Sunday, August 5, 2018

Σαν δάκρυα στη βροχή


Κυριακή, 5 Αυγούστου 2018


I have seen things you wouldn’t believe.
All those moments will be lost in time,
like tears in rain.


(Το ανθρωποειδές συμπυκνώνει σε λίγες λέξεις τον βαθύτερο φόβο του ανθρώπου, Bladerunner.)


Ένα κρύο βράδυ του Νοεμβρίου ο αδερφικός φίλος μου ανακοίνωσε τον θάνατο του πατέρα του. Ήταν ψύχραιμος, τον βασάνιζε μόνο ένα πράγμα. Ο πατέρας του έφυγε χωρίς να του αφήσει μια τελευταία, μεγάλη συμβουλή, μια σκέψη που να συνοψίζει τη σοφία που αποκόμισε από τη ζωή.
Περισσότερο γιατί το πίστευα παρά για παρηγοριά, του είπα ότι τέτοιοι άνθρωποι, που έζησαν σε καιρούς ανείπωτης σκληρότητας για τα δικά μας μέτρα, έγιναν άνθρωποι των πράξεων και όχι των λόγων. Αν θέλεις να μάθεις κάτι από εκείνον, δες πως έζησε.
Ήταν αργά και είχα ξεμείνει μόνος στο μισοσκότεινο γραφείο. Εκεί έκλαψα τον πατέρα του φίλου μου, δυσανάλογα πολύ σε σχέση με το πόσο τον γνώριζα. Με αφορμή εκείνον, υποθέτω, θρηνούσα για κάτι ευρύτερο. Ή ίσως κάτι πιο προσωπικό, τους απωθημένους φόβους μου.

Ο τρόμος για τη στιγμή αυτή με κατατρέχει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είχα φτιάξει μια αυτοσχέδια προσευχή που επαναλάμβανα υστερικά, ξανά και ξανά, κάθε βράδυ ώσπου να κοιμηθώ, πιστεύοντας ότι όσο περισσότερες φορές την έλεγα τόσο πιο ασφαλείς θα ήταν οι γονείς μου και πως αν τους συνέβαινε κάτι κακό θα έφταιγα εγώ που δεν την ψιθύρισα μια φορά ακόμα. Φαντάζομαι πως πολλά παιδιά περνούν παρόμοιο δράμα, πόσο μάλλον ένα μοναχοπαίδι που το χώριζε από τον πατέρα του μισός αιώνας.
Όσο οδυνηρή κι αν είναι η στιγμή, οφείλω τώρα ένα μεγάλο ευχαριστώ στον αποδέκτη των προσευχών μου. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα φτάναμε τόσο μακρυά.

Η πρώτη εικόνα. Ένα κόκκινο αυτοκινητάκι, ένας παχουλός σκαραβαίος της πυροσβεστικής στριφογυρίζει τσιρίζοντας και αναβοσβήνοντας τον μπλε φάρο του. Ή μήπως ο φάρος ήταν κίτρινος; Οι λεπτομέρειες είναι επισφαλείς, εκείνο που είναι αλησμόνητο από το πρώτο χριστουγεννιάτικο δώρο μου είναι η χαρά, η ευτυχία να νιώθεις την αγάπη να σε τυλίγει τρυφερά.

Μετά ήταν η εποχή των ηρώων. Καθώς με νανούριζε με τα κατορθώματα του Περσέα, του Θησέα, του Οδυσσέα στο μυαλό μου ταυτιζόταν με εκείνους. Μόνο που αυτός ήταν ακόμα πιο δυνατός, ακόμα πιο γενναίος.

Τα χρόνια περνούν, το μοναχοπαίδι μεγαλώνει. Την εποχή που η προσωπικότητά μου διαμορφωνόταν, η δική του προσπαθούσε να της επιβληθεί. Ύστερα η δική μου αντεπίθεση. Βουβή σύγκρουση, ενίοτε ξεσπούσε σε θορυβώδεις διαφωνίες. Κράτησε πολύ• μάλλον δεν την ξεπεράσαμε ποτέ.

Δεν ξέρω αν είχε κάποια σοφή συμβουλή για μένα. Ξέρω όμως πολύ καλά τι θέλω να κλέψω από εκείνον.
Το ένα είναι η ασυγκράτητη λαχτάρα για ζωή που εκδηλωνόταν, μεταξύ άλλων, με το βροντερό του τραγούδι κάθε πρωί. Πού έβρισκε την όρεξη για τέτοιο σαματά αξημέρωτα, πριν φύγει για τη δουλειά, ήταν πάντα για μένα ένα μυστήριο. Μια από τις τελευταίες φορές που τον είδα, ήταν αποστεωμένος, κατάκοιτος. Χαιρετηθήκαμε έχοντας και οι δυο επίγνωση της βαρύτητας της στιγμής. Βγαίνοντας από το καταθλιπτικό δωμάτιο άκουσα την ίδια στεντόρεια φωνή από τα παλιά να τραγουδάει “Πότε θα κάνει ξαστεριά” και να σείεται το σπίτι!
Το άλλο είναι η ακόρεστη φιλομάθεια. Δεν βαρέθηκε ποτέ, ως τα βαθιά γεράματα, να αναζητά, να ρωτά, να προσπαθεί να καταλάβει. “Δεν είμαστε πλούσιοι, αλλά για βιβλία μην τσιγκουνευτείς ποτέ”. Δύσκολα έβρισκες τοίχο στο σπίτι που δεν ήταν καλυμμένος από βιβλία.

Άργησα πολύ να καταλάβω ποιο ήταν το μυστικό της αστείρευτης ζωτικότητας, εν τέλει όμως το αποκάλυψε με τρόπο ανορθόδοξο και ανατριχιαστικό λες και ήθελε να δώσει τη δέουσα έμφαση. Η ελευθερία του ήταν η πηγή ενέργειας και η έμπιστη πυξίδα του στο ναρκοπέδιο της επιβίωσης.
Όχι, δεν ήταν κανένας ελεύθερος καβαλάρης, όμως μέσα στο συμβατικό πλαίσιο μιας μεσοαστικής ζωής έβρισκε ασχολίες που αγαπούσε με πάθος και τίποτε στον κόσμο, εκτός από τη δική του θέληση, δεν ήταν ικανό να τον κρατήσει μακριά από αυτές. Δεν άντεχε το χαλινάρι, ασφυκτιούσε μέσα σε κανόνες και προγράμματα, χρειαζόταν άφθονο χώρο και τον καταλάμβανε όλο. Όταν κατάλαβε ότι το ρημαγμένο κορμί γινόταν η φυλακή του, σφράγισε το στόμα και αρνήθηκε οριστικά κάθε τροφή. Η καρδιά, πεισματάρα, αντιστάθηκε σθεναρά για εβδομάδες. Η ατίθαση ψυχή όμως λαχταρούσε την ελευθερία. Πέταξε σ'αυτήν σήμερα το πρωί της 5ης Αυγούστου 2018.

Πηγαία χαρά, ζωντάνια, περιέργεια, ελευθερία: τι άλλο μαρτυρούν αυτά αν όχι μια αμάραντη παιδικότητα; Γράφοντας αυτά συνειδητοποιώ ότι ο πατέρας μου ανήκε σ'εκείνη την περίεργη ράτσα ανθρώπων που κατορθώνουν, ανεξαρτήτως ηλικίας, να σώσουν το παιδί που κρύβουν μέσα τους από τις επιθέσεις της πραγματικότητας.

Θα μπορούσα να θυμηθώ πολλά ακόμα, κάποια που πόνεσαν ή υπήρξαν ανυπόφορα. Κι εκείνα διδάγματα είναι -του τι δεν θέλεις να γίνεις-, που όμως προτιμώ να κρατήσω για τον εαυτό μου.

Στις Ιουνίου 1921 αντίκρισε τον κόσμο για πρώτη φορά. Για έναν σχεδόν αιώνα είδε πολλά, περισσότερα ίσως από όσα χωράει ο νους του ανθρώπου.

Θα χαθούν όλα αυτά όπως τα δάκρυα στη βροχή;
Μάλλον.
Πιθανόν ο κόσμος να είναι προορισμένος να καταλήξει σε ένα ωκεανό δακρύων.

Συχνά κοιτάζοντας γύρω, αλλά και μέσα μου, έχω την εντύπωση ότι δημιουργούμε έναν κόσμο που αντιπαθεί τη χαρά - τα αυθόρμητα, ενθουσιώδη ξεσπάσματα ενθουσιασμού για ασήμαντες αφορμές φαίνεται πως δε συνάδουν με τις σοβαρές ζωές μας. Αν πασχίζω να συγκρατήσω λίγα από τα δάκρυα του είναι γιατί πρόκειται για δάκρυα τέτοιας πρωτόγονης χαράς. Τα έχω ανάγκη να μου θυμίζουν την αξία της.




Saturday, January 13, 2018

Δύστυχοι βροτοί




Έφτανε το καράβι πια στα πέρατα του Ωκεανού [...]
όπου των Κιμμερίων ανδρών η χώρα και η πόλη-
από τα νέφη σκεπασμένοι και την καταχνιά, ποτέ
το φως του ήλιου δεν τους βλέπει και με τις λαμπρές ακτίνες του,
μήτε κάθε φορά που ανηφορίζει ψηλά στον έναστρο ουρανό•
μήτε και σαν κατηφορίζει από τον ουρανό πάλι στη γη•
νύχτα βαριά και παγερή κρέμεται πάνω τους, σ'αυτούς
τους δύστυχους βροτούς.


Οδύσσεια, Ραψωδία λ (Νέκυια), μτφ. Δ. Μαρωνίτη



Schevenignen,11/1/2018


Ο παγωμένος αέρας μ' αναζωογονεί (κι ας με πληγώνει) καθώς περπατάω πλάι στον ωκεανό.
Μέρες σαν κι αυτήν, οι τόποι εδώ στις ακτές της Β. Θάλασσας θυμίζουν
τις πύλες του Άδη στους στίχους της Νέκυιας.

Τα σύννεφα κλέβουν φως και χρώματα, θαρρείς κι ο κόσμος ξύπνησε ασπρόμαυρος.
Ελάχιστοι κυκλοφορούν• αραιά και που κάποια σκοτεινή σιλουέτα σκίζει την ομίχλη.

Φτάνω σ'ένα κτίριο που κατεδαφίζεται. Η μπουλντόζα που του λιανίζει τα σωθικά προσφέρει θέαμα ελκυστικό στους περαστικούς. Αμίλητοι παρακολουθούμε τον μηχανικό βραχίωνα να συνθλίβει τοίχους, κολόνες, μπανιέρες και μωσαϊκά που πριν λίγο ήταν ξενοδοχείο.

Με εντυπωσιάζει η διαδικασία, μα

πιο πολύ με εντυπωσιάζει ότι

όλοι εντυπωσιάζονται από αυτή.



Τι μας συγκινεί;

Η δύναμη της μηχανής;


Ή η αλληγορία περί ματαιότητας που εκτυλίσσεται ενώπιον μας;