόραζαν ένα εισιτήριο και θα του το πρόσφεραν.
Κι αν ο νόμος είναι άδικος τι γίνεται, θα επιμείνει κάποιος καχύποπτος (στην Ελλάδα έχουμε μια ροπή στην καχυποψία). Για παράδειγμα, στην κατοχική Ελλάδα θα έπρεπε να γίνουν όλοι καταδότες γιατί έτσι απαιτούσαν οι Αρχές των κατακτητών; Προφανώς όχι: για αυτές τις περιπτώσεις που ο νόμος έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις αξίες, οι φιλόσοφοι εισήγαγαν την πολιτική ανυπακοή.
Εννοείται, προφανώς, ότι η περίπτωση του Μετρό δεν είναι τέτοια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την παροχή μιας πολύτιμης για το κοινωνικό σύνολο υπηρεσίας, που έχει σημαντικό κόστος και συνεπώς είναι απολύτως θεμιτή η επιβολή ενός εύλογου τιμήματος. Η μη πληρωμή του δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο παρά κλοπή. Όχι μόνο προς την εταιρία που το διαχειρίζεται αλλά και προς τους υπόλοιπους επιβάτες που το έχουν ανάγκη.
Wednesday, June 25, 2014
Προπαγάνδα και ατομική ελευθερία στον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο
Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ο Άλντους Χάξλευ έγραφε τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο (Brave New World) του, που τον τοποθετούσε μερικούς αιώνες μ.Φ (μετά Φορντ), δεν φανταζόταν ότι πολλές από τις δυστοπικές προφητείες του θα εκπληρώνονταν μέσα λίγα χρόνια. Η πρώιμη επαλήθευση των προβλέψεων του τον οδήγησε να γράψει στα τέλη της δεκαετίας του ’50 τον Αναθεωρημένο Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο (Revisited Brave New World), μια συλλογή δοκιμίων στα οποία αναλύει τα φαινόμενα που οδηγούν ταχύτατα στην κατάσταση ατομικής ανελευθερίας που κυριαρχεί στο μυθιστόρημά του: υπερπληθυσμός, υπερ-οργάνωση, προπαγάνδα, έλεγχος της διάθεσης με χημικά μέσα κλπ.
Στο κεφάλαιο, το σχετικό με την προπαγάνδα στις δημοκρατίες, αναφέρει:
[…] Οι πρώτοι υπερασπιστές της ελευθερίας του Τύπου είχαν προβλέψει δυό μόνο ενδεχόμενα: η προπαγάνδα να είναι αληθής ή ψευδής. Δεν προέβλεψαν αυτό που τελικά συνέβει σε όλες τις δυτικές καπιταλιστικές δημοκρατίες: την ανάπτυξη μιας τεράστιας βιομηχανίας μαζικής επικοινωνίας, που δεν ασχολείται με την αλήθεια ή το ψέμα, αλλά με το άσχετο. Δεν εκτίμησαν, δηλαδή, την ακόρεστη επιθυμία του ανθρώπου για περισπασμούς.
[...]
Οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος (δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα το ίντερνετ, το facebook και το candy crush...) προσφέρουν έναν αδιάκοπο περισπάσμό που εμποδίζει τους ανθρώπους να εστιάσουν στην κοινωνική και την πολιτική πραγματικότητα.
Η ψυχαγωγία και η θρησκεία μοιάζουν ως προς το ότι δεν αναφέρονται σ’αυτόν, τον πραγματικό κόσμο. Είναι και οι δύο περισπασμοί, που αν τους βιώνει κανείς αδιάκοπα, μπορούν να γίνουν «το όπιο του λαού» και επομένως απειλή για την ελευθερία.
Μόνο όσοι βρίσκονται σε εγρήγορση μπορούν να διατηρήσουν τις ελευθερίες τους και μόνο όσοι εστιάζουν διαρκώς στην πραγματικότητα μπορούν να κυβερνήσουν εαυτούς αποτελεσματικά και με δημοκρατικές διαδικασίες. Μια κοινωνία, της οποίας τα περισσότερα μέλη περνούν τον περισσότερο χρόνο τους, όχι στο εδώ και το τώρα, αλλά κάπου αλλού, στους άσχετους κόσμους των σπορ, της σαπουνόπερας, των μυθολογικών και μεταφυσικών φαντασιώσεων, θα δυσκολευθεί να αντισταθεί σε εκείνους που επιδιώκουν να την χειραγωγήσουν και να την ελέγξουν. [...]
-Στη συνέχεια, αναφερόμενος στην προπαγάνδα σε καθεστώς δικτατορίας, γράφει:
[...]Ο Χίτλερ σεβόταν βαθειά την καθολική Εκκλησία, όχι εξαιτίας του χριστιανικού δόγματος, αλλά για τον «μηχανισμό» που έχει αναπτύξει και ελέγχει, το ιεραρχικό σύστημα, την έξυπνη τακτική, την γνώση της ανθρώπινης φύσης και την ευφυή εκμετάλευση των ανθρωπίνων αδυναμιών ώστε να κυριαρχεί στους πιστούς.
Η εκκλησιαστική οργάνωση χωρίς Χριστιανισμό, όχι στο όνομα του Θεού ή για την προσωπική σωτηρία, αλλά στο όνομα του Κράτους με σκοπό τη δόξα και την εξουσία του δημαγωγού που γίνεται Ηγέτης.[...]
Ο Χάξλευ είχε αντιληφθεί, εν τη γεννέση τους σχεδόν, τόσο την πανίσχυρη δράση του περισπασμού όσο και την αποχαύνωση που μπορούν να προκαλέσουν τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας και πόσο αποτελεσματικά μπορούν να αξιοποιηθούν για τη χειραγώγηση των μαζών: δεν είναι απαραίτητα τα χονδροκομμένα ψέματα για να αποκοπεί ο λαός από την πραγματικότητα• μια πυκνή ομίχλη ανούσιας πληροφορίας και ένας καταιγισμός ασημαντολογίας το επιτυγχάνουν αποτελεσματικότερα.
Συχνά συγκρίνεται ο "Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος" με το "1984" του Όργουελ. Ο χρόνος φαίνεται να δικαιώνει τους φόβους Χάλξευ. Ο χαοτικός και πολυπληθής κόσμος μας ελέγχεται ευκολότερα με την γλυκιά χαύνωση των θεαμάτων και των αντικαταθληπτικών (soma αποκαλεί στο βιβλίο του το θαυματουργό χάπι που φτιάχνει τη διάθεση στη στιγμή) από ότι με το άγρυπνο μάτι και την σιδηρά πειθαρχία του Μεγάλου Αδερφού. Η ενθουσιώδης προθυμία με την οποία ο άνθρωπος των social media δημοσιοποιεί σχεδόν κάθε λεπτομέρεια της προσωπικής του ζωής- τι τρώει, τι πίνει, που συχνάζει και πότε, τις πολιτικές απόψεις του, τι διαβάζει, τι μουσική ακούει, ποιές ταινίες βλέπει, τι ψηφίζει, την αισθηματική και οικογενειακή του κατάσταση, τα γούστα και τις προτιμήσεις του, τις αντιπάθειες του, συχνά συνοδευόμενα από αδιάσειστες αποδείξεις (φωτογραφίες, βίντεο κλπ)- αποδεικνύει πόσο δίκιο είχε ο Χάξλευ όταν έγραφε σε επιστολή του προς τον Όργουελ σχολιάζοντας το "1984":
«Ο πόθος για εξουσία μπορεί να δικαιωθεί κάνοντας τους ανθρώπους να αγαπήσουν την υποταγή τους αντί να αναγκάζονται στην υπακοή δια της βίας».
Monday, November 11, 2013
A matter of taste
"The only thing is to decide which is the most aesthetic form of suicide, marriage and a 40-hour-a-week job, or a revolver."
A. Camus
Friday, November 8, 2013
Παλεύοντας με τον Αλάριχο
Κάποιες φορές η ανάγνωση μοιάζει με σκυταλοδρομία, κατά την οποία το ένα ανάγνωσμα παραπέμπει στο επόμενο, και που με λίγη τύχη οδηγεί σε θησαυρούς χαμένους ή μη.
Κάπως έτσι ξετρύπωσα τον Ρόδη Ρούφο και το -δυστυχώς εκτός κυκλοφορίας- βιβλίο του Οι Μεταμορφώσεις του Αλάριχου (Εκδ. Ίκαρος, 1971).
Πρόκειται για μια συλλογή από δοκίμια με ευρεία θεματολογία, από βιβλιοκριτικές έως σκέψεις για τη δημοκρατία και τους εχθρούς της.
Τα κείμενα μαρτυρούν έναν επιδέξιο μάστορα της γλώσσας (μια υπέροχη δημοτική που είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι γράφτηκε πριν από 50-60 χρόνια), ένα νηφάλιο και πολυσχιδή στοχαστή, υμνητή της κριτικής και ελεύθερης σκέψης, ένα λάτρη της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού.
Δε με εκπλήσει ότι ο Ρούφος και το έργο του πέρασαν στη λήθη: ζούμε στον τόπο που δίδαξε τη μεσότητα αλλά μετά ερωτεύθηκε παράφορα την υπερβολή• γοητευόμαστε από παθιασμένα συνθήματα και περιφρονούμε την καθαρή σκέψη. Η τιμωρία του Αλάριχου, όπως θα έλεγε ο ίδιος.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το ομότιτλο με το βιβλίο δοκίμιο. Ο Αλάριχος, ο νέος και σφριγηλός πολεμιστής που πολιορκεί την παρακμασμένη αυτοκρατορία, συμβολίζει την βαρβαρότητα τριγύρω και εντός μας:
Ο Κομφούκιος είπε κάπoτε ότι όταν οι λέξεις και τα νoήματα δεν είναι καθαρά, τότε κι οι πράξεις γίνονται συγκεχυμένες, το κράτoς δεν διοικείται καλά κι ακολουθούν πόλεμοι και καταστροφές. Είχε ανακαλύψει το μυστικό όπλο του Αλάριχου, του γήινου συμμάχoυ της εντροπίας. (Kι ο Aλάριχος τον εκδικήθηκε: διακόσια πενήντα, χρόνια αργότερα μεταμφιεσμένος στον αυτoκράτoρα Τσιν Σι Χουανγκ Τι, έβαλε να κάψoυν όλα τα: βιβλία του). Γιατί αληθινά, η εννοιολογική σύγχυση οδηγεί σε κάθε λογής ανοησία, ασυνεννοσία και καμιά φορά σε αλληλoσφαγή. Σαν υποδιαίρεσή της μπορούμε να θεωρήσoυμε και το ότι συχνά αυτοϋπνωτιζόμαστε με λέξεις και σχήματα που, σε μια ψύχραιμη και θετική ανάλυση, δεν έχoυν απολύτως κανένα λογικό νόημα. Κι όταν τούτο συμβαίνει στην ποίηση ή στο μυστικισμό, πάει καλά, αυτοί είναι τομείς του πνεύματος εξ όρισμού εξωλογικοί. Ο κίνδυνoς – και η εκμετάλλευση του Αλάριχου- αρχίζει όταν η σύγχυση κυριαρχεί στην πoλιτική, στην οικονομία, σε μορφές έκφρασης που σχετίζονται με ενδόκοσμα, πρακτικά πράγματα - ή και σε θρησκευτικά θέματα, όταν αυτά βαραίνουν αποφασιστικά στην ιστoρική ζωή.
Ας θυμηθούμε το «filioque» που προκάλεσε, τυπικά τουλάχιστο, το Μεγάλο Σχίσμα... Ας θυμηθούμε τα υβριστικά συνθήματα με τα οποία αλληλοσκοτώνονται κατά καιρούς οι Νεοέλληνες, με αφoρμή την πoλιτική των Μεγάλων Δυνάμεων ή τη γλώσσα των Ευαγγελίων... Στα κατοχικά κι αμέσως μετακατοχικά χρόνια οι συμφοιτητές μου κι εγώ βριζόμασταν «Βούλγαροι!» ή «Φασίστες!» - και τα δυο εξίσου ανακριβείς ονομασίες για τους αντιπάλους, φορτωμένες φονικό πάθος (γιατί αν το πάθος ευνοεί την εννoιoλoγική σύγχυση, αυτή με τη σειρά της τρέφει το πάθος).
Mήπως οι χαρακτηρισμοί του «δημοκρατικού», του «εθνικόφρονος», του «αναρχικού» που εξάπτουν τους αναγνώστες του καθημερινού μας τύπου αντέχουν πάντα σε μιαν αυστηρή λoγική ανάλυση;
Σ' όλα αυτά φταίνε η έλλειψη σαφήνειας των λέξεων και η κακή τους χρήση, είτε καλόπιστη είτε κακόπιστη• στην πoλιτική και στη δημοσιογραφία είναι κατά κανόνα το δεύτερο.
Πολλοί φωνάζουν ότι η σημερινή νεολαία δεν έχει αρκετή ιδεολογική πίστη κι ενθουσιασμό. Ανάμεσα στις φωνές διακρίνω, δυνατότερη απ' όλες, του Αλάριχου. Πόσο αγαπάει τις ιδεολογίες ο Αλάριχος! Ιδίως αυτές που οπλίζουν και σκληραίνουν συνειδήσεις, θολώνουν το νου, φανατίζουν!
Εγώ θα ζητούσα, αντίθετα - αν τολμούσα- να καθιερωθεί στα σχολεία ένα καινούριο μάθημα: η Ακριβολογία, με μιαν είσαγωγή στο λογικό θετικισμό. Μια διδασκαλία καθαρής σκέψης, νηφάλιας αντικειμενικότητας. Πολλές φούσκες θα σπάσουν, πολλά συνθήματα θα ατονίσουν, κάμποσοι επαγγελματίες της σύγχυσης θα χάσουν τη δουλειά τους. Πόσο το κέρδος όμως, αν μαθαίναμε από παιδιά να ορίζουμε και να ξεχωρίζουμε σωστά τις έννoιες, να συλλoγιζόμαστε ορθά, να διακρίνουμε αντικειμενική διαπίστωση από αξιoλoγική κρίση κι υπoκειμενική ευχή, ν' ακούμε καιτην «άλλη πλευρά»! Πιστεύω πως μια τέτοια διδασκαλία θα’ταν πιο εποικοδομητική για τον Ηomo Sapiens από ορισμένους παραλογισμούς που εμπvέει ο Αλάριχος στη σημερινή παιδεία μας (λόγου χάρη, στην Ελλάδα, η διδασκαλία των χριστιανικών αρετών και, παράλληλα, η εξύμνηση του Μεγάλου Κωνσταντίνου που σκότωνε τους συγγενείς του και του Βουλγαροκτόνου που τύφλωνε τους αιχμαλώτους ... )
Αλλά βλέπω κιόλας πως θ’ αντιδρούσε ο Αλάριχος στην πρόταση μιας τέτοιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. [...] οι θεολόγοι θα συγκροτούσαν διαδηλώσεις, η πρόταση θα χαρακτηριζόταν αντεθνική και οι αρμόδιες υπηρεσίες θ' άνοιγαν, καλού κακού, φάκελο για τον πνευματικό της πατέρα.
Είναι ευνόητος ο δισταγμός μου να προτείνω τόσο ανατρεπτικά πράγματα. Ο Αλάριχος έχει πολλούς και ισχυρούς συμμάχους. Σ' όλες τις ευνομούμενες χώρες, εξάλλου, είναι αυτοδικαίως μέλος του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και της Επιτρoπής Ασφαλείας του Κράτους ...
Μάιος 1963
Saturday, October 5, 2013
Ο Τολστόι και το Νόημα της Ύπαρξης
Ως τώρα ήξερα ότι υπάρχουν καλά βιβλία και κακά βιβλία.
Μόλις τελείωσα ένα βιβλίο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το «Μια Εξομολόγηση» του Τολστόι είναι αξιολάτρευτο.
Ο συγγραφέας γύρω στα πενήντα του χρόνια έχει ό,τι μπορεί να ονειρευτεί άνθρωπος: χρήμα, δόξα, οικογένεια, έχει γράψει αριστουργήματα, έχει ερωτευθεί παράφορα, έχει ιδρύσει σχολεία, έχει ταξιδέψει, όταν όμως έρχεται αντιμέτωπος με το αμείλικτο ερώτημα του νοήματος της ζωής («Τι είμαι;», «Γιατί ζω;», «Τι θα βγει από αυτό που κάνω σήμερα, ή αυτό που θα κάνω αύριο; Τι θα βγει από ολόκληρη τη ζωή μου;») καταρρέει. Όλα όσα έχει πετύχει στη ζωή του μοιάζουν ανούσια εφόσον θα πεθάνει και εκείνος, και τα παιδιά του και οι αναγνώστες των βιβλίων του. Μόνο η αυτοκτονία μοιάζει λογική διέξοδος.
Έχοντας απορρίψει την θρησκεία από τα νεανικά του χρόνια και έχοντας δοκιμάσει τον ευδαιμονισμό χωρίς να βρει παρηγοριά, στράφηκε στην επιστήμη και την φιλοσοφία για απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. Απογοήτευση και εκεί. Όταν το θεμελιώδες υπαρξιακό ερώτημα προσεγγίζεται μέσω της ψυχρής λογικής, το αποτέλεσμα είναι ολέθριο και η αυτοκτονία η μόνη λύση. (Πόσο πολύ μου θυμίζει αυτό τη ρήση του Πεσσόα: «Η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.»)
Η αναζήτηση του τον έφερε ξανά πίσω στην πίστη και τη θρησκεία. Προσπάθησε να ζήσει σα καλός χριστιανός, με προσευχή, νηστεία και εκκλησία. Το ιδανικό μιας κοινωνίας αγάπης του έδωσε γαλήνη. Για λίγο...
Το ανήσυχο πνεύμα του επαναστάτησε απέναντι στην πεισματική εμμονή της κάθε θρησκείας να θεωρεί ότι η ίδια κατέχει την απόλυτη αλήθεια και όλες οι άλλες κυρήσσουν το ψέμα. Απογοητεύτηκε όταν αντιλήφθηκε ότι η στάση αυτή ωφείλεται στο ότι οι θρησκείες γίνονται όχημα πολιτικής και έφριξε διαπιστώνοντας ότι οδηγεί στη μισαλλοδοξία και σε πολέμους που οι Εκκλησίες σπεύδουν να ευλογήσουν.
Μολαταύτα εξακολούθησε να θεωρεί ότι κάποια μορφή πίστης είναι αναγκαία για να μπορεί να συνεχιστεί η ζωή, επιδώθηκε έτσι σε μια προσπάθεια να διακρίνει την αλήθεια από τα ψέματα της θρησκείας. Σε τι βαθμό τα κατάφερε δεν το μαθαίνουμε. Πάντως δεν αυτοκτόνησε...
Δεν ξέρω αν θα γίνει κανείς σοφότερος διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Εντούτοις το βρήκα αξιολάτρευτο, γιατί η απεγνωσμένη αναζήτηση του Τολστόι είναι βαθειά ανθρώπινη: ξεκίνησε με τον πρώτο του είδους μας που σήκωσε το βλέμμα του στ’ άστρα και θα τελείωσει όταν και του τελευταίου τα μάτια κλείσουν οριστικά.
Η σκέψη που στριφογυρίζει στο μυαλό μου ύστερα από όλα αυτά είναι η εξής: Μήπως το νόημα της ύπαρξης βρίσκεται στην αναζήτησή του, στην πνευματική εξύψωση που συνεπάγεται η διαρκής και αγωνιώδης αναζήτηση του νοήματος; Με άλλα λόγια μήπως η απάντηση στο ερώτημα είναι το ίδιο το ερώτημα;
Μόλις τελείωσα ένα βιβλίο που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το «Μια Εξομολόγηση» του Τολστόι είναι αξιολάτρευτο.
Ο συγγραφέας γύρω στα πενήντα του χρόνια έχει ό,τι μπορεί να ονειρευτεί άνθρωπος: χρήμα, δόξα, οικογένεια, έχει γράψει αριστουργήματα, έχει ερωτευθεί παράφορα, έχει ιδρύσει σχολεία, έχει ταξιδέψει, όταν όμως έρχεται αντιμέτωπος με το αμείλικτο ερώτημα του νοήματος της ζωής («Τι είμαι;», «Γιατί ζω;», «Τι θα βγει από αυτό που κάνω σήμερα, ή αυτό που θα κάνω αύριο; Τι θα βγει από ολόκληρη τη ζωή μου;») καταρρέει. Όλα όσα έχει πετύχει στη ζωή του μοιάζουν ανούσια εφόσον θα πεθάνει και εκείνος, και τα παιδιά του και οι αναγνώστες των βιβλίων του. Μόνο η αυτοκτονία μοιάζει λογική διέξοδος.
Έχοντας απορρίψει την θρησκεία από τα νεανικά του χρόνια και έχοντας δοκιμάσει τον ευδαιμονισμό χωρίς να βρει παρηγοριά, στράφηκε στην επιστήμη και την φιλοσοφία για απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. Απογοήτευση και εκεί. Όταν το θεμελιώδες υπαρξιακό ερώτημα προσεγγίζεται μέσω της ψυχρής λογικής, το αποτέλεσμα είναι ολέθριο και η αυτοκτονία η μόνη λύση. (Πόσο πολύ μου θυμίζει αυτό τη ρήση του Πεσσόα: «Η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.»)
Η αναζήτηση του τον έφερε ξανά πίσω στην πίστη και τη θρησκεία. Προσπάθησε να ζήσει σα καλός χριστιανός, με προσευχή, νηστεία και εκκλησία. Το ιδανικό μιας κοινωνίας αγάπης του έδωσε γαλήνη. Για λίγο...
Το ανήσυχο πνεύμα του επαναστάτησε απέναντι στην πεισματική εμμονή της κάθε θρησκείας να θεωρεί ότι η ίδια κατέχει την απόλυτη αλήθεια και όλες οι άλλες κυρήσσουν το ψέμα. Απογοητεύτηκε όταν αντιλήφθηκε ότι η στάση αυτή ωφείλεται στο ότι οι θρησκείες γίνονται όχημα πολιτικής και έφριξε διαπιστώνοντας ότι οδηγεί στη μισαλλοδοξία και σε πολέμους που οι Εκκλησίες σπεύδουν να ευλογήσουν.
Μολαταύτα εξακολούθησε να θεωρεί ότι κάποια μορφή πίστης είναι αναγκαία για να μπορεί να συνεχιστεί η ζωή, επιδώθηκε έτσι σε μια προσπάθεια να διακρίνει την αλήθεια από τα ψέματα της θρησκείας. Σε τι βαθμό τα κατάφερε δεν το μαθαίνουμε. Πάντως δεν αυτοκτόνησε...
Δεν ξέρω αν θα γίνει κανείς σοφότερος διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Εντούτοις το βρήκα αξιολάτρευτο, γιατί η απεγνωσμένη αναζήτηση του Τολστόι είναι βαθειά ανθρώπινη: ξεκίνησε με τον πρώτο του είδους μας που σήκωσε το βλέμμα του στ’ άστρα και θα τελείωσει όταν και του τελευταίου τα μάτια κλείσουν οριστικά.
Η σκέψη που στριφογυρίζει στο μυαλό μου ύστερα από όλα αυτά είναι η εξής: Μήπως το νόημα της ύπαρξης βρίσκεται στην αναζήτησή του, στην πνευματική εξύψωση που συνεπάγεται η διαρκής και αγωνιώδης αναζήτηση του νοήματος; Με άλλα λόγια μήπως η απάντηση στο ερώτημα είναι το ίδιο το ερώτημα;
Saturday, May 18, 2013
Η απόλαυση της ανάγνωσης και το νόημα της ζωής
Η μεγαλύτερη, ίσως, απόλαυση που αντλώ από το διάβασμα είναι όταν ανάμεσα στις αράδες συναντώ μια διατύπωση που περιγράφει με σαφήνεια θολές ιδέες και συγκεχυμένες σκέψεις που περιστρέφονται ανολοκλήρωτες στο νου μου για καιρό, αδυνατώντας να πάρουν το οριστικό τους σχήμα. Το κείμενο γίνεται τότε ο καταλύτης που βοηθά τη σκέψη να αποκρυσταλλωθεί.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα:
Τα τελευταία χρόνια με απασχολεί το καθόλου πρωτότυπο ερώτημα, ποιά είναι τα στοιχεία εκείνα που δίνουν νόημα, αξία και ενδιαφέρον στη ζωή. Κατά καιρούς είχα προσδιορίσει κάποια και η λίστα μου άρχισε να διαμορφώνεται.
Τις προάλλες, βρήκα σε κάποιο βιβλίο την απάντηση που έδωσε ο άγγλος φιλόσοφος G.E Moore στο ίδιο ερώτημα, όπου απαριθμούσε τα κυριότερα αγαθά της ζωής:
- η στοργή για τον άλλο,
- η αλληλοκατανόηση των ανθρώπων,
- η δημιουργική δράση,
- η ενατένιση του ωραίου,
- το να αποκτά κανείς τη γνώση και να την εκτιμά,
- η ηδονή.
Αν και τα μου συμπεράσματά μου δεν απέχουν πολύ από εκείνα του φιλοσόφου, ο δικός του κατάλογος είναι πλήρης, χωρίς τίποτα περιττό (δεν θα πρόσθετα ή αφαιρούσα τίποτε) και διατυπωμένος με ακρίβεια, γι’αυτό και τον υιοθετώ.
Υ.Γ Προς άρση αμφιβολιών, ξεκαθαρίζω ότι δεν παρέλειψα κάτι από τον κατάλογο. Ο πλούτος και το χρήμα δεν περιλαμβάνονται σε αυτόν!
Saturday, February 16, 2013
Φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας
Στον, κατά Θουκυδίδη, Επιτάφιο που εκφωνεί ο Περικλής για να τιμήσει τους πεσόντες στη μάχη συμπολίτες του, πλέκει το εγκώμιο στην Πολιτεία τους. Στο διασημότερο ίσως εγκώμιο στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, ο ηγέτης της της αποδίδει τις εξής αρετές:
- Οικονομική αυτάρκεια.
- Το πολίτευμα και οι νόμοι είναι δίκης τους έμπνευσης, δεν τα αντέγραψαν από κανέναν• αντιθέτως οι άλλοι τους μιμούνται.
- Ισονομία. Όλος ο δήμος έχει τα ίδια δικαιώματα απέναντι στο νόμο.
- Αξιοκρατία. Ο καθένας έχει την ευκαιρία να προκόψει, όχι λόγω της καταγωγής ή του πλούτου που διαθέτει, αλλά με την ικανότητα του.
- Αμοιβαίος σεβασμός και εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες. Δεν κοιτάζει με καχυποψία ο ένας τον άλλο στις καθημερινές τους δουλειές, δεν θυμώνουν με τον γείτονα όταν κάνει κάτι κατά την όρεξή του.
- Σεβασμός στους νόμους. Και μάλιστα όχι από τον φόβο της τιμωρίας αλλά γιατί αυτό επιβάλλει η συνείδηση.
- Η πόλη είναι ανοιχτή σε όλους. Οι ξένοι είναι ευπρόσδεκτοι και δεν έχουμε τίποτε να τους κρύψουμε.
- Αγάπη για το ωραίο.
- «Φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας». Ενασχόληση, δηλαδή, με τη θεωρητική σκέψη χωρίς αυτή να επιφέρει νοθρότητα και αποχή από τη δράση.
- Ο πλούτος δεν θεωρείται τίποτε περισσότερο από ένα μέσο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο για έπαρση.
- Συμμετοχή των πολιτών στα κοινά. Οι Αθηναίοι παράλληλα με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις δεν παραμελούσαν να ασχολούνται με τα ζητήματα της πόλης. Όσοι δεν ανταποκρίνονταν σε αυτό το καθήκον θεωρούνταν άχρηστοι.
- Απόλαυση της ζωής. Σε αντίθεση με τους σκληροτράχηλους Σπαρτιάτες οι Αθηναίοι ψυχαγωγούνταν με γιορτές και απολάμβαναν τα αγαθά.
- Υπεράσπιση της πολιτείας. Όχι από κάποια νομική υποχρέωση, αλλά σαν καθήκον να προστατευθεί ο τρόπος ζωής τους.
Η θεμελιωδέστερη όλων των αρετών, που διατρέχει όλο το κείμενο του Θουκυδίδη και χαρακτηρίζει την στάση ζωής των Αθηναίων ήταν η μεσότητα, το χάρισμα τους να βρίσκουν την λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε αντικρουόμενες αξίες της ζωής. Όπως εξηγεί ο Ι. Κακριδής: O Αθηναίος κατορθώνει να φέρει σε ισορροπία τις ορμές τις ψυχής και του κορμιού, κατακτά την ατομική ελευθερία σεβόμενος τους νόμους και τους άρχοντες, είναι έτοιμος για δράση χωρίς να παραμελεί την σκέψη και η σκέψη δεν χαλαρώνει την ενεργητικότητα του, αναπτύσει την ατομικότητά του χωρίς να απομακρύνεται από το σύνολο. Αντίστοιχα, η Πολιτεία του εφαρμόζει την δημοκρατία χωρίς να εκτρέπεται σε οχλοκρατία.
Οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης της Αθηναϊκής Πολιτείας με την σύγχρονη Ελλάδα θα ήταν χονδροειδές ατόπημα. Η Αθήνα του Περικλή ήταν μια παγκόσμια υπερδύναμη, ενώ η σημερινή Ελλάδα είναι μια μικρή, αδύναμη χώρα που αγωνίζεται να βρει τη θέση της στον κόσμο. Επιπλέον, δυστυχώς, η αντίληψη περί συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα ως σήμερα αποδεικνύεται επίπλαστη. Εφόσον οι νεοέλληνες δεν μελετάμε τον στοχασμό των προγόνων μας, αδιαφορώντας για την σημαντικότερη παρακαταθήκη τους, το μόνο που μένει να μας συνδέει με εκείνους είναι ότι ζούμε κάτω από τον ίδιο ουρανό. Αυτό το καπρίτσιο της μοίρας αρκεί, ίσως, για να θρέψει μια ανούσια υπερηφάνια• δεν είναι ικανό, όμως, να μας καταστήσει πνευματικούς τους κληρονόμους.
Το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης απασχολούσε έντονα τους αρχαίους που αναζητούσαν επίμονα το καλύτερο σύστημα διακυβέρνησης. 2500 χρόνια αργότερα τα συμπεράσματά τους δεν θα μπορούσαν να έχουν άμεση εφαρμογή σε ένα τόσο διαφορετικό κόσμο. Εντούτοις, οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που θέτουν είναι η ιδανική πρώτη ύλη για να ξεκινήσουμε μια συζήτηση που θα μπορούσε να διαμορφώσει ουσιαστική πολιτική σκέψη.
Πάνω σε αυτό το θέμα έχω εντοπίσει κάποια αξιόλογα βιβλία, απολύτως κατανοητά στον μη ειδικό. Ελπίζω με τον καιρό να διευρύνω τη λίστα:
[1] Περικλέους Επιτάφιος, μετάφραση, σχόλια, επιλεγόμενα Ι.Θ. Κακριδή, εκδ. Εστία
[2] Πόσο επίκαιρη είναι η Αθηναϊκή Δημοκρατία σήμερα; Jaqueline de Romilly, εκδ. Ερμής
[3] Η Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα, Κ. Καστοριάδης, εκδ. Ύψιλον
[4] Πολιτεία του Πλάτωνα. Ένας οδηγός ανάγνωσης. Νickolas Pappas, εκδ. Οκτώ
Friday, October 12, 2012
Η σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τη ματιά των φιλοσόφων της
Μετά τα αποσπάσματα του Καστοριάδη (Εθνικές αντιφάσεις, ιδιοσυγκρασιακές αντινομίες και νεοελληνική σχιζοφρένεια) παραθέτω κάποιες σκέψεις του Κώστα Αξελού (από το βιβλίο Η Μοίρα της Σύγχρονης Ελλάδας, εκδ. Νεφέλη, και πρωτοδημοσιευμένες το 1978)
- Για τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο:
Θα μπαίναμε επίσης στον πειρασμό ν' απαντήσοuμε αρνητικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα διαθέτει μια σκέψη, μια επιστήμη και μια πολιτική. Συμμετέχει στην ευρωπαική -και οσονούπω πλανητική- σκέψη, επιστήμη και πολιτική, αλλά συμμετέχω δεν σημαίνει καθόλου και κατέχω. Τα δέντρα αυτά δεν φυτρώνοuν στο δικό της έδαφος. Η ευρωπαική σκέψη διατηρεί έναν κατά πολύ ζωηρότερο διάλογο με την αρχαία σκέψη απ' ότι η νεοελληνική σκέψη. Και η ευρωπαική σκέψη είναι, επίσης, σκέψη του επίκαιρου. Έτσι, η σύγχρονη Ελλάδα τρέφεται με τη δυτική σκέψη• «τρέφεται» σημαίνει: δέχεται τους καρπούς που καλλιεργούνται αλλού. Αυτό που της λείπει είναι το σύνολο: οι ρίζες, ο κορμός και τα κλαδιά του δέvτρoυ. Φυσικά, όπως παντού, υπάρχουν θάμνοι, αλλά δεν είναι αρκετά ισχυροί ώστε να φιλτράρουν το φως μέσα απ' το φύλλωμά τους και να δημιοuργήσοuν μιαν ακόμη αληθινή σκιά.
Καθώς λείπουν οι ρίζες του δέvτρoυ, είναι προφανές ότι δεν υπάρχοuν ούτε ο κορμός της γνώσης ούτε οι κλάδοι των επιστημών. Μπορεί η σύγχρονη Ελλάδα να «τρέφεται» με τη δυτική σκέψη, αλλά προσπαθεί απεγνωσμένα να χωνέψει τις ξένες επιστημονικές επιτεύξεις.
Στην πραγματικότητα, η δίδυμη αδελφή της επιστήμης, η τεχνική, λείπει παντελως. Οι Νεοέλληνες δεν κατασκευάζοuν τον κόσμο, ούτε καν την ίδια τη χώρα τους. Δεν ξέρουν να «φτιάχνουν». Οι άνθρωποι της χώρας αυτής κοπιάζουν αλλά δεν παράγουν έργο.
- "Ελληνοκεντρισμός" εναντίον "δυτικισμού":
Η μείζων αυταπάτη της νεολληνικής αυτοσυνείδησης είναι εκείνο το οποίο η ίδια (με ελάχιστη μετριοφροσύνη) ονομάζει ελληvοκεvτρισμό. Οι δύο λέξεις που συνθέτουν τον όρο είναι ελληνικές. Τι σημαίνει όμως ο όρος αυτός;
Eλληνοκεντρική είναι η σύλληψη πού θέλει την Ελλάδα να αποτελεί ένα κέντρο. Κέντρο τίνος πράγματος; Κανείς δεν απαντά ξεκάθαρα στο ερώτημα, ωστόσο η αναπαράσταση του κέντρου αυτού συνεπάγεται τον κόσμο σαν να είναι η περιφέρειά του. Βεβαίως η ελληνοκεντρική αντίληψη καθόλου δεν αποσαφηνίζει το άρρητο περιεχόμενο του ονόματος πού δίνει στον εαυτό της, επειδή δεν σκέπτεται το πεπρωμένο της έτσι ώστε να το εκφράσει μέσω της γλώσσας. Κατασκευάζει για τον εαυτό της διαταραγμένες και διαταράσσουσες αναπαραστάσεις και προφέρει ένα χείμαρρο από λόγια ή σωπαίνει. Εντούτοις, ο ελληνοκεντρισμός είναι η μοναδική «ιδέα» την οποία μπόρεσε νά προβάλει η Ελλάδα. Και η ιδέα αυτή πήρε γύρω στα τέλη του περασμένου αιώνα (19ου) και στις αρχές του δικού μας (20ου) το μεγαλειώδες όνομα της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή, ότι η (νεωτερική) Ελλάδα θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον τόσο μεγάλη και σημαντική όσο υπήρξαν και οι άλλες δύο.
Η «Μεγάλη Ιδέα» δεν οδήγησε στη «μεγάλη Ελλάδα» επειδή δεν ήταν ούτε μεγάλη ούτε ιδέα. Ήταν οπωσδήποτε μια αρκετά ενορμητική αναπαράσταση, ένα όνειρο που στόχευε στο μεγαλείο• εκείνο που της έλειπε ήταν η σκέψη την οποία ενέχει κάθε ιδέα, η ισχυρή αλήθεια μιας ιδέας που καθιστά το μεγαλείο της πραγματικό. Δέν παρουσίαζε ένα καινούριο άνοιγμα στον κόσμο, δεν αποκάλυπτε το νόημά της. Δεν υποστηριζόταν από εκείνη τη φλογερή πίστη που κάνει τις αυτοκρατορίες να γεννιούνται
- και να χάνονται.
Στον αντίποδα της «ελληνοκεντρικης» τάσης, μιά άλλη τάση εκδηλώθηκε. Συνιστώντας κι αυτή μιάν αυταπάτη της εθνικής αυτοσυνείδησης, χαρακτηρίζεται από τόν ριζικό «δυτικισμό» της. Οι οπαδοί της συγκεκριμένης θέσης βλέπουν την Ελλάδα λουσμένη στο δυτικό φως. Θα έπρεπε έτσι η μεσογειακή τούτη χώρα να γίνει, και πολύ γρήγορα, χώρα ευρωπαική με σχεδιασμένη οικονομία και ορθολογική πολιτική, αναπτύσσοντας την επιστήμη και παράγοντας τεχνική. Και οι καλλιτεχνικές της εκφράσεις θα ήσαν προσαρτημένες (τρέχοντας γρήγορα για να προλάβουν τά προβαδίσματα) σ’εκείνες των ευρωπαικών χωρών που σέρνουν το χορό. Όλα τούτα, όμως, συνιστούν μήπως κάποιο σχέδιο ή είναι, αντιθέτως, μια απλή προβολή της τόσο ζωηρής νεοελληνικής φαντασίας;
Οι «άλλοι» (στούς οποίους τόσo συχνά οι Έλληνες αποδίδουν τη σχετλιαστική ονομασία «Φράγκοι»), δηλαδή οι Δυτικοί, είναι Ευρωπαίοι και νεωτερικοί, επειδή το είναι τους το ίδιο σuνεπάγεται το γίγνεσθαί τους. Μετά το τέλος του αρχαίου κόσμου και το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου, ρίχτηκαν στην ιστορική αρένα, εμψυχωμένοι από τον καινούριο νεωτερικό τους ζήλο• δέν μιμούνταν κανέναν, προσφέρονταν ως παράδειγμα. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου να γνωρίζουμε αν, επειδή οι χώρες αυτές είναι «προωθημένες» και οι άλλες μένουν «καθυστερημένες», πρέπει οι δεύτερες να προσπαθήσοuν να φθάσουν τις πρώτες. Ο καλπασμός των ιστορικών εποχών κατά κανέναν τρόπο δέν σuγκρίνεται με ιπποδρομία. Οι χώρες που δεν δημιούργησαν τον νεωτερικό κόσμο οφείλοuν νά πραγματοποιήσοuν ξανά, και για δικό τους λογαριασμό, τούτες τις κατακτήσεις αν δεν θέλουν να ζουν διαρκώς σαν φτωχοί συγγενείς τους οποίους από καιρό σε καιρό (ή έστω συχνά) έρχονται να επισκεφθούν οι πλούσιοι συγγενείς τους γιά να γευθούν τη χάρη της γραφικής τοuς ζωής. Οι σπόροι πού μεταφέρθηκαν πρέπει νά φυτρώσοuν σέ γόνιμο έδαφος και μάλιστα να ριζώσοuν. Γιά να γίνει η Ελλάδα αληθινά νεωτερική θα πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τή δική της ουσία, το οποίο να τη σπρώξει όχι προς το «μοντερνισμό» αλλά προς τη νεωτερικότητα.
Είναι έτοιμο το κίνημα αυτό προκειμένου να ολοκληρωθεί; Αν η ελληνοκεντρική αυταπάτη αναγνωριζόταν κι αν η δυτικόστροφη τοποθέτηση απέβαλλε τη μιμητική της τάση, θα μπορούσε μήπως να γίνει αύθεντικά νεωτερική αυτή η χώρα των ερειπίων πάνω στα όποία τόσο δύσκολα ξεφυτρώνουν τα εργοστάσια;
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν πρώτα να ξεπεράσει η χώρα μιάν άλλη από τις τάσεις της: εκείνη τη μισο-εθνική, μισο-ψυχολογική τάση της που την εξωθεί ν' αναπτύσσει διαλεκτικές ψευδο-συνθέσεις. Μία κοινή άποψη, πολύ κοινή -καί πολύ διαδεδομένη- θέλει την Έλλάδα να είναι ένα περίεργο σύνολο αντιφατικών ιδιαιτεροτήτων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα ήταν ανατολίτικη λόγω της γεωγραφικής της θέσης, της αμεριμνησίας της, της αντίληψης που έχει για τη σοφία νοούμενη ως απραξία, και τέλος λόγω ενός συνδυασμένου παιχνιδιού στο οποίο ένας ορισμένος ασκητισμός συνάδει μ' ενός είδους γαλαντομία κι ενός είδους κραιπάλη. Αυτή η «ανατολίτικη» Ελλάδα θα ήταν η Ελλάδα του Μοιραίου.
Αλλά η Ελλάδα δεν θα ήταν μόνον ανατολίτικη. Καθώς συνιστά το ίδιο το θαύμα της, θα ήταν και ευρωπαική εξίσου και μάλιστα πιό ευρωπαική σχεδόν από τις γνήσιες ευρωπαικές χώρες. Είναι σε θέση να κρίνει πολύ αφ' ύψηλού τη Δύση και να υπερηφανεύεται ιδιαίτερα για τη δική της νεότητα σε σύγκριση με τα γηρατειά εκείνης. Κι ενώ συγκρίνει τον εαυτό της με τη Δύση, μπορεί να καυχιέται για τις κατακτήσεις της και να παρηγοριέται στην ιδέα ότι αν οι κατακτήσεις αυτές παραμένουν παγκοσμίως άγνωστες, τούτο οφείλεται στη μη οικουμενικότητα της γλώσσας της καθώς και στην απομάκρυνσή της. Η «νεωτερική» Ελλάδα, λοιπόν, θα ηταν και ανατολίτικη και πιο δυτική από τη Δύση συγχρόνως, παθητική και ενεργητική, γοητευτική και ίσχυρή, μικρή και μεγάλη κ.λπ ... Το είναι της θα κατοικουσε μες στη μοναδική της ιδιαιτερότητα που όλα τα συγχωρεί• που συγχωρεί κυρίως το γεγονός ότι η προσπάθεια δεν υποστηρίζεται και ουδέποτε οδηγείται μέχρι την εκπλήρωσή της. Και τη
στιγμή που η προσπάθεια αποτυγχάνει, δεν γίνεται ποτέ λόγος για αποτυχία, αντιθέτως όλοι θυμούνται ότι η Ελλάδα είναι η χώρα πού ανέπτυξε τη διαλεκτική και υίοθετουν μιάν άλλη γλώσσα: μιλουν για τη γοητεία της αταραξίας• μιλουν μάλιστα -και με πολλή ειρωνεία- για την τρομερή σύσπαση πού απαιτει η προσπάθεια: Ιδού, λοιπόν, οι νικητές μεταμορφώνονται σε μορφάζοντες. Μπορεί μήπως αυτός ο ναρκισσισμός της νωθρής ιδιαιτερότητας να πραγματώσει(νά πραγματώσει κι όχι να ονειρευθει την πραγμάτωσή του) οτιδήποτε αξιόλογο, ακόμη και εντός των δικών του ορίων; Μπορεί
να σπρώξει ως την άκρη τήν ίδια τη λογική του; Οπωσδήποτε όχι, επειδή δεν διαθέτει λογική, ούτε τυπική ούτε διαλεκτική.
- Οι Έλληνες της Διασποράς
Όσοι από τούς Έλληνες εγκαταλείπουν το πάτριο έδαφος το κάνουν είτε ατομικά είτε συλλογικά και χάνονται ή ευδοκιμούν εκεί όπου πηγαίνουν. Κι όσοι ευδοκιμούν μήπως γίνονται έμποροι που πλούτισαν; Άς τους συγκρίνουμε με τους Εβραίους. Τα τέκνα του Ισραήλ που εγκαταστάθηκαν σε ξένη γη ευδοκίμησαν οπωσδήποτε ως έμποροι, αλλά έδωσαν επίσης στον ευρύτερο κόσμο μερικές από τις μεγαλύτερες μορφές του• κι αυτές οι μορφές δεν ήσαν πιά μόνον τέκνα του Ισραήλ, αλλά γίνονταν πολίτες του κόσμου, με τη βαριά - και καθόλου κοσμοπολίτικη- έννοια του όρου. Οι Έλληνες δεν έκαναν το ίδιο, κι η συγκεκριμένη διαφορά δεν είναι αμελητέα. Η έννοια ενός συνόλου μαγικών εθνών παραμένει αόριστη και αναποτελεσματική.
Δεν αρκεί ν' ανήκει κανείς σ'ένα σύνολο για να έχει εξ αυτού πρόσβαση στον κόσμο, κι ο εμπορικός πλούτος αυτός καθ' εαυτόν λίγα πράγματα εξηγεί: γιατί, ενώ οι Εβραίοι υπάκουσαν (έστω και με ιδιαίτερο τρόπο) στη φωνή των προφητών τους, οι Έλληνες έκλεισαν τ' αυτιά τους στή φωνή των φιλοσόφων και των ποιητών τους; Γιατί δεν κατευθύνθηκαν και αυτοί επίσης προς το άπειρο;
Από τους Ελλαδίτες έλειψαν μορφές οικουμενικής εμβέλειας. Μεταξύ των Ελλήνων της διασποράς λίγοι έφθασαν στο οικουμενικό.
Υπήρξε εντούτοις ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, Ελ Γκρέκο, ο οποίος στη δύση του μεσαιωνικού κόσμου και στην αυγή του νεωτερικού εγκατέλειψε τα στενά όρια της γενέτειράς του κι έφυγε από την -άλλοτε επιφανή- Κρήτη προς τις χώρες που ήσαν εν τω γίγνεσθαι. Δίνοντας νέες μορφές στον κόσμο, πραγματοποίησε έτσι τη μοίρα του. Υπάρχουν στις μέρες μας Νεοέλληνες που φθάνουν σ' ένα ορισμένο επίπεδο. Εκείνο που λείπει είναι η σύγκλιση του συνόλου των προσπαθειών.
Καθώς απουσιάζει οδυνηρά μια έστω σκέψη, όσα κατόρθωσαν ν' αποκτήσουν τα μέλη ενός συνόλου δεν εντάσσονται όλα στο σύνολο. Οι Νεοέλληνες που διατρέχουν τον κόσμο κι εγκαθίστανται λίγο πολύ παντού δεν συνδέονται ούτε μεταξύ τους ούτε με το κέντρο. Διότι λείπει εντελώς η ιδέα που θα έκανε όλες τις κατακτήσεις των Ελλήνων, τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού, να συγκλίνουν προς μια ενότητα. Η «ιδέα» αυτή όμως, ικανή να κατευθύνει προσπάθειες και να συνδέσει αποτελέσματα, κάνοντας όλες τις ακτίνες να συγκλίνουν προς ένα κέντρο, θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα ακτινοβολούσα χώρα. Μόνο που η απλή αναπαράσταση της ιδέας αυτής δεν αναπληρώνει την απουσία της.
- Περί "επαρχιωτισμού":
Διότι, καθώς είναι ανίκανη να αποτελέσει μόνη της ένα ακτινοβόλο κέντρο, αποστρέφει το βλέμμα από το κεvτρικό και χάνεται στο επαρχιακό. «Επαρχιακό» είναι ό,τι τρέφεται από μια πρωτεύουσα ως προς την οποία «γνωρίζει» οτι είναι υποδεέστερο. Μολονότι καυχιέται διαρκως για τα δικά του προτερήματα, άλλο δεν κάνει παρά να μιμείται (υιοθετώντας το με πάθος ή απορρίπτοντάς το με μίσος) αυτό που του είvαι υπέρτερο και προς το οποίο αναπόφευκτα τείνει. Χαρακτηρίζοντας τη σύγχρονη Ελλάδα επαρχιακή, δίνουμε ένα όνομα σ' εκείνο που η ίδια συγκεχυμένα αισθάνεται.
Κάθετι επαρχιακό είναι, για να το πούμε έτσι, νεκρικό, επειδή δεν ζει το χρόνο της ιστορίας• για την Ελλάδα, λοιπόν, το να ξεπεράσει τον επαρχιωτισμό της έχει την έννοια να ζήσει πραγματικά. Δεν είναι επαρχιακό ό,τι μοιάζει υποδεέστερο απέναντι στις δημιουργίες και τις εκδηλώσεις των μεγάλων κοσμοπολίτικων κέντρων, αλλά ό,τι δεν έχει δικό του ρυθμό.
Μόνον εκεί όπου φθάνει υπόκωφος ο θόρυβος των βημάτων αυτών που περπατούν, εκεί μόνον βρισκόμαστε σε μια περιοχή που δεν είναι κεντρική, δηλαδή που δεν είναι θεμελιακή. Άν το κέντρο γίνεται ό,τι γίνεται, ωθούμενο απ' τη δική του κίνηση, η επαρχία υφίσταται ό,τι δεν μπορεί ν' αποφύγει. Για να παραμείνει η Ελλάδα πιστή στη δική της ουσία, πρέπει να είvαι Ελλάδα και να αποκτήσει ουσιώδη σημασία.
Ακόμη κι αν ο κόσμος διευθύνεται όλο και περισσότερο από τις μεγάλες δυνάμεις, όσοι δεν είναι μεγάλοι δεν έχουν παρά να μείνουν πιστοί στον εαυτό τους για να μην καταλήξουν εντελώς χωρίς ουσία. Οι σημαίες της ιστορίας που γίνεται πλανητική θα έχουν αναμφισβήτητα αλλιώτικα χρώματα καί θα χρωματίσουν αλλιώτικα τον κόσμο. Πρέπει, όμως, όλα αυτά τα χρώματα να αντανακλουν το οικουμενικό φως.
- Η Ελλάδα δεν μπορεί ν' αποφύγει τον νεωτερικό κόσμο.
Και το θέμα δεν είναι μόνον να μην τον αποφύγει, είναι υπεύθυνη για την τύχη της• δεν είναι πια οι άλλοι, λοιπόν, που την κρατούν στα χέρια τους. Εντούτοις, για να δράσει, είναι απαραίτητο να εντείνει τις δυνάμεις της έτσι όπως τεντώνεται το τόξο για να ρίξει το βέλος. Το βέλος που εκτοξεύεται φεύγει μακριά, ακολουθεί μια κατεύθυνση και πετυχαίνει ή χάνειτο στόχο. Η τοξοβολία ήταν για τους αρχαίους Έλληνες μια δοκιμασία στους αγώνες και στη μάχη. Η σύγχρονη Ελλάδα πάλλεται άραγε με αρκετή ένταση, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τόξο απ' το οποίο φεύγει ένα βέλος; Χωρίς αμφιβολία, περιχαρακώνεται σε μιαν ορισμένη κατάσταση μη έντασης, δεν στοχεύει καθόλου στά μάκρη, αγαπά το περιορισμένο. Προτιμά ό,τι μπορεί ν'αγγίξει από εκείνο που αγγίζει τη μεγάλη περιπέτεια.
Εξυπακούεται ότι της αρέσει πολύ νά στοχεύει και πηγαίνει στον πόλεμο τραγουδώντας.
Έχει κλίση στην περιπέτεια κι ο αέρας πάντα φουσκώνει τα πανιά της. Μόνο που αυτό δέν φτάνει: υπάρχει φωτιά καί Φωτιά, περιπέτεια και Περιπέτεια, κόσμος καί Κόσμος. Η σφραγίδα του μεγαλειώδους δεν σημαδεύει τόσο εύκολα κάθε έλαφρως αυτοσχέδιο εγχείρημα• η παραδοχή του κινδύνου δεν οδηγεί κατ' ανάγκην σε αληθινά επικίνδυνες εξερευνήσεις. Η ένταξη έργων στο έργο του Κόσμου επιβάλλει την εγκατάλειψη της μικρης ιδιαιτερότητας προς όφελος του συγκεκριμένου οικουμενικού.
Η σύγχρονη Ελλάδα έχει μιαν ορισμένη προτίμηση για ό,τι δεν είναι μεγαλειωδες •το πολύ πολύ να αναπαριστά στον εαυτό της το μεγαλειώδες.
Κρύβεται φοβισμένη πίσω απ' τα βράχια των ακτών της: φοβαται τα μάκρη και τα ύψη.
- H προβληματική σχέση του προσωπικού με το συλλογικό:
Αντιθέτως, οι Νεοέλληνες (τo λέμε μια για πάντα, στο μέτρο που είναι αποδεκτό να μιλάει κανείς για Νεοέλληνες εν γένει) δεν κατάφεραν να εναρμονίσουν τη σχέση μεταξύ του προσωπικού και του δημοσίου• ο θρίαμβος του προσωπικού και του δια-προσωπικού τους εμποδίζει να εντάξουν τη δραστηριότητά τους σ’ ένα υπερ-προσωπικό πλάισιο. Η δυσθυμία δεν γίνεται απαραιτήτως αγωνία, αγωνία που να αποβλέπει στο οικουμενικό και να τείνει σε επικοινωνία με την ύπέρβαση. Οι Νεοέλληνες χάνονται πολύ συχνά στους δαιδάλους του ψυχικού και του δια-ανθρώπινου• τό ψυχολογικό τους απορροφά πάρα πολύ, κι όταν ακόμη ζουν μες στο κοινωνικό, το ζουν με τρόπο συλλογικά ψυχολογικό. Το κράτος ουδέποτε έγινε μορφή με περιεχόμενο, η οποία να διαμορφώνει τα άτομα τα οποία περιέχει.
- Οι Νεοέλληνες διαθέτουν πολύ ζωηρή ευφυία αλλά δεν ασκούν τη σκέψη:
Η σκέψη είναι ένα άνοιγμα, κι ένα παράθυρό της είναι η λογική σκέψη. Οι άρχαίοι Έλληνες κατεύθυναν την πρωταρχική (και αναγκαστικά ποιητική) σκέψη πρός την ολότητα όλων όσα είναι, οι Βυζαντινοί την εναρμόνισαν με το χριστιανισμό και οι Νεοέλληνες την αγνοούν. Διαθέτουν οπωσδήποτε ζωηρή (πολύ ζωηρή) ευφυία. Έχοντας ακόρεστη περιέργεια λατρεύουν την πληροφόρηση και καταβροχθίζουν κάθε νεωτερισμό, ενώ κι ένας αρκετά αξιόλογος αριθμός οιονεί ιδιοφυών εκδηλώνεται στη δημοκρατία του δρόμου.
Ωστόσο, λείπει ο λόγος. Οι Νεοέλληνες, καθώς αφομοιώνουν λίγο πολύ την ευρωπαική σκέψη, συλλογίζονται μεν, αλλά δέν σκέπτονται. Η απουσία σκέψης συνιστά απουσία διαμόρφωσης και μορφής, κι έτσι ούτε το ψυχολογικό ούτε το κοινωνικό μπορούν να ξεπεραστούν. Οι σύγχρονοι Έλληνες μοιάζουν ανίκανοι να κατευθύνουν το δικό τους πεπερασμένο προς το άπειρο. Κι ούτε κατορθώνουν να μεταμορφώσουν τη θλίψη των τραγουδιών τους σε λόγια της αγωνίας. Η γλυκύτητα της ζωής, οι χαρές της γιορτης δεν ορθώνονται σε μορφές της Χαρας, επειδή λείπει ο στοχασμός. Ακόμη και μια παράξενη χαρά της ζωής μπερδεύεται κατά περίεργο τρόπο με μιάν ορισμένη μελαγχολία, κι όλα αυτά φτιάχνουν μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη μεν απελπισία αλλά φτωχή σε ένταση, χωρίς εμβέλεια οικουμενική.
Γιατί η σκέψη δεν εκδηλώνεται στη σύγχρονη Ελλάδα; Είναι δύσκολη η απάντηση σε κάθε ερώτηση πoυ αρχίζει με ένα απότομο «γιατί;». [...] Οι Νεοέλληνες, συλλογίζονται και δεν σκέπτονται, μιλούν πoλύ και δεν έχουν συντεταγμένη γλώσσα, ρωτούν και απαντούν, αλλά χωρίς καμιά συνέχεια• βαδίζουν πάνω σ' ένα δρόμο αλλά δεν πορεύονται.
- Εν αντιθέσει με την σκέψη, η ποίηση ευδοκιμεί.
Η φωνή των ποιητών είναι η μόνη φωνή που ακόμη αξίζει να ακούγεται. [...] Ότι η νεοελληνική ποίηση είναι ωραία και αληθινή, το είπαμε ήδη, αλλά είναι πoλύ περισσότερο ένα τραγούδι, μια κραυγή, μια φαντασιακή προβολή και πολύ λιγότερο ένας ποιητικός λόγος. Κι όμως, υπηρξαν ο Σολωμός και ο Καβάφης και ο Σικελιανός και ο Σεφέρης.
-Η απουσία προτύπων εμποδίζει τη διαμόρφωση ενός συνόλου - οι πολλές και ασύμβατες μεταξύ τους Ελλάδες:
Στην Ελλάδα, οι μεγάλες μορφές, οι εκπαιδευτές και τα «παραδείγματα» δεν προσφέρονται σε όσους αναζητούν έναν προσανατολισμό.
Kαι εκ του γεγονοτος ότι λείπουν τα μοναδικά παραδείγματα, βασιλεύει στη χώρα μια εκπληκτική και αποπροσανατολιστική πολλαπλότητα. Τα διαφορετικά πρόσωπα της Ελλάδας διόλου δεν συνθέτουν μια και μόνη μορφή, έστω και κατακερματισμένη. Η πολλαπλότητα δεν εγείρεται στο επίπεδο ενός συνόλου που να περιέχει διαφοροποιημένα μέρη. Υπάρχει μια Ελλάδα αγροτική και γραφική τραγουδισμένη από ήσσονες ποιητές [...] Υπάρχει η Ελλάδα των ναυτικών και των ψαράδων [...] Υπάρχει η Ελλάδα του κοσμάκη που γεμίζει τα καφενεία και τις ταβέρνες, διαβάζει τις εφημερίδες και εξαίρει τα προτερήματα της ακινησίας [...] Υπάρχει η Ελλάδα της «μεγάλης» πόλης, της οποίας η αστική τάξη θα ήθελε να είναι ευρωπαική αστική [...] Υπάρχει η Ελλαδα που δίνει την εντύπωση ότι θέλει να εγερθεί ως το οικουμενικό επίπεδο [...] Όλες αυτές οι Ελλάδες πράγματι υπάρχουν και είναι αδύνατον να τις αρνηθεί κανείς. Είναι μήπως εξίσου αδύνατο να ξεπερατούν προς όφελος μιας πραγματικής σύνθεσης;
- Κάποια συμπεράσματα:
Η Ελλάδα είναι ελληνική: είτε συνθέτει εθνική ένότητα, μια ράτσα, είτε το μελλοντικό μέλος μιας μελλοντικής Συνομοσπονδίας. Η μοίρα της είναι νεωτερική: είτε βρίσκεται κάτω απ' το σημάδι της αναζήτησης του θεμελίου είτε κάτω απ' το σημάδι της πάλης των τάξεων ή των κρατών.
Η Ελλάδα οφείλει ν' αναπτύξει τις έρευνες που αφορούν τα ιδιαίτερά της προβλήματα: ν' αποκτήσει συνείδηση της παράδοσης και της ιστορίας της, της καταγωγής και της δομής της, της λογοτεχνίας και των προσωπικοτήτων της• οφείλει ν' αποκτήσει μια γνώση και ν' αναπτύξει τις επιστήμες. Αφήνοντας κατά μέρος την αυταρέσκειά της, θα περάσει μήπως στο στάδιο της προσπάθειας και της συνέπειας;
Θα εκτιναχθεί -σαν μεταλλικό ελατήριο πιεσμένο από καιρό- προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης;
Friday, March 2, 2012
Δημοκρατία, idiot!
Σε καιρούς ταραγμένους και εποχές γενικευμένης σύγχισης, όπως η τωρινή, είναι χρήσιμο να πιάνει κανείς το νήμα από την αρχή. Ας επιστρέψουμε στα βασικά λοιπόν.
Ακούμε για αυτή διαρκώς, υπάρχει σε κάθε κουβέντα που σχετίζεται με την πολιτική, αλλά όπως συμβαίνει με κάθε έννοια που εκφυλίζεται σε σύνθημα, κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε το πραγματικό της νόημα.
Τι είναι Δημοκρατία;
Στο σχολείο μας έλεγαν ότι είναι κάτι καλό, για το οποίο οι λαοί αγωνίστηκαν και όλη η ανθρωπότητα ωφείλει να ευγνωμονεί αιώνια τους Έλληνες γιατί οι πρόγονοί μας την ανακάλυψαν. Όσοι υπήρξαν επιμελείς μαθητές, ίσως θυμούνται και κάποιες λεπτομέρειες για τον Περικλή ή την Εκκλησία του Δήμου. Ελάχιστη ως καθόλου, όμως, πληροφορία για την ουσία του πολιτεύματος που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο (στο δικό μου σχολείο, όπως και στα περισσότερα υποθέτω, το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη αντιμετωπιζόταν, από καθηγητές, μαθητές και γονείς εξίσου, σαν ώρα χαλάρωσης και ξεκούρασης).
Αν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την δημοκρατία εμπειρικά, κρίνοντας από τις συνθήκες που επικρατούν στις κοινωνίες που έχουμε μάθει να θεωρούμε δημοκρατικές, ή σε αντιδιαστολή με τα καθεστώτα που κατακεραυνώνουμε ως αντιδημοκρατικά, θα καταλήξουμε (πάνω-κάτω) στα εξής χαρακτηριστικά:
- απουσία των τανκς από τους δρόμους, μη επιβολή στρατιωτικού νόμου,
- διεξαγωγή εκλογών σε τακτά χρονικά διαστήματα,
- απουσία συστηματικής λογοκρισίας,
- απουσία πολιτικών διώξεων σε αντιφρονούντες (φυλακίσεις, βασανιστήρια κλπ).
Σε αυτόν τον, μάλλον φτωχό, απολογισμό θεωρώ ότι συμπυκνώνεται η γενική γνώση επί του θέματος. Είναι δυνατόν να αντιλαμβανόμαστε την περιλάλητη και χιλιοτραγουδισμένη δημοκρατία απλά σαν το αντίθετο του ολοκληρωτισμού; Δεν μπορεί, θα υπάρχει κι άλλο σκέφτηκα και γι' αυτό ανέτρεξα στα βιβλία:
Κατά τον Russell, το μόνο φιλοσοφικό ρεύμα που υποστηρίζει θεωρητικά τη δημοκρατία, και ταιριάζει μαζί της ως προς την ηπιότητα της σκέψης, είναι ο εμπειρισμός (empiricism). Ο Locke –θεμελιωτης του εμπειρισμού- τονίζει τη σύνδεση του με το φιλελεύθερο πνεύμα, την ανεκτικότητα και την αντίθεση του στην απόλυτη μοναρχία. Θεωρεί ότι οι γνώσεις μας είναι αβέβαιες, θέλοντας να υποδείξει ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα να σφάλλουμε και ότι την πιθανότητα αυτή πρέπει να την έχουμε υπόψη στις συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις.
Η φιλελεύθερη (liberal) πολιτική σκέψη είναι προιόν του εμπορίου. Στην αρχαία Αθήνα εμφανίστηκε όταν εκείνη ανέπτυξε έντονη εμπορική δραστηριότητα με άλλες πόλεις της Μεσογείου. Πολύ αργότερα, το Μεσαίωνα, αναβίωσε στις πόλεις της Λομβαρδίας. Αργότερα ακολούθησαν η Αγγλία, η Ολλανδία, η Αμερική.
Το εμπόριο φέρνει σε επαφή ανθρώπους διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών και έτσι καταστρέφει τον δογματισμό του αταξίδευτου. Επίσης η ελεύθερη διαπραγμάτευση μεταξύ αγοραστή και πωλητή είναι πιό αποδωτική όταν ο ένας κατανοεί την άποψη του άλλου.
Το φιλελεύθερο σκεπτικό είναι αυτό της ανεκτικότητας και ελευθερίας- όσο η δημόσια τάξη επιτρέπει, της μετριοπάθειας και της απουσίας φανατισμού στα πολιτικά προγράμματα. Οι φανατικές εμμονές καθιστούν αδύνατους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο πραγματικός Φιλελεύθερος δε λέει «αυτό είναι αλήθεια», αλλά «τείνω να πιστέψω ότι υπό τις παρούσες συνθήκες αυτή η άποψη είναι πιθανότατα η καλύτερη».
Τις παραπάνω απόψεις εκθέτει ο Russell στο δοκίμιο του “Philosophy and Politics”. Την άρρηκτη σχέση δημοκρατίας και φιλοσοφίας υπογραμμίζει ο Καστοριάδης (βλ. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα): “Κοινή ρίζα της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας είναι η αμφισβήτηση”. Ο φιλόσοφος αμφισβητεί τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος και η δημοκρατία την «ελέω Θεού» (ή Θεών) εξουσία του μονάρχη. “Στην αρχαία Ελλάδα, η φιλοσοφία ήταν η φιλοσοφία των πολιτών που συζητούν στην αγορά με άλλους πολίτες (και όχι φιλοσοφία των ιερατείων ή των αυλικών). […] Η αμοιβαία γονιμοποίηση του πολιτικού κινήματος με την φιλοσοφική ερώτηση είναι το στοιχείο ακριβώς που χαρακτηρίζει τη δημοκρατική πόλη. Από τη μία οι φιλόσοφοι ασχολούνται με τα πολιτικά ερωτήματα και από την άλλη η ίδια η πολιτική ζωή αναγκάζει τις αναζητήσεις να πάνε βαθύτερα: ποιός άρχει, πως νομιμοποιείται η εξουσία εκείνου που άρχει, είναι δίκαιο να άρχουν οι λίγοι ή οι πολλοί, τι σημαίνει δίκαιο, κλπ.”
Στη συνέχεια παρουσιάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώτης δημοκρατίας στην Ιστορία:
- Ο δήμος ασκεί την εξουσία, και την ασκεί ως άμεση δημοκρατία, χωρίς αντιπροσώπους. Τα πάντα (πόλεμος, ειρήνη, συμμαχίες, δημόσια έργα, κτίσιμο Παρθενώνα) αποφασίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου.
- Τα δικαστήρια δεν ήταν επαγγελματικά. Οι δικαστές ήταν κληρωτοί.
- Στις περιπτώσεις που χρειαζόταν να ανατεθούν αξιώματα, αυτό γινόταν με κλήρωση. Μόνο στα πεδία που χρειαζόταν εξειδικευμένη γνώση (π.χ στρατηγοί) κατέφευγαν στις εκλογές για την επιλογή των αρχόντων. Και σε αυτή την περίπτωση ήταν ανακλητοί (ο δήμος μπορούσε να τους ανακαλέσει αν το έκρινε σκόπιμο).
- Δεν υπάρχουν αρμόδιοι στον πολιτικό τομέα•η γνώμη όλων βαραίνει τι ίδιο. Δεν υπάρχει κάποια επιστήμη ή τέχνη, η γνώση της οποίας να καθιστά κάποιους καλύτερους κυβερνήτες.
Αυτά λέει η θεωρία, που στα γρήγορα συνοψίζονται στα εξής δομικά στοιχεία της δημοκρατίας:
Μετριοπάθεια, ανεκτικότητα στο διαφορετικό, αμφισβήτηση, πολίτες που σκέφτονται, φιλοσοφούν, συζητούν και συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων και την κυβέρνηση.
Τι συμβαίνει, στην πράξη, στις σύγχρονες δημοκρατίες; Κατ’αρχήν δεν είναι άμεσες αλλά αντιπροσωπευτικές. Ο Καστοριάδης (πάλι) αναφέρει σχετικά: “Από τη στιγμή που αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά. Ο Ρουσσώ έγραφε για τους Άγγλους (γιατί τότε μόνο η Αγγλία έιχε κοινοβούλιο): Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν τους βουλευτές τους• είναι ελεύθεροι μια μέρα στα πέντε χρόνια. Ο Ρουσσώ είναι ενδοτικός: στην πραγματικότητα οι επιλογές που έχει κανείς την ημέρα των εκλογών έχουν προκαθοριστεί από τα προηγούμενα πέντε χρόνια (από τον εκλογικό νόμο, τα υπάρχοντα κόμματα, τους υποψηφίους).”
Σε αυτή την πολιτική αλλοτρίωση ωφείλεται, πιθανότατα, αυτό που παρατηρεί σε ένα άλλο του κείμενο (Το Πρόβλημα της Δημοκρατίας σήμερα): “Οι λαοί σήμερα βρίσκονται σε μια κατάσταση πολιτικής απάθειας, ιδιωτικοποίησης, ανευθυνότητας, κυνισμού, αδιαφορίας για τα κοινά και τα πολιτικά και γενικότερα μιας στάσης απέναντι τόσο στην ιδιωτική όσο και στην κοινή ζωή τους που είναι περίπου μια στάση αποχαύνωσης μέσα στον καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι απλώς αποτέλεσμα συνωμοσιών, δολοπλοκιών, χειραγώγησης εκ μέρους των κυρίαρχων στρωμάτων. Εάν τα κυρίαρχα στρώματα μπορούν να κάνουν αυτά που κάνουν είναι ακριβώς γιατί οι λαοί μένουν απαθείς, ή το πολύ σηκώνουν τους ώμους τους λέγοντας, «τους ξέρουμε, είναι όλοι οι ίδιοι οι παλιάνθρωποι»“. Για αυτούς τους λόγους θεωρεί ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι τέτοιες μόνο κατ’όνομα. “Εγώ τις ονομάζω φιλελεύθερες ολιγαρχίες”, καταλήγει.[1]
Κατόπιν αυτών, δεν είναι να απορεί κανείς που η κατάσταση έχει αντίστραφεί πλήρως σε σχέση με την δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας και η εξουσία έχει φύγει από τα χέρια των πολιτών και έχει περάσει στους τεχνοκράτες (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε κάθε λογής επαγγελματίες πολιτικούς, πολιτικάντηδες, δημαγωγούς, αχυρανθρώπους των κυρίαρχων στρωμάτων (συνήθως). Εκείνο που εκπλήσσει είναι η διαπίστωση ότι η αποποίηση της εξουσίας από την πλευρά του λαού και ο αυτο-υποβιβασμός του πολίτη στην κατάσταση του υπηκόου [2]είναι, ως ένα βαθμό, οικιοθελής.
Μήπως η τεμπελιά μας είναι ισχυρότερη από την επιθυμία μας για ελευθερία; Κάτι μου θυμίζει όμως αυτό... Α, ναι!
"Πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην ελευθερία και την οκνηρία", Θουκιδύδης
[1] Στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στον όρο "democracy" που αναφέρεται στην "άμεση δημοκρατία" και τον όρο "republic" που αποδίδει την "αντιπροσωπευτική" ή "κοινοβουλευτική" δημοκρατία. Η ταύτιση των δύο εννοιών, αν και συνηθισμένη, είναι λανθασμένη και προκαλέι σύγχιση.
[2] Ενδεικτικό του πόσο αυτονόητη ήταν στην αρχαιότητα η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά είναι ότι η λέξη “ιδιώτης” (εκείνος που απέχει από τα κοινα) κατέληξε να σημαίνει “ανόητος” (προφανώς γιατί μόνο κάποιο άτομο περιορισμένης νοημοσύνης “ιδιώτευε”)- εξ’ου και η αγγλική λέξη “idiot” (βλ. ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη).
Ακούμε για αυτή διαρκώς, υπάρχει σε κάθε κουβέντα που σχετίζεται με την πολιτική, αλλά όπως συμβαίνει με κάθε έννοια που εκφυλίζεται σε σύνθημα, κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε το πραγματικό της νόημα.
Τι είναι Δημοκρατία;
Στο σχολείο μας έλεγαν ότι είναι κάτι καλό, για το οποίο οι λαοί αγωνίστηκαν και όλη η ανθρωπότητα ωφείλει να ευγνωμονεί αιώνια τους Έλληνες γιατί οι πρόγονοί μας την ανακάλυψαν. Όσοι υπήρξαν επιμελείς μαθητές, ίσως θυμούνται και κάποιες λεπτομέρειες για τον Περικλή ή την Εκκλησία του Δήμου. Ελάχιστη ως καθόλου, όμως, πληροφορία για την ουσία του πολιτεύματος που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο (στο δικό μου σχολείο, όπως και στα περισσότερα υποθέτω, το μάθημα της Αγωγής του Πολίτη αντιμετωπιζόταν, από καθηγητές, μαθητές και γονείς εξίσου, σαν ώρα χαλάρωσης και ξεκούρασης).
Αν επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε την δημοκρατία εμπειρικά, κρίνοντας από τις συνθήκες που επικρατούν στις κοινωνίες που έχουμε μάθει να θεωρούμε δημοκρατικές, ή σε αντιδιαστολή με τα καθεστώτα που κατακεραυνώνουμε ως αντιδημοκρατικά, θα καταλήξουμε (πάνω-κάτω) στα εξής χαρακτηριστικά:
- απουσία των τανκς από τους δρόμους, μη επιβολή στρατιωτικού νόμου,
- διεξαγωγή εκλογών σε τακτά χρονικά διαστήματα,
- απουσία συστηματικής λογοκρισίας,
- απουσία πολιτικών διώξεων σε αντιφρονούντες (φυλακίσεις, βασανιστήρια κλπ).
Σε αυτόν τον, μάλλον φτωχό, απολογισμό θεωρώ ότι συμπυκνώνεται η γενική γνώση επί του θέματος. Είναι δυνατόν να αντιλαμβανόμαστε την περιλάλητη και χιλιοτραγουδισμένη δημοκρατία απλά σαν το αντίθετο του ολοκληρωτισμού; Δεν μπορεί, θα υπάρχει κι άλλο σκέφτηκα και γι' αυτό ανέτρεξα στα βιβλία:
Κατά τον Russell, το μόνο φιλοσοφικό ρεύμα που υποστηρίζει θεωρητικά τη δημοκρατία, και ταιριάζει μαζί της ως προς την ηπιότητα της σκέψης, είναι ο εμπειρισμός (empiricism). Ο Locke –θεμελιωτης του εμπειρισμού- τονίζει τη σύνδεση του με το φιλελεύθερο πνεύμα, την ανεκτικότητα και την αντίθεση του στην απόλυτη μοναρχία. Θεωρεί ότι οι γνώσεις μας είναι αβέβαιες, θέλοντας να υποδείξει ότι πάντα υπάρχει η πιθανότητα να σφάλλουμε και ότι την πιθανότητα αυτή πρέπει να την έχουμε υπόψη στις συζητήσεις με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές απόψεις.
Η φιλελεύθερη (liberal) πολιτική σκέψη είναι προιόν του εμπορίου. Στην αρχαία Αθήνα εμφανίστηκε όταν εκείνη ανέπτυξε έντονη εμπορική δραστηριότητα με άλλες πόλεις της Μεσογείου. Πολύ αργότερα, το Μεσαίωνα, αναβίωσε στις πόλεις της Λομβαρδίας. Αργότερα ακολούθησαν η Αγγλία, η Ολλανδία, η Αμερική.
Το εμπόριο φέρνει σε επαφή ανθρώπους διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών και έτσι καταστρέφει τον δογματισμό του αταξίδευτου. Επίσης η ελεύθερη διαπραγμάτευση μεταξύ αγοραστή και πωλητή είναι πιό αποδωτική όταν ο ένας κατανοεί την άποψη του άλλου.
Το φιλελεύθερο σκεπτικό είναι αυτό της ανεκτικότητας και ελευθερίας- όσο η δημόσια τάξη επιτρέπει, της μετριοπάθειας και της απουσίας φανατισμού στα πολιτικά προγράμματα. Οι φανατικές εμμονές καθιστούν αδύνατους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο πραγματικός Φιλελεύθερος δε λέει «αυτό είναι αλήθεια», αλλά «τείνω να πιστέψω ότι υπό τις παρούσες συνθήκες αυτή η άποψη είναι πιθανότατα η καλύτερη».
Τις παραπάνω απόψεις εκθέτει ο Russell στο δοκίμιο του “Philosophy and Politics”. Την άρρηκτη σχέση δημοκρατίας και φιλοσοφίας υπογραμμίζει ο Καστοριάδης (βλ. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα): “Κοινή ρίζα της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας είναι η αμφισβήτηση”. Ο φιλόσοφος αμφισβητεί τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος και η δημοκρατία την «ελέω Θεού» (ή Θεών) εξουσία του μονάρχη. “Στην αρχαία Ελλάδα, η φιλοσοφία ήταν η φιλοσοφία των πολιτών που συζητούν στην αγορά με άλλους πολίτες (και όχι φιλοσοφία των ιερατείων ή των αυλικών). […] Η αμοιβαία γονιμοποίηση του πολιτικού κινήματος με την φιλοσοφική ερώτηση είναι το στοιχείο ακριβώς που χαρακτηρίζει τη δημοκρατική πόλη. Από τη μία οι φιλόσοφοι ασχολούνται με τα πολιτικά ερωτήματα και από την άλλη η ίδια η πολιτική ζωή αναγκάζει τις αναζητήσεις να πάνε βαθύτερα: ποιός άρχει, πως νομιμοποιείται η εξουσία εκείνου που άρχει, είναι δίκαιο να άρχουν οι λίγοι ή οι πολλοί, τι σημαίνει δίκαιο, κλπ.”
Στη συνέχεια παρουσιάζει τα βασικά χαρακτηριστικά της πρώτης δημοκρατίας στην Ιστορία:
- Ο δήμος ασκεί την εξουσία, και την ασκεί ως άμεση δημοκρατία, χωρίς αντιπροσώπους. Τα πάντα (πόλεμος, ειρήνη, συμμαχίες, δημόσια έργα, κτίσιμο Παρθενώνα) αποφασίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου.
- Τα δικαστήρια δεν ήταν επαγγελματικά. Οι δικαστές ήταν κληρωτοί.
- Στις περιπτώσεις που χρειαζόταν να ανατεθούν αξιώματα, αυτό γινόταν με κλήρωση. Μόνο στα πεδία που χρειαζόταν εξειδικευμένη γνώση (π.χ στρατηγοί) κατέφευγαν στις εκλογές για την επιλογή των αρχόντων. Και σε αυτή την περίπτωση ήταν ανακλητοί (ο δήμος μπορούσε να τους ανακαλέσει αν το έκρινε σκόπιμο).
- Δεν υπάρχουν αρμόδιοι στον πολιτικό τομέα•η γνώμη όλων βαραίνει τι ίδιο. Δεν υπάρχει κάποια επιστήμη ή τέχνη, η γνώση της οποίας να καθιστά κάποιους καλύτερους κυβερνήτες.
Αυτά λέει η θεωρία, που στα γρήγορα συνοψίζονται στα εξής δομικά στοιχεία της δημοκρατίας:
Μετριοπάθεια, ανεκτικότητα στο διαφορετικό, αμφισβήτηση, πολίτες που σκέφτονται, φιλοσοφούν, συζητούν και συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων και την κυβέρνηση.
Τι συμβαίνει, στην πράξη, στις σύγχρονες δημοκρατίες; Κατ’αρχήν δεν είναι άμεσες αλλά αντιπροσωπευτικές. Ο Καστοριάδης (πάλι) αναφέρει σχετικά: “Από τη στιγμή που αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά. Ο Ρουσσώ έγραφε για τους Άγγλους (γιατί τότε μόνο η Αγγλία έιχε κοινοβούλιο): Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν τους βουλευτές τους• είναι ελεύθεροι μια μέρα στα πέντε χρόνια. Ο Ρουσσώ είναι ενδοτικός: στην πραγματικότητα οι επιλογές που έχει κανείς την ημέρα των εκλογών έχουν προκαθοριστεί από τα προηγούμενα πέντε χρόνια (από τον εκλογικό νόμο, τα υπάρχοντα κόμματα, τους υποψηφίους).”
Σε αυτή την πολιτική αλλοτρίωση ωφείλεται, πιθανότατα, αυτό που παρατηρεί σε ένα άλλο του κείμενο (Το Πρόβλημα της Δημοκρατίας σήμερα): “Οι λαοί σήμερα βρίσκονται σε μια κατάσταση πολιτικής απάθειας, ιδιωτικοποίησης, ανευθυνότητας, κυνισμού, αδιαφορίας για τα κοινά και τα πολιτικά και γενικότερα μιας στάσης απέναντι τόσο στην ιδιωτική όσο και στην κοινή ζωή τους που είναι περίπου μια στάση αποχαύνωσης μέσα στον καταναλωτικό και τηλεοπτικό αυνανισμό. Η σημερινή κατάσταση δεν είναι απλώς αποτέλεσμα συνωμοσιών, δολοπλοκιών, χειραγώγησης εκ μέρους των κυρίαρχων στρωμάτων. Εάν τα κυρίαρχα στρώματα μπορούν να κάνουν αυτά που κάνουν είναι ακριβώς γιατί οι λαοί μένουν απαθείς, ή το πολύ σηκώνουν τους ώμους τους λέγοντας, «τους ξέρουμε, είναι όλοι οι ίδιοι οι παλιάνθρωποι»“. Για αυτούς τους λόγους θεωρεί ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι τέτοιες μόνο κατ’όνομα. “Εγώ τις ονομάζω φιλελεύθερες ολιγαρχίες”, καταλήγει.[1]
Κατόπιν αυτών, δεν είναι να απορεί κανείς που η κατάσταση έχει αντίστραφεί πλήρως σε σχέση με την δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας και η εξουσία έχει φύγει από τα χέρια των πολιτών και έχει περάσει στους τεχνοκράτες (στην καλύτερη περίπτωση) ή σε κάθε λογής επαγγελματίες πολιτικούς, πολιτικάντηδες, δημαγωγούς, αχυρανθρώπους των κυρίαρχων στρωμάτων (συνήθως). Εκείνο που εκπλήσσει είναι η διαπίστωση ότι η αποποίηση της εξουσίας από την πλευρά του λαού και ο αυτο-υποβιβασμός του πολίτη στην κατάσταση του υπηκόου [2]είναι, ως ένα βαθμό, οικιοθελής.
Μήπως η τεμπελιά μας είναι ισχυρότερη από την επιθυμία μας για ελευθερία; Κάτι μου θυμίζει όμως αυτό... Α, ναι!
"Πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην ελευθερία και την οκνηρία", Θουκιδύδης
[1] Στα αγγλικά και σε άλλες γλώσσες υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στον όρο "democracy" που αναφέρεται στην "άμεση δημοκρατία" και τον όρο "republic" που αποδίδει την "αντιπροσωπευτική" ή "κοινοβουλευτική" δημοκρατία. Η ταύτιση των δύο εννοιών, αν και συνηθισμένη, είναι λανθασμένη και προκαλέι σύγχιση.
[2] Ενδεικτικό του πόσο αυτονόητη ήταν στην αρχαιότητα η συμμετοχή των πολιτών στα κοινά είναι ότι η λέξη “ιδιώτης” (εκείνος που απέχει από τα κοινα) κατέληξε να σημαίνει “ανόητος” (προφανώς γιατί μόνο κάποιο άτομο περιορισμένης νοημοσύνης “ιδιώτευε”)- εξ’ου και η αγγλική λέξη “idiot” (βλ. ετυμολογικό λεξικό Μπαμπινιώτη).
Sunday, January 29, 2012
Οκνηρία εναντίον Ελευθερίας
"Πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην ελευθερία και την οκνηρία", Θουκιδύδης
Tuesday, January 24, 2012
Κ. Καστοριάδης: Είμαστε υπεύθυνοι για την Ιστορία μας
Απόσπασμα από συνέντευξη του Κ. Καστοριάδη (είχε δημοσιευθεί στην "Ελευθεροτυπία").
Θα μπορούσε να είναι η σύνοψη της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, από την αρχαιότητα ως σήμερα, σε λίγες γραμμές:
Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος».
Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνον στις διαπιστώσεις...
Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθειά. Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν;
Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;
Κ.Κ.: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι,είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.
Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας...
Κ.Κ.: Τι να κάνουμε... Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγαλέξανδρους και Βασίλειους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο 4ο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει. Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοι του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξ άλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στον Μεγάλο Βασιλέα - πράγμα ανθελληνικότατο. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία.
Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των «δυνατών» και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ' αυτήν του Πεκίνου...
Όλα αυτά αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ωςσύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σ' αυτήν την περίοδο;
Κ.Κ.: Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω μόνον ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απ'ευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ' αυτήν την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Πού οφείλεται αυτή η «τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία»; Ποίοι είναι οι λόγοι;
Κ.Κ.: Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτηση, για ποιον λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.
Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;
Κ.Κ.: Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με «ταξικά» συμφέροντα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης...
Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;
Κ.Κ.: Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδο του. Αλλά τα όποια αποτελέσματα τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη. Μου ζητάτε να σας εξηγήσω... Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια, για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά έναν βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν «ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά»;
Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν ιδίως όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε, θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;
K.K.: Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο... Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα... Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα.
Πώς την εννοείτε αυτήν την ευθύνη;
Κ.Κ.: Δεν δικάζουμε κανέναν. Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων.
Θέλετε να πείτε ότι αντιθέτως σε άλλες χώρες, στη Δυτική Ευρώπη...
Κ.Κ.: Εκεί, αυτό έγινε! Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντας μου καζούρα στο Παρίσι το 1956: «Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση». Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματα του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με
την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;». Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στον χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι.
[...]
Στη συνέχεια αναφέρεται στο «μακεδονικό»:
Κ.Κ.: Οι Έλληνες δημαγωγοί χειρίστηκαν αυτό το θέμα με ελεεινό τρόπο, που μπορεί να έχει πολύ άσχημες επιπτώσεις στο μέλλον της χώρας.
Οι Έλληνες δημαγωγοί;
Κ.Κ.: Ναι, αυτοί οι θεωρούμενοι ως πολιτικοί αρχηγοί, και πρώτοι- πρώτοι οι κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς με τη σωβινιστική εδώ και δύο χρόνια πλειοδοσία τους, στην οποία η τότε κυβέρνηση δεν τόλμησε να αντισταθεί.
-------------------------------------------------------------------
Η συνέντευξη αυτή δόθηκε το 1994! Αν είναι τόσο οδυνηρά επίκαιρη είναι γιατί ο στοχαστής έβλεπε εγκαίρως αυτά που εμείς, μόνο μετά την μεγάλη καταστροφή αρχίζουμε
υποψιαζόμαστε.
Στέκομαι στον κεντρικό συλλογισμό:
"Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα."
Άλλος ένας φιλόσοφος (όπως και ο Russell, δες το: περί "αγέλης" ) που μας λέει κατάμουτρα: μούτζωσε όσο θέλεις τη Βουλή, βρίσε όσο θέλεις τους πολιτικούς, να ξέρεις όμως ότι αν η κοινωνία που ζείς είναι σάπια, έχεις βάλει και εσύ (και ο πατέρας σου, η μάνα σου, οι φίλοι σου) το χεράκι σου. Και αν θέλεις κάτι να αλλάξει, μην περιμένεις από κανέναν άλλο να το κάνει για σένα!
Όπως είπε και ο Καστοριάδης: "Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στον χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι."
Δεν χάνουν ευκαιρία να μας θυμίσουν ότι εδώ γεννήθηκε η Δημοκρατία, κανείς δεν μας δίδαξε όμως ότι είναι δύσκολο και απαιτητικό πολίτευμα: "Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο... Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία."
___________________________________________________________________
Βρέθηκε και το σχετικό άρθρο του Ράμφου (Το Βήμα, http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=436998):
Η ευκαιρία ενός χαµένου χρόνου
Ολες οι προσεγγίσεις της «δηµοσιονοµικής» µας κρίσεως υπογραµµίζουν τον αρνητικό παράγοντα της ελληνικής νοοτροπίας, αλλά δεν προχωρούν. Μου θυµίζουν τον λόγο του Αυγουστίνου για τον χρόνο: Βιώνουν το πρόβληµα, όµως δεν µπορούν να το εξηγήσουν.
Η κρίση που ζούµε έχει οικονοµικοπολιτική επιφάνεια και πνευµατικό βάθος. Το κατανοούν πλέον πολλοί. Αν ήταν απλώς οικονοµικοπολιτική θα περιοριζόταν σε ιδιοτελείς επιλογές ενός ανίκανου και διεφθαρµένου πολιτικού συστήµατος και σε οργανωτικά του προβλήµατα. ∆εν θα είχαµε κράτος πελατειακών σχέσεων και κοινωνία κυριαρχίας δεσµών συγγενείας, εντοπιότητος και συντεχνιακών συµφερόντων. Οι τελευταίοι αποτυπώνουν τα προνεωτερικά θεµέλια του πολιτικού µας συστήµατος και συντηρούν ένα παιδισµό συναισθηµατικής υπερβολής και µειωµένης κριτικής δυνάµεως, που αναπαράγει µία µερικώτατη συλλογική και ατοµική συνείδησι. Εάν στα πνευµατικά ζητήµατα είναι µέρος της λύσεως η κατανόησί τους, εν προκειµένω βοηθεί την κατανόησι η συνεκτίµησι των ιστορικών δεδοµένων.
Ενας μεσαιωνικός θεσμός
Η υπονόµευσι της πολιτικής κοινωνίας αρχίζει µε την επανάστασι του ‘21 και παίρνει την µορφή εµφύλιας συγκρούσεως µεταξύ των οπλαρχηγών και των Φαναριωτών: Οι επιχώριες µερικές εξουσίες αντιστέκονται στην ιδέα της νεοελληνικής κρατικής υποστάσεως, µε τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται για τους πολίτες. Πίσω από τους τοπάρχες και τους πολεµάρχους ενεργεί σαν σκιά ο µεσαιωνικός θεσµός της χωρικής κοινότητος _ τα κλειστά συστήµατα του τόπου και του αίµατος, που δεν ανεγνώριζαν άλλους κανόνες από τα ήθη της παραδόσιµης ιεραρχικής εξουσίας των προεστών. Τα απλά µέλη των κοινοτήτων δεν είχαν ανθρώπινα δικαιώµατα, ώστε να γίνουν _ και να νοιώσουν _ αργότερα ελεύθεροι και υπεύθυνοι πολίτες. Να σηµειώσω πως η χωρική κοινότης στο Βυζάντιο έµεινε µέχρι τέλους κυρίαρχη κοινωνική συσσωµάτωσι, καθώς η ανάπτυξι των πόλεων κατά τον 11ο και 12ο αιώνα δεν σταθεροποιήθηκε, όπως στην ∆ύσι, η δε τάσι προς εξατοµίκευσι εν τέλει έµεινε άπρακτη, πράγµα το οποίο ωδήγησε στην παρακµή και έριξε το Βυζάντιο στην αγκαλιά της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Εν αντιθέσει πάλι προς την ∆ύσι, η κοινή αλήθεια της πίστεως δεν βρέθηκε τρόπος να χωρέση την αλήθεια της κρίσεως, ώστε να διαπλασθή µε τον χρόνο η πλατύτερη ενεργότερη συνείδησι του νεωτέρου ανθρώπου και να διαµορφωθούν συνθήκες για πολιτική οργάνωσι της κοινωνίας. Η αποτυχία της Βυζαντινής Αναγεννήσεως είχε αίτια και στο απώτερο παρελθόν, τα οποία σχετίζονται µε την ίδια την υφιστάµενη εκεί αντίληψι του χρόνου. Ο κοινωνικός χρόνος αποτελεί µέσον οργανώσεως και προσανατολισµού των σκοπών του ανθρώπου ως ατόµου και συνόλου, πεδίο τροπής της φύσεως σε πολιτισµό, εντάξεώς της στις προοπτικές µας. Εξ ου και πίσω από τους συσχετισµούς δυνάµεων δρουν καθοριστικά οι συσχετισµοί των χρόνων.
Εξηγούµαι: Ο αρχέγονος χριστιανισµός έφερνε µαζί του την παλαιοδιαθηκική έννοια του εσχατολογικού προφητικού χρόνου, προσθέτοντας στην αναµενόµενη έλευσι του Μεσσία το καινοδιαθηκικό άγγελµα της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Η ελπίδα για το µέλλον µπορούσε έτσι να βασίζεται σε κάτι το οποίο είχε ιστορικά συµβή. Μιλούµε για ένα χρόνο κινούµενο ευθύγραµµα προς τα εµπρός, συνδετικό στο παρόν του παρελθόντος και του µέλλοντος µε ένα «ήρθε και έρχεται».
Ο ρόλος της Εκκλησίας
Αυτή η χαρακτηριστικά εγχρονική αντίληψι, από τον 2ο αιώνα τείνει να µεταβληθή σε πρόβληµα της σχέσεως χρόνου και κοσµικής αιωνιότητας. Υπό την επίδρασι του Στωικισµού και αργότερα του Νεοπλατωνισµού, η ιστορική-εσχατολογική πίστι της χριστιανικής κοινότητος εξελληνίσθηκε, εις τρόπον ώστε προς τον 3ο αιώνα να συνδυασθή µε την κυκλικότητα του κοσµικού χρόνου. Εκτοτε η Εκκλησία άρχισε να επαναλαµβάνη λειτουργικά τα γεγονότα του ιστορικού παρελθόντος, που περιέγραφαν τα Ευαγγέλια και όχι µόνο, ως γεγονότα λατρείας και πίστεως.
Ετσι εκεί που ο πιστός ξαναζούσε την Κυριακή και στις γιορτές το ιστορικό παρελθόν στο οποίο χρωστούσε τον πνευµατικό εαυτό του, ο λειτουργικός τύπος ανοίχτηκε στην αστρική παράµετρο των εθνικών εορτών _ τα Χριστούγεννα µε την λατρεία του Μίθρα κατά το χειµερινό ηλιοστάσιο ή το Πάσχα µε την εαρινή αναγέννησι της φύσεως. Υπό τέτοιους όρους δεν ήταν δύσκολο η λειτουργική πρακτική να υποκατασταθή στην πραγµατικότητα των ιστορικών γεγονότων και αντί το γεγονός να προκαλή την γιορτή, η γιορτή να δηµιουργή τα γεγονότα. Σ’ αυτή την περίπτωσι η ιστορική µοναδικότητα των γεγονότων, αντί να επανέρχεται σε κάθε ευχαριστιακή σύναξι ως ανάµνησι, κατέληξε να επαναλαµβάνεται ως τακτική συγκέντρωσι πιστών στην διάρκεια του έτους. Το «µεµνηµένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής, και πάντων των υπέρ ηµών γεγενηµένων» υπάγεται στην «προσφορά της λογικής και αναίµακτης λατρείας», διά της οποίας «δεόµεθα και ικετεύοµεν» τον Θεό, να «καταπέµψη το Πνεύµα του το Αγιο» στο εκκλησίασµα και τα δώρα του _ τον άρτο και τον οίνο. Λέω γνωστά οπωσδήποτε πράγµατα.
Κοινωνικά πισωγυρίσματα
Οµως όταν η λατρεία καταλαµβάνει την ιστορία, µαζί υπεισέρχεται εν είδει αντικειµένου της ένα στοιχείο µυθικό που εύκολα εκβάλλει στην µαγεία. Τότε το ιστορικό παρόν, όπου γιορτάζουν οι πιστοί το έργο του Χριστού και ζητούν τον φωτισµό του Πνεύµατος, γίνεται ασάλευτη αιωνιότης, όχι µεταφορικά αλλά κυριολεκτικά, σαν αδιαφορία για την δηµιουργική ύπαρξι. Αντί να νοηµατοδοτούµε στο παρόν µας την ζωή του Χριστού, επαναλαµβάνουµε τα τυπικά λειτουργικά λόγια και αδειάζουµε το ουσιώδες της λατρείας για την ζωή, η οποία δουλώνεται σε παρόν φαντασιακό, που χαράζει την παθητικότητα µέσα στην ψυχή µας. Εφ’ όσον η σηµασία του ιστορικού παρελθόντος δεν ενεργοποιεί τα τρέχοντα γεγονότα, ο στατικός µύθος της λατρείας το ιεροποιεί και οδηγεί αναγκαστικά σε παράλυσι της ιστορικότητος. Στην συµβατική επανάληψι των ιδρυτικών ευαγγελικών γεγονότων, το παρελθόν τους καταντά απλώς εόρτιο, δηλώνεται δε εµφαντικά µε αχρονική χρήσι του «σήµερον» και του «νυν», που παραπέµπουν σε µια «ζωή αιώνιο». Υπενθυµίζω χάριν παραδείγµατος: Σήµερον της σωτηρίας ηµών το κεφάλαιον• Η Παρθένος σήµερον τον Υπερούσιον τίκτει• Σήµερον κρεµάται επί ξύλου• Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός... Ο µυθικός λειτουργικός χρόνος ανακυκλώνεται στον ανιστορικό χρόνο του ναού, την εικόνα της ουράνιας Βασιλείας. Στον ναό υπάρχει µόνο η Βασιλεία• ο ιστορικός χρόνος είναι ανύπαρκτος, ενώ µαζί του εξανεµίζεται και το υποκειµενικό αίσθηµα. Αυτό κατοχυρώνουν άλλωστε και τα τυπικά της µοναστικής βιοτής. Ο χρόνος εδώ αντί να γεννά αγκυλώνει, αν δεν στρέφει προς τα πίσω. Το βλέπουµε και το ζούµε, λίγο-πολύ, στις νοοτροπίες και τις συµπεριφορές πολλών από εµάς, αφού το αρχαίο τούτο πρότυπο ισχύει και σήµερα για πολύ µεγάλο µέρος των Ελλήνων. Αυτό καλούνται να εσωτερικεύσουν οι πιστοί τις Κυριακές και τις γιορτές, και µαζί την ανιστορικότητα που φέρνει• σ’ αυτό θα πρέπει εν πολλοίς να ριζώνη ο φόβος της αλλαγής, της ελευθερίας, της έρευνας, αλλά και η ανασφάλεια που σπρώχνει µαζικά τους Ρωµηούς _ και τους ορθοδόξους λαούς εν γένει _ στον οµαδισµό και την δηµοσιοϋπαλληλία. Και ίσως-ίσως στα ακατάπαυστα κοινωνικά πισωγυρίσµατα, το εθνικό σισύφειό µας έργο.
«Ρεαλιστές» και «αιθεροβάμονες»
Κάθε πισωγύρισµα είναι υποχρεωτική επιστροφή στην προϊστορία µας, οπότε τα πιο τρέχοντα πράγµατα αποκτούν τον χαρακτήρα του ουσιώδους. Το ζήσαµε στον εµφύλιο πόλεµο και στην δικτατορία των συνταγµαταρχών• θα το ξαναζήσουµε _ µη γένοιτο _ αν επιστρέψουµε στην δραχµή. Βεβαίως ο µυθικός χρόνος δεν είναι συλλήβδην προς εξορκισµό. Γίνεται παραδειγµατικός στον ιστορικό χρόνο και εµπνέει κάθε γενναία συλλογική είτε ατοµική προσπάθεια. Η µαυροφόρα που ωδηγούσε τον ελληνικό στρατό στο έπος του ‘40 (και που δεν ξαναφάνηκε µόλις έγινε η εισβολή των Γερµανών) µορφοποιούσε συµβολικά το αίσθηµα µιας πίστεως, η οποία αιµοδοτούσε την υπερβατική πτήσι των ψυχών. Οταν όµως η συµβολική µορφή διεκδική ρόλο περιεχοµένου και πραγµατικότητος, ο µυθικός χρόνος µεταλλάσσεται σε τύπο µαγικό. Τότε κάνει την εµφάνισί της και η παράνοια σε µια λογική δικών µας αγκυλώσεων, φαντασιώσεων, εξωτερικών εχθρών και συνωµοσιών. Στον ανενεργό χρόνο η δύναµι του αρχετύπου µετεωρίζεται και δεν µεταγγίζεται στο παράδειγµα που εκφράζει τον ενεργό µύθο και επιτρέπη να βιώνουµε το ήθος του στο δικό µας παρόν.
Εφ’ όσον έχουν έτσι τα πράγµατα, δεν χρειάζονται δεκαετίες για να διορθωθούν; Και ποιος µπορεί να περιµένη, όχι δεκαετίες αλλά εβδοµάδες απλώς και µήνες _ αν µείνη, µε τα σηµερινά µυαλά, τίποτε όρθιο στον τόπο µας σε λίγο. ∆ιότι µε µειωµένη την συνείδησι του χρόνου δεν σκεπτόµαστε τις συνέπειες των επιλογών µας ούτε τα παθήµατα µάς γίνονται µαθήµατα. Τότε προς τι όλη η προηγούµενη περιδιάβασι στους αιώνες, την στιγµή που χρειάζονται αποφάσεις και προσπάθειες κατεπείγουσες;
Με δεδοµένο ότι οι «ρεαλιστές» κυνηγοί της «αποτελεσµατικότητος» έφεραν την κατάστασι στο απελπιστικό σηµείο που βιώνουµε, αναγνωρίζω το δικαίωµα στον εαυτό µου και σε άλλους «αιθεροβάµονες», να ζητήσουµε το βάθος του προβλήµατος, προκειµένου η κοινωνία να έχη υπ’ όψιν της τις σκέψεις µας, οι δε πολιτικές ηγεσίες να τις υπολογίζουν εντάσσοντας και τις πιο άµεσες παρεµβάσεις τους σε στρατηγική προοπτική. ∆εν προσδοκώ βεβαίως τίποτε από το υφιστάµενο παρηκµασµένο πολιτικό σύστηµα. Θα ήθελα να ελπίζω σε όσους από αυτό κατορθώσουν να υπερβούν το ζοφερό ήθος του και κυρίως να ελπίζω στο διάδοχο σχήµα του. Θα µιλούµε για ανανεωµένο πολιτικό σύστηµα εφ’ όσον εκφράζη εκείνους οι οποίοι θα πάρουν επάνω τους σαν δύναµι τον πόνο της χώρας, ξέροντας ότι όσο δεν αφήνουµε την ζωή κι αυτή δεν µας αφήνει. Ετσι έχει αντίκρυσµα η ευχή: Ευλογηµένος ο καινούργιος χρόνος!
Thursday, October 6, 2011
Ο Νίτσε και οι Πατέρες της Εκκλησίας
Η ματαιόδοξη αφέλεια ορισμένων χριστιανών δημαγωγών - σήμερα τους αποκαλούν "Πατέρες της Εκκλησίας"- τόλμησε να διακυρήξει: "έχουμε τη δική μας κλασσική λογοτεχνία, δεν έχουμε ανάγκη αυτή των (αρχαίων) Ελλήνων" και έδειχναν περήφανα βιβλία με θρύλους, με αποστολικά γράμματα, μικρές απολογητικές πραγματείες [...]
Φ. Νίτσε, Η γενεαλογία της Ηθικής - Τρίτη Πραγματεία
Saturday, July 9, 2011
More on Russell: the most precious legacy
Bertrand Russell was asked in an interview, what message he would like to send to the future generations.
He said two things, one intellectual and one moral:
- When you are studying on any matter, or considering Philosophy, ask yourself only what are the facts and what is the truth that the facts bear out. Never let yourself be diverted, either by what you wish to believe, or by what you think it would have been beneficient socially effects, if it were believed, but look only and solely at what are the facts.
- Love is wise; hatred is foolish.
If we are to live together and not to die together, we must learn a kind of charity and a kind of tolerance which is absolutely vital to the continuation of human lif on this planet.
The corresponding part of the interview:
He said two things, one intellectual and one moral:
- When you are studying on any matter, or considering Philosophy, ask yourself only what are the facts and what is the truth that the facts bear out. Never let yourself be diverted, either by what you wish to believe, or by what you think it would have been beneficient socially effects, if it were believed, but look only and solely at what are the facts.
- Love is wise; hatred is foolish.
If we are to live together and not to die together, we must learn a kind of charity and a kind of tolerance which is absolutely vital to the continuation of human lif on this planet.
The corresponding part of the interview:
Bertrand Russell
Η ομoρφιά της καθαρής σκέψης του Ράσσελ
«Τρία πάθη, απλά αλλά εξαιρετικά δυνατά, έχουν εξουσιάσει τη ζωή μου: η λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση για γνώση και η αβάσταχτη λύπη για τα δεινά του κόσμου». Αυτά ήταν τα κινητήρια πάθη του Άγγλου φιλοσόφου, μαθηματικού και ειρηνιστή ακτιβιστή Bertrand Russell.
Πώς να ζούμε με την αβεβαιότητα, χωρίς ωστόσο να παραλύουμε απο το δισταγμό, ίσως είναι το κύριο πράγμα που μπορεί να μας διδάξει η φιλοσοφία – Bertrand Russell
«Τρία πάθη, απλά αλλά εξαιρετικά δυνατά, έχουν εξουσιάσει τη ζωή μου: η λαχτάρα για έρωτα, η αναζήτηση για γνώση και η αβάσταχτη λύπη για τα δεινά του κόσμου». Αυτά ήταν τα κινητήρια πάθη του Άγγλου φιλοσόφου, μαθηματικού και ειρηνιστή ακτιβιστή Bertrand Russell.
Πώς να ζούμε με την αβεβαιότητα, χωρίς ωστόσο να παραλύουμε απο το δισταγμό, ίσως είναι το κύριο πράγμα που μπορεί να μας διδάξει η φιλοσοφία – Bertrand Russell
Friday, July 8, 2011
Πεσσόα: Σκέψεις
Μερικές διάσπαρτες σκέψεις του Πεσσόα απο το "Βιβλίο της Ανυσηχίας" που υπογράφει ως Μπερνάρντο Σοάρες (εκδόσεις Εξάντας).
- Έτσι, μην ξέροντας να πιστεύω στον Θεό, και μην μπορώντας να πιστέψω σε ένα σύνολο ζώων (εννοεί την Ανθρωπότητα), έμεινα, όπως άλλοι στην παρυφή του ανθρώπινου πλήθους, σ΄εκείνη την απόσταση από τα πάντα την οποία κοινώς αποκαλούμε Παρακμή. Η Παρακμή είναι η ολοκληρωτική απώλεια της ασυνειδησίας. διότι η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
- Για τη Ζωή και τη δημιουργία: Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. [...] Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.[...] Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ΄όπου οι μουσικές και οι φωνές φθάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τά αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω. [...] Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψηχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.
- Γιά τη Λογοτεχνία: Η λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο θα έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους. Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιό πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.
- Αναφέρει μια φράση του εξελικτικού ζωολόγου Ernst Haeckel: Ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακρυά από τον συνηθισμένο άνθρωπο απ'ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο.
Όσο απέχει ο Υπεράνθρωπος από το σκυλολόι που θα'λεγε και ο Νίτσε. Με μεγάλη θλίψη συμφωνώ με αυτή τη διαπίστωση. Και ύστερα διερωτώμαι: είναι η απόσταση αυτή προιόν βιολογικών/γεννετικών καταβολών ή αποτέλεσμα της συνεχούς, επίπονης πνευματικής προσπάθειας των ανώτερων ανθρώπων; Λες και έχει καμία σημασία...
- Έτσι, μην ξέροντας να πιστεύω στον Θεό, και μην μπορώντας να πιστέψω σε ένα σύνολο ζώων (εννοεί την Ανθρωπότητα), έμεινα, όπως άλλοι στην παρυφή του ανθρώπινου πλήθους, σ΄εκείνη την απόσταση από τα πάντα την οποία κοινώς αποκαλούμε Παρακμή. Η Παρακμή είναι η ολοκληρωτική απώλεια της ασυνειδησίας. διότι η ασυνειδησία είναι η βάση της ζωής. Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.
- Για τη Ζωή και τη δημιουργία: Θεωρώ τη ζωή ένα πανδοχείο όπου πρέπει να μείνω μέχρι να έρθει η άμαξα της αβύσσου. [...] Θα μπορούσα να θεωρήσω αυτό το πανδοχείο φυλακή γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα να το θεωρήσω ένα χώρο συναναστροφών γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους.[...] Τα αφήνω αυτά σε όσους κλείνονται στο δωμάτιο τους και ξαπλώνουν άβουλοι στο κρεβάτι τους, όπου περιμένουν χωρίς ύπνο, τα αφήνω σε όσους συζητούν στα σαλόνια απ΄όπου οι μουσικές και οι φωνές φθάνουν ευχάριστες ως εμένα. Κάθομαι στην πόρτα και μεθώ τα μάτια μου και τά αυτιά μου με τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου, και τραγουδώ αργά, μόνο για μένα, αόριστες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω. [...] Απολαμβάνω την αύρα που μου δίνεται και την ψηχή που μου δόθηκε για να την απολαμβάνω. Αν αυτό που αφήνω γραμμένο στο βιβλίο των ταξιδιωτών θα μπορούσε, αν διαβαστεί κάποτε από άλλους, να τους κρατήσει συντροφιά στη διάρκεια του ταξιδιού τους, θα ήταν καλά. Αν δεν το διαβάσουν ή δεν τους διασκεδάσει, πάλι καλά θα είναι.
- Γιά τη Λογοτεχνία: Η λογοτεχνία, που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο θα έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους. Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιό πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.
- Αναφέρει μια φράση του εξελικτικού ζωολόγου Ernst Haeckel: Ο ανώτερος άνθρωπος (ο Καντ ή ο Γκαίτε, νομίζω πως λέει) βρίσκεται πολύ πιο μακρυά από τον συνηθισμένο άνθρωπο απ'ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος από τον πίθηκο.
Όσο απέχει ο Υπεράνθρωπος από το σκυλολόι που θα'λεγε και ο Νίτσε. Με μεγάλη θλίψη συμφωνώ με αυτή τη διαπίστωση. Και ύστερα διερωτώμαι: είναι η απόσταση αυτή προιόν βιολογικών/γεννετικών καταβολών ή αποτέλεσμα της συνεχούς, επίπονης πνευματικής προσπάθειας των ανώτερων ανθρώπων; Λες και έχει καμία σημασία...
Saturday, June 25, 2011
Μαθαίνοντας από τους Άριστους!
Αν μου ζητούσαν να περιγράψω τον ιδανικό εισηγητή στη Φιλοσοφία, τον καταλληλότερο συγγραφέα μιας συνοπτικής παρουσίασης των σπουδαιότερων φιλοσόφων και των ιδεών τους θα ήθελα:
- να είναι και εκείνος καταξιωμένος φιλόσοφος, ώστε να γνωρίζει καλά το αντικείμενο και να μην θαμπώνεται από τη δόξα των παλαιώτερων για να μπορεί να τους αντιμετωπίζει με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα,
- να κατέχει τα μυστικά της Λογικής,
- να έχει την ακρίβεια τις μαθηματικής σκέψης,
- να είναι δεινός συγγραφέας ώστε να μπορεί να μεταδώσει με τρόπο ευχάριστο και επαρκή τις γνώσεις του στον αναγνώστη.
Ούτε παραγγελία να είχα κάνει λοιπόν στον Bertrand Russell (Μαθηματικό, Φιλόσοφο, και κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας) το έργο του "Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας".
Αποτελείται από τους εξής τόμους:
1. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι προσωκρατικοί
2. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης
3. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Η αρχαία φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη
4. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Η αρχαία φιλοσοφία, η καθολική φιλοσοφία
5. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι Πατέρες και η συμβολή τους στη διερεύνηση του
6. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι σχολαστικοί
7. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι Πατέρες και η συμβολή τους στη διερεύνηση του προβλήματος της υπάρξεως
8. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: από την Αναγέννηση στο Χιούμ
9. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Από το Ρουσσώ ως σήμερα
- να είναι και εκείνος καταξιωμένος φιλόσοφος, ώστε να γνωρίζει καλά το αντικείμενο και να μην θαμπώνεται από τη δόξα των παλαιώτερων για να μπορεί να τους αντιμετωπίζει με σεβασμό αλλά και κριτικό πνεύμα,
- να κατέχει τα μυστικά της Λογικής,
- να έχει την ακρίβεια τις μαθηματικής σκέψης,
- να είναι δεινός συγγραφέας ώστε να μπορεί να μεταδώσει με τρόπο ευχάριστο και επαρκή τις γνώσεις του στον αναγνώστη.
Ούτε παραγγελία να είχα κάνει λοιπόν στον Bertrand Russell (Μαθηματικό, Φιλόσοφο, και κάτοχο Νόμπελ Λογοτεχνίας) το έργο του "Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας".
Αποτελείται από τους εξής τόμους:
1. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι προσωκρατικοί
2. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης
3. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Η αρχαία φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη
4. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Η αρχαία φιλοσοφία, η καθολική φιλοσοφία
5. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι Πατέρες και η συμβολή τους στη διερεύνηση του
6. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι σχολαστικοί
7. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: οι Πατέρες και η συμβολή τους στη διερεύνηση του προβλήματος της υπάρξεως
8. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: από την Αναγέννηση στο Χιούμ
9. Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας: Από το Ρουσσώ ως σήμερα
Saturday, May 7, 2011
The Seven Blunders of the World
The Seven Blunders of the World is a list that Mohandas Karamchand Gandhi gave to his grandson Arun Gandhi, written on a piece of paper, on their final day together, shortly before his assassination. The seven blunders are:
* Wealth without work
* Pleasure without conscience
* Knowledge without character
* Commerce without morality
* Science without humanity
* Worship without sacrifice
* Politics without principle
This list grew from Gandhi's search for the roots of violence. He called these acts of passive violence. Preventing these is the best way to prevent oneself or one's society from reaching a point of violence.
To this list, Arun Gandhi added an eighth blunder, rights without responsibilities.
From Wikipedia
* Wealth without work
* Pleasure without conscience
* Knowledge without character
* Commerce without morality
* Science without humanity
* Worship without sacrifice
* Politics without principle
This list grew from Gandhi's search for the roots of violence. He called these acts of passive violence. Preventing these is the best way to prevent oneself or one's society from reaching a point of violence.
To this list, Arun Gandhi added an eighth blunder, rights without responsibilities.
From Wikipedia
Tuesday, April 12, 2011
Φιλοσοφία: Δικαίωμα ή Υποχρέωση;
Λέει ο Ζοζέ Σαραμάγκο:
Η Φιλοσοφία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα και ο καθένας να έχει δικαίωμα σ'αυτη.
Αυτή τη φορά θα τολμήσω να διαφωνήσω με τον μεγάλο σοφό. Εγώ θα έλεγα ότι η Φιλοσοφία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ανάμεσα στις υποχρεώσεις του καθενός. Αν κάτι μας την στερεί, αυτό είναι η πνευματική οκνηρία μας, η αδιαφορία μας, ο κενός ευδαιμονισμός στον οποίο αφηνόμαστε και μας αποχαυνώνει.
O direito à filosofia
Por Fundação José Saramago
A filosofia deveria ser incluída entre os direitos humanos, e toda a gente teria direito a ela.
A Capital, Lisboa, 5 de Novembro de 1997
Η Φιλοσοφία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα και ο καθένας να έχει δικαίωμα σ'αυτη.
Αυτή τη φορά θα τολμήσω να διαφωνήσω με τον μεγάλο σοφό. Εγώ θα έλεγα ότι η Φιλοσοφία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται ανάμεσα στις υποχρεώσεις του καθενός. Αν κάτι μας την στερεί, αυτό είναι η πνευματική οκνηρία μας, η αδιαφορία μας, ο κενός ευδαιμονισμός στον οποίο αφηνόμαστε και μας αποχαυνώνει.
O direito à filosofia
Por Fundação José Saramago
A filosofia deveria ser incluída entre os direitos humanos, e toda a gente teria direito a ela.
A Capital, Lisboa, 5 de Novembro de 1997
Αιρετικός
Το Δικαίωμα στην Αίρεση
Κατ'εμέ, είναι ξεκαθαρο ότι ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα για τα οποία γίνεται πολύς λόγος, υπάρχει ένα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε: το δικαίωμα στην αίρεση, να επιλέγουμε διαφορετικά.
Ζοζέ Σαραμάγκο
O direito à heresia
Por Fundação José Saramago
Para mim, é muito claro que entre os direitos humanos de que tanto se fala, há um que não se pode esquecer: o direito à heresia, a escolher outra coisa.
El Mercurio, Santiago de Chile, 26 de Junho 1994
Κατ'εμέ, είναι ξεκαθαρο ότι ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα για τα οποία γίνεται πολύς λόγος, υπάρχει ένα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε: το δικαίωμα στην αίρεση, να επιλέγουμε διαφορετικά.
Ζοζέ Σαραμάγκο
O direito à heresia
Por Fundação José Saramago
Para mim, é muito claro que entre os direitos humanos de que tanto se fala, há um que não se pode esquecer: o direito à heresia, a escolher outra coisa.
El Mercurio, Santiago de Chile, 26 de Junho 1994
Subscribe to:
Posts (Atom)