Sunday, June 19, 2022

Στο θερινό σινεμά

Ιούνιος 2022


Πάντα πίστευα ότι όποιος επενδύει στην νοσταλγία δεν πρόκειται να χάσει. Πρέπει να είναι το συναίσθημα έναντι στο οποίο έχουμε τις μικρότερες αντιστάσεις. Το ίδιο θα πρέπει να σκέφτηκε και ο Tom Cruise για να γυρίσει το Maverick, το οποίο με μόνο προσόν τη δύναμη της νοσταλγίας σπάει τα ταμεία.

Ταιριαστή με τη νοσταλγική διάθεση της ταινίας και η ατμόσφαιρα του θερινού σινεμά με τα γιασεμιά, την παλιομοδίτικη μαρκίζα, τις μυρωδιές από το μπαρ και τις πάνινες καρέκλες λες και ο σκοπός της ύπαρξής του δεν είναι η προβολή ταινιών αλλά να θυμίζει τα παιδικά μας χρόνια.


Όσο ο ήρωας εντυπωσίαζε με την πτητική του δεξιοτεχνία στο δικό μου μυαλό παιζόταν μια άλλη ταινία της οποίας ο πρωταγωνιστής επίσης λάτρευε τα αεροπλάνα και παλλόταν από την ανάγκη για ταχύτητα.


Αν και μοναχοπαίδι, τα καλοκαίρια μου γέμιζαν με την παρουσία ενός μεγαλύτερου αδερφού. Εκείνα τα χρόνια η Γλυφάδα ήταν περισσότερο θέρετρο για τους Αθηναίους παρά προάστιο, κι εκείνος έρχονταν με τους γονείς του για να παραθερίσουν στο διαμέρισμα τους απέναντι από το δικό μας. Με περνούσε τρία χρόνια, διαφορά που σε εκείνες τις ηλικίες μοιάζει αβυσσαλέα, με είχε όμως πάντοτε από κοντά. Φρόντιζε να συμμετέχω στα παιχνίδια αν και βενιαμίν, με ξεσήκωνε τα πρωινά να πάμε για μπάνιο, μαζί ξεμέναμε στο δρόμο ως αργά το βράδυ να ακούμε τις συζητήσεις των μεγαλύτερων για ποδόσφαιρο, ροκ συγκροτήματα και disco επιτυχίες, ήταν εκείνος που με φυγάδευε λαθραία στο σινεμά στα Κ-13, με έπαιρνε μαζί του στα ηλεκτρονικά όπου ταίζαμε με αμέτρητα κέρματα το Space Invaders. Ενθουσιαζόταν με το διάστημα, με θεωρίες για εξωγήινους, τον γοήτευαν τα μυστήρια και το ανεξήγητο κι είχε έναν τρόπο να αφηγείται τέτοιες ιστορίες που έκαναν τη φαντασία μου να οργιάζει. 

Πάνω απ’ όλα όμως τρελαινόταν για τα αεροπλάνα. Γνώριζε τα πάντα για κάθε τύπο πολιτικού ή στρατιωτικού αεροσκάφους, μπορούσε να μαντέψει την ώρα από τα αεροπλάνα που προσγειώνονταν- τόσο καλά ήξερε τα δρομολόγια. “Πήγε μια η ώρα, έφτασε η Lufthansa”! 

Ενώ όλος ο κόσμος υπέφερε από τον θόρυβο, εκείνος εκστασιαζόταν όταν οι τουρμπίνες κάποιου Jumbo έκαναν τα τζάμια της περιοχής να τρίζουν. Πηγαίναμε συχνά με τα ποδήλατα στον φράχτη του αεροδρομίου να χαζέψουμε προσγειώσεις και απογειώσεις - εκείνος συμμετείχε νοερά σε αυτές- και να νοιώσει την ισχύ των κινητήρων στο μέγιστο.


Περιττό να πω ότι όταν κυκλοφόρησε το Top Gun μαγεύτηκε• έγινε ο ίδιος το Top Gun.


Μερικά χρόνια αργότερα, όταν άρχισε να βγαίνει με κορίτσια (κι εγώ είχα ακόμα τον νου μου μόνο στη μπάλα), προσπάθησε να με μυήσει στην τέχνη του gentleman.  Mε φώναζε για να του κάνω παρέα όταν, πριν από τα ραντεβού του καθάριζε με κάθε επιμέλεια το αυτοκίνητο του πατέρα του το οποίο δανειζόταν για τις εξόδους του, διάλεγε τις κασέτες για την βραδιά, μου ανέλυε το σχέδιο του για να σαγηνεύσει τον στόχο.

“Ποτέ και για κανέναν λόγο δεν βγαίνουμε από το σπίτι χωρίς κολόνια”, με κατηχούσε.


Καμιά έκπληξη ότι η άλλη ταινία με την οποία είχε ταυτιστεί ήταν το “Ιπτάμενος και Τζέντλεμαν”. “Κοίτα πώς θαμπώνονται οι γυναίκες από τη στολή!” μονολογούσε με βλέμμα ονειροπόλο όταν βγήκαμε από το σινεμά.


Στην Γ’ Λυκείου δεν υπήρξε κανένα δίλημμα. Ο στόχος του ήταν ένας και μοναδικός: η Σχολή Ικάρων. Προσπάθησε δυο φορές, μα δεν τα κατάφερε. Εν τέλει πέρασε στη σχολή Ευελπίδων. Αντί για τα μαχητικά τον κέρδισαν τα τεθωρακισμένα. Η ζωή όμως είναι τόσο απρόβλεπτη που καμιά φορά ακόμα κι οι μπούρδες του Coelho επαληθεύονται. Έτσι το σύμπαν συνομώτισε για να πλησιάσει ο φίλος μου στο όνειρό του: ιδρύθηκε η Αεροπορία Στρατού κι εκείνος ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκαν σε αυτήν. 

Στο μεταξύ παντρεύτηκε, απέκτησε ένα αγοράκι ενώ εγώ μετοίκησα στο εξωτερικό κι απολάμβανα την ελευθερία μου. Οι επαφές μας αραίωσαν, όχι όμως και τα αισθήματα. Μάθαινα για την εκπαίδευση και την ραγδαία του πρόοδο. Σε μια επίσκεψη μου μού ανακοίνωσε ενθουσιασμένος ότι μετατέθηκε σε έναν τύπο μεταγωγικών ελικοπτέρων με τα οποία,  μεταξύ άλλων, θα μεταφέρει υψηλά πρόσωπα. Ίσως να του έλειπαν τα mach των μαχητικών, το πάθος του όμως τον είχε φέρει εκεί περίπου που ήθελε.   

 


Ήταν Σάββατο απόγευμα του Σεπτεμβρίου μιας λαμπρής χρονιάς για την Ελλάδα. Είχα αποκοιμηθεί μπροστά στην τηλεόραση. Χαμένος  στο λυκόφως που προηγείται του ξυπνήματος, η φωνή του εκφωνητή έφτανε στα αφτιά μου σαν αλλόκοτος μακρινός θόρυβος από τον όπιο μόνο κάποιες σκόρπιες λέξεις ξεχώριζα. Όταν σηκώθηκα είχε σκοτεινιάσει. Ένιωθα κυριευμένος από ένα δυσάρεστο συναίσθημα, μια αόριστη ανησυχία. Σε ένα από τα πολλά έκτακτα δελτία ειδήσεων εκείνης της ημέρας άκουσα κάτι για ένα ελικόπτερο κι έτρεξα μπροστά στην τηλεόραση. Δεν ανέφεραν ονόματα, ο τύπος του σκάφους όμως έπεσε πάνω μου σαν καταδίκη. Άναψα με αγωνία τον υπολογιστή με μια απεγνωσμένη ελπίδα να διαψεύσω τους φόβους μου. 

Την έσβησε όμως το όνομα που αντίκρισα.  


Δεν πρόλαβα να πάω στην κηδεία, πήγα όμως στο μνημόσυνο μερικές εβδομάδες αργότερα. Θυμάμαι τους γονείς του λυπημένους, μα ψύχραιμους. Μου είχε κάνει εντύπωση η στωικότητα με την οποία αντιμετώπιζαν την απώλεια του μοναχογιού τους. Μερικά χρόνια αργότερα τους θυμήθηκα καθώς διάβαζα ένα δοκίμιο του de Montaigne στο οποίο γράφει για ένα βασιλιά, ηττημένο στη μάχη, που παρακολουθεί ανέκφραστος τη θανάτωση του γιού του κι ύστερα όταν εκτελείται ένας οικογενειακός φίλος ξεσπαέι σε θρήνο. Η απόλυτη οδύνη μένει βουβή• δεν υπάρχουν αρκετά δάκρυα, ούτε αναστεναγμοί γι’ αυτήν- τα πάντα σταματούν.


“Να φοβάσαι” είχε ψελλίσει ο πατέρας του καθώς έφευγα. Ένιωθα πως η συμβουλή που έβγαινε από τη ραγισμένη του καρδιά δεν απευθυνόταν σε ένα γειτονόπουλο αλλά στον μικρότερο αδερφό του γιού του.


Έτσι ο φίλος μου, σαν άλλος ο “Goose”, άφησε πίσω του μια νέα γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά και τους γονείς του χτυπημένους από το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να βρει άνθρωπο. Αυτή την απώλεια δεν κατάφερα ποτέ, όχι να την ξεπεράσω, αλλά ούτε να την συνειδητοποιήσω - κι ας έχουν περάσει κοντά είκοσι χρόνια. 

Τον ονειρεύομαι συχνά. Τον πρώτο καιρό έβλεπα πως κατέληξε ναυαγός σε κάποιο εξωτικό νησί κι εκεί ξεκίνησε μια νέα ζωή. Άλλες φορές ότι συναντιόμασταν κάπου τυχαία και μου αφηγούνταν πώς είχε γλιτώσει κι όλα πήγαιναν καλά, ώσπου η χαρά μου να διαλυθεί με το φως της ημέρας. Με τον καιρό πονηρεύτηκα και αντιμετώπιζα με καχυποψία τις διαβεβαιώσεις, το ασυνείδητο όμως έβρισκε τρόπο να ξεγλιστράει και να με εξαπατά. Ίσως η θλιβερότερη πτυχή του θανάτου για εκείνους που μένουν πίσω είναι, όταν από στιγμιαία αφηρημάδα ή την δύναμη της συνήθειας, νιώθεις την έντονη επιθυμία να συναντήσεις το αγαπημένο πρόσωπο και τότε συνειδητοποιείς πως αυτό είναι αμετάκλητα αδύνατο. 




Μόνο τότε κατάλαβα πως το να πεθάνεις, σημαίνει να μην ξαναβρεθείς ποτέ με φίλους

Gabriel Garcia Marquez, Καλό Ταξίδι Κύριε Πρόεδρε




Μια ιστορικός σε κάποια ομιλία της, αναφερόμενη στον Γκαγκάριν ο οποίος σκοτώθηκε δοκιμάζοντας πειραματικά αεροπλάνα, είχε πει: “ Έτσι έπρεπε να πεθάνει, αυτός ήταν ένας θάνατος αντάξιος του.”

Όμορφα λόγια, σκέφτηκα, εύκολο να τα πεις για κάποιον που γνωρίζεις από την εγκυκλοπαίδεια. Το πράγμα αλλάζει αν έχεις μεγαλώσει μαζί του, έχεις ακούσει τα όνειρα του, έχεις νιώσει τη φιλία του. 

Και τι δεν θα έδινα να τον έβλεπα να μεγαλώνει, να καμαρώνει τον γιό του, να απολαμβάνει την αγάπη της γυναίκας του, να παχαίνει και να γκριζάρει. Και να με προσέχει σαν μεγάλος αδερφός όπως έκανε πάντα.


Sunday, February 20, 2022

Κάτοικοι των δρόμων


Η ζωή τα έφερε έτσι και συνδέθηκα με το Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν εγκαταστάθηκα εκεί ποτέ αλλά το επισκέπτομαι συχνά. Μετά τα πρώτα εντελώς τουριστικά ταξίδια ο ορίζοντας μου άρχισε να διευρύνεται πέρα από τις διάσημες παραλίες και τους γύρω δρόμους, την βιτρίνα δηλαδή της πόλης, και τα βήματα μου με πήγαν σε γειτονιές κοντύτερα στην πραγματική ζωή. 

Όχι πως και στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Ipanema  ή της Copacabana δεν υπάρχουν λόγοι για να υποπτευθεί κανείς πόσο δύσκολα τα φέρνουν βόλτα οι στρατιές φτωχοδιαβόλων που παρελαύνουν ασταμάτητα πέρα-δώθε κάτω από τον καυτό ήλιο στην υπηρεσία των λουομένων. Ο περιστασιακός επισκέπτης, όμως, που αφήνει για λίγες μέρες πίσω του τη ρουτίνα και αντικρίζει για πρώτη φορά αυτό το θαυμάσιο τοπίο, που λιάζεται και ρουφά την καιπιρίνια του, δικαιολογείται να εστιάζει στις ομορφιές κι όχι στη μιζέρια. 

 

Προχωρώντας στα ενδότερα λοιπόν, μακριά από τη μυρωδιά του αντηλιακού και τα πολύχρωμα μπικίνι τα πράγματα ζορίζουν. Ο αριθμός των αστέγων είναι συνταρακτικός. Οι “κάτοικοι των δρόμων”, όπως τους αποκαλούν στα πορτογαλικά, βρίσκονται παντού. Ξαπλωμένοι σε πεζοδρόμια και πλατείες, στο επιχειρηματικό κέντρο, σε εμπορικούς δρόμους, σε καλοβαλμένες συνοικίες, ζαρωμένοι πάνω στα χαρτόνια τους με ήλιο και βροχή, οικογένειες με μωρά, μικρά παιδιά και ελάχιστα υπάρχοντα• είναι τόσο πολλοί που συχνά αναγκάζεσαι να περάσεις από πάνω τους. Ένας Θεός ξέρει αν και που βρίσκουν τροφή - μάλλον στα σκουπίδια, ή ίσως κάποιοι να επαφίονται στη γενναιοδωρία των περιοίκων να τους ελεήσουν με τα αποφάγια τους. 

Παρατήρησα ότι, παραδόξως, είναι λίγοι εκείνοι που επαιτούν. Ύστερα πρόσεξα ότι οι περαστικοί έχουν αναπτύξει την ίδια ικανότητα με τους τουρίστες, να τους διαγράφουν από το οπτικό τους πεδίο, όπως το μυαλό μαθαίνει να αγνοεί έναν συνεχή, ενοχλητικό θόρυβο. Εφόσον είναι σχεδόν αόρατοι στους υπόλοιπους, ποιος ο λόγος να μπουν στον κόπο της επαιτείας;

 

Παρά την επιλεκτική μας τύφλωση και τους ευφημισμούς με τους οποίους προσπαθούμε να τους κρύψουμε, στο τελευταίο ταξίδι μου μού δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν ακόμα περισσότεροι. Μια μέρα, καθώς, εγώ ο καλοθρεμμένος Ευρωπαίος, περνούσα ανάμεσά τους, αναρωτήθηκα γιατί δεν με κατασπαράζουν, τι τους κρατάει από το να μου επιτεθούν, να αρπάξουν ό,τι βρουν, ή έστω για να βγάλουν το άχτι τους. Η εγκληματικότητα της χώρας είναι διαβόητη, και αν πιστέψω τις προειδοποιήσεις φίλων και γνωστών κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, αυξάνεται συνεχώς. Ευτυχώς ως τώρα δεν μου έτυχε τίποτα, δυσκολεύομαι όμως να καταλάβω τι είναι αυτό που συγκρατεί όλους αυτούς τους κολασμένους από το να καταφύγουν μαζικά στη βία.

 

Προϋπόθεση για τη συγκρότηση της κοινωνίας είναι όλα τα μέλη της να ωφελούνται σε κάτι εγκαταλείποντας της άγρια ζωή, λέει η παμπάλαια θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου. Σε τι, αναρωτιέμαι, ωφελούνται οι άνθρωποι αυτοί από μια κοινωνία η οποία ούτε καν τους βλέπει; Το πιθανότερο είναι πως οι ζωές τους θα ήταν καλύτερες αν επέστρεφαν στη ζούγκλα και σίγουρα θα είχαν ελάχιστα να χάσουν αν προκαλούσαν συνθήκες ζούγκλας. Είμαστε τυχεροί επομένως που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να διδαχθούν περί κοινωνικών συμβολαίων, ή και οτιδήποτε άλλο, ώστε να μην τους μπαίνουν τέτοιες ιδέες. Επίσης είμαστε τυχεροί που είναι πολύ απασχολημένοι με το να ψάχνουν κανένα ξεροκόμματο ή να αναζητούν μια γωνιά να κοιμηθούν αντί να σκέφτονται επαναστάσεις.

 

Σκηνή  στον δρόμο: ένας νεαρός άντρας καθισμένος στο πεζοδρόμιο κοπανάει με μια κοτρόνα τενεκεδάκια αναψυκτικών που τα στοιβάζει σε έναν πελώριο σάκο, προφανώς για να τα πουλήσει για πενταροδεκάρες στην ανακύκλωση. Η ταλαιπωρημένη του όψη και η πρωτόγονη εργασία του μου φέρνουν στο νου εκείνον τον μακρινό πρόγονο του ανθρώπου στην Οδύσσεια 2001 του Κιούμπρικ που, χτυπώντας ένα κόκκαλο στη γη, ανακαλύπτει την χρήση των εργαλείων. Ο πολιτισμός μπορεί να εξελίχθηκε πολύ από τότε, αλλά όχι το ίδιο για όλους. Βλέπεις στρατιές ανθρώπων να κάνουν δουλείες κυρίως εξ’ αιτίας της δικής τους απελπισίας παρά γιατί έχουν κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα. Τα γεροντάκια που περιφέρονται στο λιοπύρι για να πουλήσουν παγωτά, άνθρωποι του Κιούμπρικ να κουβαλούν στην πλάτη τα σκουπίδια που αφήνουν οι τουρίστες, πιτσιρικάδες που κάνουν ταχυδακτυλουργικά στα φανάρια, μανάδες που πουλούν ζαχαρωτά, τύπους που κουβαλούν σε παραφορτωμένες χειράμαξες ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου κλπ εργασίες, αδιανόητες στην εποχή των ρομπότ, που ίσως τουλάχιστον τους εξασφαλίζουν στέγη σε κάποια φαβέλα. Αν τους προσθέσουμε κι αυτούς στους άστεγους, ο αριθμός εκείνων που δεν έχουν πολλά να χάσουν αυξάνει επικίνδυνα.

 

Όταν κάποτε κάναμε μια σχετική συζήτηση, ένας φίλος με ρώτησε αν ήμουν αριστερός. Για λόγους που δεν είναι της στιγμής πιστεύω πως και η Αριστερά μέρος του προβλήματος είναι παρά μέρος της λύσης του. Ούτε είμαι αναρχικός, ούτε πιστεύω ότι οι επαναστάσεις μπορούν να είναι οτιδήποτε άλλο παρά οι ύστατες λύσεις σε ακραίες συνθήκες.

Συνεπώς οι σκέψεις αυτές δεν έχουν ιδεολογική προέλευση. Είναι η συνείδηση και η λογική που τις υπαγορεύουν. Η συνείδηση, γιατί η εικόνα είναι τόσο θλιβερή που δεν μπορεί παρά να προξενεί ενοχές σε όποιον μπει στον κόπο να την κοιτάξει έστω κι αν είναι επισκέπτης από την άλλη άκρη του κόσμου. Η λογική, γιατί όλα τα παραπάνω αποτελούν αποδείξεις σοβαρών σφαλμάτων στην αρχιτεκτονική του κόσμου, σφάλματα που κάνουν τις ζωές πολλών αφόρητες, σε βαθμό που αργά ή γρήγορα ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν το οικοδόμημα. Λογικά πρέπει να υπάρχει ένα όριο αδικίας, ανέχειας και συστημικής δυσλειτουργίας πέραν του οποίου οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις του πολιτισμού καταρρέουν και το όριο αυτό είναι όταν σε έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων δεν έχει μείνει πια τίποτα να χάσει. 


Στο μεταξύ διαβάζω ότι στους αντίποδες της κοινωνίας η καινούργια επενδυτική μόδα είναι η αγορά εικονικών ακίνητων στο metaverse. Άνθρωποι δηλαδή που μη βρίσκοντας τι καλύτερο να κάνουν με τα χρήματά τους, αγοράζουν εικονικά ακίνητα, με ψηφιακά νομίσματα, σε ένα εικονικό σύμπαν προσδοκώντας να αποκομίσουν πραγματικά κέρδη. 

Ύστερα είμαστε και όλοι εμείς που περνάμε τον ελεύθερο χρόνο μας φτιάχνοντας γοητευτικά avatars για να εκπροσωπούν στα καλλιστεία ευδαιμονίας του Instagram και του Facebook, εμείς που χάσαμε την ικανότητα να συγκεντρωνόμαστε σε ένα βιβλίο, σε μια ταινία, σε μια συζήτηση με την σύντροφό ή τον φίλο μας υπνωτισμένοι από την ηλεκτρική λάμψη του smartphone.

 

 

Είναι τελικά ο κόσμος που φτιάξαμε τόσο άσχημος ώστε οι μισοί έχουν κάθε λόγο να επαναστατήσουν και οι υπόλοιποι να φυγαδευτούν στον εικονικό; 

 

Saturday, April 17, 2021

Παλιές Φωτογραφίες


 

17/04/2021

Έφτασε η στιγμή να αναμετρηθώ με τον χαοτικό σωρό από φωτογραφίες που στοιβάζονταν επί δεκαετίες σε σακούλες, σκόρπιους φακέλους και κουτιά. Ασπρόμαυρες, τσαλακωμένες, έγχρωμες, ξεθωριασμένες, παρακολουθούν την διαδρομή οικογένειας και φίλων, από  την πρώτη δαγκεροτυπία κάποιου προπάππου έως τις πρόσφατες ψηφιακές, για περισσότερο από ενάμισυ αιώνα.

Πρόσωπα άγνωστα που υπήρξαν πριν εμφανιστώ εγώ κι άλλα αγαπημένα σε τόσο νεαρή ηλικία που με δυσκολία αναγνωρίζω· φίλοι και φιλενάδες ·οι γονείς μου χορεύουν, διασκεδάζουν και ερωτοτροπούν σε ασπρόμαυρο φόντο, κι εγώ σε έγχρωμο· σκηνές που ανασύρονται από τα βάθη της μνήμης ή της φαντασίας (όσο πιο μακρινό το παρελθόν τόσο πιο δυσδιάκριτα τα όρια των δύο: η ανάμνηση προέρχεται από το συμβάν καθαυτό ή θυμάμαι την φωτογραφία του; ήμουν πράγματι εκεί ή έχω δει την εικόνα τόσες φορές που πείστηκα πως ήμουν;) Ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο σχηματίζεται πάνω στο τραπέζι κι εγώ προσπαθώ να το ανθολογήσω.

Κοιτάζω τους γονείς μου, νεότερους από εμένα, να ξεφαντώνουν, να αγγίζονται τρυφερά, να ταξιδεύουν. Ξέρω ότι οι εικόνες συχνά εξαπατούν, τα πρόσωπα όμως ελπίζω όχι – τουλάχιστον όχι τότε, πολύ πριν μας καταλάβει o ψηφιακός ναρκισσισμός και μας απορροφήσει ο διαγωνισμός εικονικής ευτυχίας. Βλέποντας τους να ρουφούν την ζωή σε σέπια τόνους σκέφτομαι με ανακούφιση -ίσως και κάποια ζήλια- ότι έζησαν καλά.

Εκδρομές στην εξοχή, γλέντια, ερωτευμένα ζευγάρια, ευτυχείς νεόνυμφοι, καμαρωτοί γονείς και κλαμένα βαφτιστήρια, οικογενειακές γιορτές και νεανικά πάρτι, παιχνίδια στην ακροθαλασσιά, τόσοι και τόσοι άνθρωποι σε στιγμές που επέλεξαν για να διατηρήσουν στον χρόνο, στιγμές χαράς ή γεγονότα που χάραξαν τις ζωές τους. Οι περισσότεροι έχουν χαθεί προ πολλού, ίσως και τα παιδιά ή τα παιδιά των παιδιών τους· μαζί τους η πρώτη μου αγάπη και φίλοι παιδικοί.

Δυο παράλληλες σειρές από φωτογραφίες ξετυλίγονται νοερά μπροστά μου. Η πρώτη διηγείται την πορεία του πατέρα μου από την νεότητα ως το βαθύ γήρας. Η δεύτερη ακολουθεί τα δικά μου βήματα, στρουμπουλό μωρό στην αγκαλιά της μάνας μου, μαθητής στην παρέλαση, φοιτητής, ναύτης, μαλλιά που αρχίζουν να αραιώνουν και ν’ ασπρίζουν. Οι συνειρμοί προφανείς.

Φωτοσκιάσεις σε κιτρινισμένο χαρτί είναι ό,τι απομένει;

Το Μακόντο ξεμυτίζει δειλά από το χώμα, απλώνεται, ακμάζει, τελικά μαραζώνει ώσπου να το καταπιεί για πάντα η σκόνη. Πού κρύβεται το νόημα σε όλα αυτά αναρωτιέμαι, εκείνο που αναζητούν σοφοί και ποιητές αιώνες τώρα; Σε κάποιες από αυτές τις στιγμές με τα γελαστά πρόσωπα ίσως;

«Ποιο νόημα;» είναι σαν να ακούω τον πατέρα μου να λέει και να γελάει βροντερά. «Τίποτα δεν κατάλαβες ακόμα!» θα συμπλήρωνε πριν βγει έξω να παίξει με τα σκυλιά του.

Αποφασίζω πως αυτή είναι η τελευταία φορά που τακτοποιώ άλμπουμ. Ευτυχώς η ψηφιακή εποχή, μετατρέποντας τις αναμνήσεις μας σε ηλεκτρικό θόρυβο στο νέφος, μας εξασφαλίσει ίσως μια ευσπλαχνική λήθη.

Βγαίνω έξω στη λιακάδα να παίξω.

 

Time is so old and love so brief
Love is pure gold and time a thief
We´re late, darling, we´re late
The curtain descends, everything ends too soon, too soon
 
που θα'λεγε και η Billy Holiday.