Ιούνιος 2022
Πάντα πίστευα ότι όποιος επενδύει στην νοσταλγία δεν πρόκειται να χάσει. Πρέπει να είναι το συναίσθημα έναντι στο οποίο έχουμε τις μικρότερες αντιστάσεις. Το ίδιο θα πρέπει να σκέφτηκε και ο Tom Cruise για να γυρίσει το Maverick, το οποίο με μόνο προσόν τη δύναμη της νοσταλγίας σπάει τα ταμεία.
Ταιριαστή με τη νοσταλγική διάθεση της ταινίας και η ατμόσφαιρα του θερινού σινεμά με τα γιασεμιά, την παλιομοδίτικη μαρκίζα, τις μυρωδιές από το μπαρ και τις πάνινες καρέκλες λες και ο σκοπός της ύπαρξής του δεν είναι η προβολή ταινιών αλλά να θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια.
Όσο ο ήρωας εντυπωσίαζε με την πτητική του δεξιοτεχνία στο δικό μου μυαλό παιζόταν μια άλλη ταινία της οποίας ο πρωταγωνιστής επίσης λάτρευε τα αεροπλάνα και παλλόταν από την ανάγκη για ταχύτητα.
Αν και μοναχοπαίδι, τα καλοκαίρια μου γέμιζαν με την παρουσία ενός μεγαλύτερου αδερφού. Εκείνα τα χρόνια η Γλυφάδα ήταν περισσότερο θέρετρο για τους Αθηναίους παρά προάστιο, κι εκείνος έρχονταν με τους γονείς του για να παραθερίσουν στο διαμέρισμα τους απέναντι από το δικό μας. Με περνούσε τρία χρόνια, διαφορά που σε εκείνες τις ηλικίες μοιάζει αβυσσαλέα, με είχε όμως πάντοτε από κοντά. Φρόντιζε να συμμετέχω στα παιχνίδια αν και βενιαμίν, με ξεσήκωνε τα πρωινά να πάμε για μπάνιο, μαζί ξεμέναμε στο δρόμο ως αργά το βράδυ να ακούμε τις συζητήσεις των μεγαλύτερων για ποδόσφαιρο, ροκ συγκροτήματα και disco επιτυχίες, ήταν εκείνος που με φυγάδευε λαθραία στο σινεμά στα Κ-13, με έπαιρνε μαζί του στα ηλεκτρονικά όπου ταίζαμε με αμέτρητα κέρματα το Space Invaders. Ενθουσιαζόταν με το διάστημα, με θεωρίες για εξωγήινους, τον γοήτευαν τα μυστήρια και το ανεξήγητο κι είχε έναν τρόπο να αφηγείται τέτοιες ιστορίες που έκαναν τη φαντασία μου να οργιάζει.
Πάνω απ’ όλα όμως τρελαινόταν για τα αεροπλάνα. Γνώριζε τα πάντα για κάθε τύπο πολιτικού ή στρατιωτικού αεροσκάφους, μπορούσε να μαντέψει την ώρα από τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν- τόσο καλά ήξερε τα δρομολόγια. “Πήγε μια η ώρα, έφτασε η Lufthansa”!
Ενώ όλος ο κόσμος υπέφερε από τον θόρυβο, εκείνος εκστασιαζόταν όταν οι τουρμπίνες κάποιου Jumbo έκαναν τα τζάμια της περιοχής να τρίζουν. Πηγαίναμε συχνά με τα ποδήλατα στον φράχτη του αεροδρομίου να χαζέψουμε προσγειώσεις και απογειώσεις - εκείνος συμμετείχε νοερά σε αυτές- και να νοιώσει την ισχύ των κινητήρων στο μέγιστο.
Περιττό να πω ότι όταν κυκλοφόρησε το Top Gun μαγεύτηκε• έγινε ο ίδιος το Top Gun.
Μερικά χρόνια αργότερα, όταν άρχισε να βγαίνει με κορίτσια (κι εγώ είχα ακόμα τον νου μου μόνο στη μπάλα), προσπάθησε να με μυήσει στην τέχνη του gentleman. Mε φώναζε για να του κάνω παρέα όταν, πριν από τα ραντεβού του καθάριζε με κάθε επιμέλεια το αυτοκίνητο του πατέρα του το οποίο δανειζόταν για τις εξόδους του, διάλεγε τις κασέτες για την βραδιά, μου ανέλυε το σχέδιο του για να σαγηνεύσει τον στόχο.
“Ποτέ και για κανέναν λόγο δεν βγαίνουμε από το σπίτι χωρίς κολόνια”, με κατηχούσε.
Καμιά έκπληξη ότι η άλλη ταινία με την οποία είχε ταυτιστεί ήταν το “Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν”. “Κοίτα πώς θαμπώνονται οι γυναίκες από τη στολή!” μονολογούσε με βλέμμα ονειροπόλο όταν βγήκαμε από το σινεμά.
Στην Γ’ Λυκείου δεν υπήρξε κανένα δίλημμα. Ο στόχος του ήταν ένας και μοναδικός: η Σχολή Ικάρων. Προσπάθησε δυο φορές, μα δεν τα κατάφερε. Εν τέλει πέρασε στη σχολή Ευελπίδων. Αντί για τα μαχητικά τον κέρδισαν τα τεθωρακισμένα. Η ζωή όμως είναι τόσο απρόβλεπτη που καμιά φορά ακόμα κι οι μπούρδες του Coelho επαληθεύονται. Έτσι το σύμπαν συνομώτισε για να πλησιάσει ο φίλος μου στο όνειρό του: ιδρύθηκε η Αεροπορία Στρατού κι εκείνος ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν σε αυτήν.
Στο μεταξύ παντρεύτηκε, απέκτησε ένα αγοράκι ενώ εγώ μετοίκησα στο εξωτερικό κι απολάμβανα την ελευθερία μου. Οι επαφές μας αραίωσαν, όχι όμως και τα αισθήματα. Μάθαινα για την εκπαίδευση και την ραγδαία του πρόοδο. Σε μια επίσκεψη μου μού ανακοίνωσε ενθουσιασμένος ότι μετατέθηκε σε έναν τύπο μεταγωγικών ελικοπτέρων με τα οποία, μεταξύ άλλων, θα μεταφέρει υψηλά πρόσωπα. Ίσως να του έλειπαν τα mach των μαχητικών, το πάθος του όμως τον είχε φέρει εκεί περίπου που ήθελε.
Ήταν Σάββατο απόγευμα του Σεπτεμβρίου μιας λαμπρής χρονιάς για την Ελλάδα. Είχα αποκοιμηθεί μπροστά στην τηλεόραση. Χαμένος στο λυκόφως που προηγείται του ξυπνήματος, η φωνή του εκφωνητή έφτανε στα αφτιά μου σαν αλλόκοτος μακρινός θόρυβος από τον όπιο μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις ξεχώριζα. Όταν σηκώθηκα είχε σκοτεινιάσει. Ένιωθα κυριευμένος από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, μια αόριστη ανησυχία. Σε ένα από τα πολλά έκτακτα δελτία ειδήσεων εκείνης της ημέρας άκουσα κάτι για ένα ελικόπτερο κι έτρεξα μπροστά στην τηλεόραση. Δεν ανέφεραν ονόματα, ο τύπος του σκάφους όμως έπεσε πάνω μου σαν καταδίκη. Άναψα με αγωνία τον υπολογιστή με μια απεγνωσμένη ελπίδα να διαψεύσω τους φόβους μου.
Την έσβησε όμως το όνομα που αντίκρισα.
Δεν πρόλαβα να πάω στην κηδεία, πήγα όμως στο μνημόσυνο μερικές εβδομάδες αργότερα. Θυμάμαι τους γονείς του λυπημένους, μα ψύχραιμους. Μου είχε κάνει εντύπωση η στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν την απώλεια του μοναχογιού τους. Μερικά χρόνια αργότερα τους θυμήθηκα καθώς διάβαζα ένα δοκίμιο του de Montaigne στο οποίο γράφει για ένα βασιλιά, ηττημένο στη μάχη, που παρακολουθεί ανέκφραστος τη θανάτωση του γιού του κι ύστερα όταν εκτελείται ένας οικογενειακός φίλος ξεσπαέι σε θρήνο. Η απόλυτη οδύνη μένει βουβή• δεν υπάρχουν αρκετά δάκρυα, ούτε αναστεναγμοί γι’ αυτήν- τα πάντα σταματούν.
“Να φοβάσαι” είχε ψελλίσει ο πατέρας του καθώς έφευγα. Ένιωθα πως η συμβουλή που έβγαινε από τη ραγισμένη του καρδιά δεν απευθυνόταν σε ένα γειτονόπουλο αλλά στον μικρότερο αδερφό του γιού του.
Έτσι ο φίλος μου, σαν άλλος ο “Goose”, άφησε πίσω του μια νέα γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά και τους γονείς του χτυπημένους από το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να βρει άνθρωπο. Αυτή την απώλεια δεν κατάφερα ποτέ, όχι να την ξεπεράσω, αλλά ούτε να την συνειδητοποιήσω - κι ας έχουν περάσει κοντά είκοσι χρόνια.
Τον ονειρεύομαι συχνά. Τον πρώτο καιρό έβλεπα πως κατέληξε ναυαγός σε κάποιο εξωτικό νησί κι εκεί ξεκίνησε μια νέα ζωή. Άλλες φορές ότι συναντιόμασταν κάπου τυχαία και μου αφηγούνταν πώς είχε γλιτώσει κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου η χαρά μου να διαλυθεί με το φως της ημέρας. Με τον καιρό πονηρεύτηκα και αντιμετώπιζα με καχυποψία τις διαβεβαιώσεις, το ασυνείδητο όμως έβρισκε τρόπο να ξεγλιστράει και να με εξαπατά. Ίσως η θλιβερότερη πτυχή του θανάτου για εκείνους που μένουν πίσω είναι, όταν από στιγμιαία αφηρημάδα ή την δύναμη της συνήθειας, νιώθεις την έντονη επιθυμία να συναντήσεις το αγαπημένο πρόσωπο και τότε συνειδητοποιείς πως αυτό είναι αμετάκλητα αδύνατο.
Μόνο τότε κατάλαβα πως το να πεθάνεις, σημαίνει να μην ξαναβρεθείς ποτέ με φίλους
Gabriel Garcia Marquez, Καλό Ταξίδι Κύριε Πρόεδρε
Μια ιστορικός σε κάποια ομιλία της, αναφερόμενη στον Γκαγκάριν ο οποίος σκοτώθηκε δοκιμάζοντας πειραματικά αεροπλάνα, είχε πει: “ Έτσι έπρεπε να πεθάνει, αυτός ήταν ένας θάνατος αντάξιος του.”
Όμορφα λόγια, σκέφτηκα, εύκολο να τα πεις για κάποιον που γνωρίζεις από την εγκυκλοπαίδεια. Το πράγμα αλλάζει αν έχεις μεγαλώσει μαζί του, έχεις ακούσει τα όνειρα του, έχεις νιώσει τη φιλία του.
Και τι δεν θα έδινα να τον έβλεπα να μεγαλώνει, να καμαρώνει τον γιό του, να απολαμβάνει την αγάπη της γυναίκας του, να παχαίνει και να γκριζάρει. Και να με προσέχει σαν μεγάλος αδερφός όπως έκανε πάντα.