Sunday, June 16, 2019

Moonlighting


Ομολογώ ότι οι τηλεοπτικές σειρές δεν είναι το στοιχείο μου. Ούτε οι δράκοι του Game of Thrones, ούτε οι μηχανορραφίες του Frank Underwood με έπεισαν ότι άξιζε τον κόπο να στηθώ μπροστά στην τηλεόραση για χάρη τους. Μόνο το μουσικό Vinyl μου κέντρισε κάπως το ενδιαφέρον αλλά με άφησε στα κρύα του λουτρού (διακόπηκε πρόωρα).

Πρόσφατα ξέθαψα από μια κούτα τους δύο πρώτους κύκλους του Moonlighting. Κάποια βράδια, μετά από κουραστικές μέρες στη δουλειά όταν και χρειάζομαι κάτι ανάλαφρο για να ξεκουράσω το μυαλό μου, βλέπω κάποιο παλιό επεισόδιο. Αν θυμάμαι καλά, αυτή είναι η μόνη σειρά που έχω δει (και ξαναδεί) ολόκληρη όσα χρόνια παρακολουθώ τηλεόραση κι ύστερα από τόσα χρόνια κάτι με τραβάει ξανά σε αυτή.

Ένας λόγος είναι σίγουρα η νοσταλγία. Δύσκολο να αντισταθεί κανείς σε κάτι που του θυμίζει την εποχή που ήταν είκοσι-τόσων χρονών. Πόσω μάλλον όταν η εποχή αυτή ήταν τα πολύχρωμα 80'ς η αισθητική των οποίων χαρακτηρίζει τη σειρά. Τα γυαλιστερά κρεμ φορέματα με τις πελώριες βάτες της Μάντυ Χέις, τα παραφουσκωμένα από τη λακ μαλλιά της ή οι στενές γραβάτες και τα κοκάλινα Rayban του Ντέιβιντ Άντισον προκαλούν τσιμπηματάκια ειδικά σε όσες και όσους από εμάς είχαμε προσπαθήσει τόσο να τα μιμηθούμε.
Κι εκείνο το φοβερό soundtrack του Al Jarreau στην αρχή κάθε επεισοδίου έχει εντυπωθεί στη μνήμη μου σαν ο Ύμνος στο Σαββατοκύριακο, μια γοητευτικά απατηλή υπόσχεση ότι αν βγεις έξω στα φώτα του Σαββατόβραδου κάτι μαγικό θα σου συμβεί.

Με τα σημερινά κριτήρια η σειρά ήταν γυρισμένη με πενιχρά μέσα. Οι ηθοποιοί, πλην των πρωταγωνιστών, ήταν και παρέμειναν άγνωστοι. Ανάθεμα αν η Άγκνες ΝτιΠέστο εμφανίστηκε κάπου άλλου. Τα εξωτερικά γυρίσματα γίνονταν συνήθως σε αδιάφορες τοποθεσίες, χωρίς καμία προσπάθεια να αξιοποιηθεί το καλιφορνέζικο glamour. Το πιο φανταχτερό σκηνικό ήταν το νυχτερινό skyline του LA έξω από τα παράθυρα του Blue Moon Investigations. Ό,τι έλειπε σε μπιχλιμπίδια εντυπωσιασμού περίσσευε σε χιούμορ και ευρηματικότητα. Υπήρξαν επεισόδια ασπρόμαυρα, βουβά, επεισόδια στα οποία τα σκηνικά εξαφανίζονταν για να παρουσιαστούν οι τεχνικοί και το βοηθητικό προσωπικό να ευχηθούν καλά Χριστούγεννα, άλλα στα οποία οι κομπάρσοι έγιναν πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνιστές κομπάρσοι, ή έκαναν σύντομα περάσματα ο Orson Welles και η Demy Moore (την οποία ο David ερωτεύεται με την πρώτη ματιά όπως στην πραγματική ζωή). Στο κέντρο όλων αυτών εξελίσσεται το σαδιστικά αργό φλερτ των αταίριαστων -άλλοτε συμπληρωματικών και άλλοτε ασύμβατων- πρωταγωνιστών. Η άκαμπτη, καθωσπρέπει ξανθιά και το ξέγνοιαστο αλάνι δεν μπορούν να αποφασίσουν τι θέλουν. Ποιός δεν έχει βρεθεί στη θέση τους, να αναζητά την ευτυχία αλλά να μην τολμάει να την αγγίξει όταν βρεθεί μπροστά του;

Ξαναβλέποντας την ύστερα από τόσα χρόνια, εκείνο όμως που δεν χορταίνω από τη σειρά είναι η αισιοδοξία της. Αθώα, ίσως και αφελής, αλλά ειλικρινής και ψυχοθεραπευτική για τον άνθρωπο του 2020. Υποπτεύομαι ότι ο κόσμος, τότε που συνέβαινε το Τσερνομπίλ, είχε μεγαλύτερη πίστη στο μέλλον σε σχέση με τώρα που παρακολουθούμε τον ζόφο της ραδιενέργειας δραματοποιημένη σε σήριαλ.

Ίσως πάλι να είμαι εγώ που μεγαλώνω.


http://www.youtube.com/watch?v=MuQaE5zDn1Q


Υ.Γ Αναζητώντας τις υπόλοιπες 3 σεζόν διαπίστωσα ότι δεν κυκλοφορούν πια και τα DVD έχουν γίνει συλλεκτικά. Δικαίως!