Saturday, September 29, 2012

Jazz Stories II

Τζαζ και λογοτεχνία συνέχεια. Μετά το "Κουτσό" του Κορτάζαρ, παραθέτω μερικά αποσπάσματα από το "Στον Δρόμο" του Κέρουακ. Αν με μάγεψαν οι περιγραφές του είναι γιατί παρουσιάζουν την τζαζ έτσι όπως ήταν όταν γεννήθηκε και λατρεύτηκε: μια μουσική γεμάτη ζωντάνια που παιζόταν οπουδήποτε, αρκεί να υπήρχε ορχήστρα, καπνός και ουίσκυ (ή έστω φτηνό κρασί). Μια μουσική που ξεσήκωνε τον κόσμο να χορέψει, να ξεφαντώσει, να ερωτευτεί.

Το ότι ακούμε πλέον τη τζαζ σε αποστειρωμένες συναυλιακές αίθουσες, καθιστοί, ανέκφραστοι, άκαπνοι και ξενέρωτοι σημαίνει ότι αν και οι παρτιτούρες υπάρχουν ακόμα, το πνεύμα της δεν είναι πια ζωντανό. Την εξετάζουμε σαν ένα άψυχο, μουσειακό είδος. The end of Jazz.

Το κείμενο που υποσχέθηκα:

ΚΑΤΕΒΗΚΑΝ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ καί ξεκινήσαμε γιά τή μεγαλειώδη μας νύχτα σπρώχνοντας ακόμα μιά φορά τ' άμάξι κάτω στό δρόμο. «Γιόχοο! Πάμε!», φώναξε ό Ντήν καί πηδήσαμε στό πίσω κάθισμα, καί φύγαμε μέσ' από 'να τράνταγμα σιδερικών γιά τό μικρό Χάρλεμ της Φόλσομ Στρήτ.
Πηδώντας εξω, μέσα στή ζεστή, τρελή νύχτα, ακούσαμε εναν παλαβό σαξοφωνίστα νά παίζει καί ν' ακούγεται ως εξω τό δρόμο, να λέει: «Έι-Α! Έι-Α! Έι-Α! », χτυπωντας τα χέρια στο ρυθμό ενώ ο κόσμος ξεφώνιζε: «Μπρός, δώσ' του, δώσ' του!». Ό Ντην διέσχιζε κιόλας τό δρόμο τρέχοντας μέ τόν αντίχειρά του στόν αέρα, φωνάζοντας: «Παίξε, φίλε μου, παίξε!». Μιά παρέα μαύρων μέ κοστούμια του σαbβατόβραδου κραύγαζαν μπροστά στήν πόρτα. Ήταν ενα σαλούν γεμάτο πριονίδι μέ μιά μικρή εξέδρα όπου ήταν στριμωγμένα παιδιά τής ορχήστρας, φορώντας τά καπέλα τους καί παίζοντας πάνω απ' τά κεφάλια του κόσμου, ενας παλαβός τόπος• τρελές χοντρές γυναίκες κυκλοφορουσαν πότε-πότε ολόγυρα μέ τά μπουρνούζια τους, μπουκάλια τσουγκρίζονταν στά δρομάκια. Στό βάθος του σαλούν, σ' ενα σκοτεινό διάδρομο, πιό πέρα απ' τίς βρωμερές τουαλέτες, μερικοί έστεκαν όρθιοι ακουμπώντας στόν τοίχο, πίνοντας σποντιόντι καί φτύνοντας στ' αστέρια –ουίσκυ και κρασί. Ο σαξοφωνίστας με το καπέλο έπαιζε στο ψηλότερο σημείο ένα θαυμάσιο αυτοσχεδιασμό• πού πετύχαινε μιά σειρά κρεσέντο καί ντεκρελό «Έι-ντί-λι-γιά!» καί έπαιζε παρέα στήν παταγώδη βροντή των ντράμς, πού τό δέρμα τους ήταν αυλακωμένο από τά τσιγάρα πού αφηναν εκεί πάνω, καί πού τά σφυροκοπουσε ενας μεγαλόσωμος, κτηνώδης νέγρος μ' ενα ταυρίσιο σβέρκο, πού δέν εδινε δεκάρα γιά τίποτα εκτός από τό νά τιμωρεί τά εκρηκτικά του τύμπανα, μπάμ, μπάμ-τι-μπούμ, μπάμ.
Μια, βαβούρα από νότες κι ο' σαξοφωνίστας το’ πιασε καί όλοι μας ξέραμε πώς τό 'πιασε. Ό Ντην έσφιγγε τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια μέσα στό πλήθoς κι ήταν ενα πλήθoς πού παραληρουσε. Όλοι παρακινουσαν τόν σαξοφωνίστα, νά τό κρατήσει καί νά τό πάει ετσι, μέ κραυγές καί φλογισμένα μάτια, κι αυτός ξεδιπλωνόταν και έσκυβε πάλι με το σαξόφωνο του, διαγράφοντας μια τροχιά πάνω απ' τό έξαλλο πλήθoς ενώ αφηνε μιά δυνατή στριγγλιά. Μιά νέγρα εξι πόδια ψηλή καί κοκαλιάρα βάλθηκε νά κουνάει τά κόκαλά της μπροστά στό σαξόφωνο του τύπου κι εκείνος της πέταξε ένα παρατεταμένο, «Έι! Έι! Έι!». Όλοι μας κουνιόμαστε καί oυρλιάζαμε. Η Γαλάτεια κι η Μαίρη, μέ μιά μπύρα στό χερι, ήταν ορθιες πάνω στίς καpεκλες τους, καί κουνιόνταν καί χοροπηδουσαν. Παρέες νεγρων έφταναν πατείς με πατώ σε απ' τό δρόμο, σπρώχνοντας ο ένας τόν αλλο γιά νά μπουν μέσα. « Κράτα το γερά, άνθρωπε!», ούρλιαξε ένας με μιά βραχνή φωνή κι εβγαλε ενα δυνατό βρυχηθμό πού πρεπει ν' ακούστηκε σ' όλο τό Σακραμεντο, ά-αα! «Ούου!», εκανε ο Nτην. Έξυνε τό στήθος του, την κοιλιά του, ο ιδρώτας έτρεχε απ το προσωπο του. Μπούμ, μπάμ, αυτός ό ντράμερ κοπανούσε τά ντράμς του κάτω στό κελάρι κι ό ήχος απ' τίς δολοφονικές μπαγκέτες του ανέβαινε ως επάνω, εκκωφαντικά. Ένας χοντρός τύπος πηδουσε πάνω στην εξέδρα, και την έκανε να βουλιάζει και να τρίζει. « Γιόου!». Ο πιανίστας χτυπούσε δυνατά τά πλήκτpα μέ τά ανοιχτά αετίσια δάχτυλά του, παίζοντας ακόρντα, στα διαστήματα που ο μεγαλος σαξοφωνίστας έπαιρνε αναπνοή πρίν ξεσπάσει πάλι, -κινέζικα ακόρντα πού έκαναν το πιάνο, να ανατριχιάζει σε κάθε κομμάτι ξύλου του, σε κάθε χαραμάδα καί σύρμα του, μπόινγκ! Ο σαξοφωνίστας πήδησε κάτω απ' την εξεδρα καί στήθηκε στη μέση του πλήθoυς, σαλπίζοντας πρός κάθε κατεύθυνση• τό καπελο του έπεφτε στά μάτια• κάποιος του τό 'σπρωξε πίσω. Κράτησε την αναπνoή του καί χτύπησε μέ τό πόδι καί εβγαλε έναν ήχο βραχνό σάν μούγκρισμα, μετά πήpε ανάσα και σήκωσε ψηλά το σαξόφωνο και έβγαλε έναν ήχο οξύ και δυνατό, που έσχισε τον αερα. Ο Ντην ηταν ακριβώς απέναντι του, με το πρόσωπο σκυμμένο πάνω στό ανοιγμα του σαξοφώνου, κτυπώντας τα χέρια του, ποτίζοντας μέ τόν ιδρώτα του τά πλήκτpα του σαξόφωνου, κι ο άνθρωπος το πράσεξε και γελασε μέσα στο σαξόφωνο του μ' ένα παρατεταμένο ανατριχιαστικό καί τρελό γελιο κι ολοι γέλασαν μαζί του και κουνιόνταν και κουνιόνταν• και τελικά ο σαξοφωνίστας απoφάσισε να παίξει τον επίλογο του και χαμήλωσε και κράτησε γιά αpκετή ώρα ψηλά τη νότα του ντό, ενω ολοι κατέρρεαν μέσα στην αίθουσα κι οι φωνές δυνάμωναν και είπα πως θα πλακώσouν οι μπάτσοι σάν ακρίδες απ' τό πιό κοντινό τμήμα. Ο Ντην βρισκόταν σε έκσταση. Τά μάτια του σαξοφωνίστα ήταν στραμμένα ίσια κατά πάνω του• είχε εκεί ένα παλαβό που όχι μόνο ένιωθε αλλά είχε καί την έννοια καί τό πάθος νά νιώσει ολοένα καί περισσότερα απ' αυτά πού υπήρχαν καί άρχισαν νά κάνουν ντουέτο οι δυό τους• καί όλα γίνονταν και λέγoνταν με το σαξόφωνο, όχι πια φράσεις, αλλά κραυγές, τίποτα παραπάνω από κραυγές, «Μπάουφ!» καί πάλι κάτω στό «Μπίπ!» καί πάνω στό «Ίιιι!» καί κάτω στά μπάσα καί πάνω στά πλάγια. Δοκίμασε τά πάντα, πάνω, κάτω, στά πλάγια, πάνω-κάτω, οριζόντια, στίς τριάντα μοίρες, καί τελικά έπεσε ανάσκελα στα χέρια κάποιου απ' τό πληθος καί εμεινε εκεί κι όλος ο κόσμος σπρωχνοταν γυρω του και ξεφώνιζε: « Ναι! Ναι! Τα κατάφερε να το παίξει!». Ο Ντην σκουπιζόταν με το μαντήλι του.
Μετά ο σαξοφωνίστας σκαρφάλωσε πάνω στην εξέδρα καί ζήτησε να παίξουν έναν αργό ρυθμό καί κοίταζε θλιμμένα έξω απ' την ανοιχτή πόρτα πάνω απ' τά κεφάλια τών ανθρώπων κι αρχισε νά τραγουδάει: «Κλείσε τά μάτια σου». Σ' ένα λεπτό τά πράματα καλμάρησαν. Ο σαξοφωνίστας φορούσε ένα κουρελιασμένο καστόρινο σακάκι, ένα κατακόκκινο πουκάμισο, σχισμένα παπούτσια κι ενα ασιδέρωτο παντελόνι σωλήνα• δέν νοιαζόταν. Έμοιαζε μ' ένα νέγρο Χόσελ. Τα μεγάλα του καστανά μάτια ηταν γεμάτα θλίψη και ο τρόπος πού τραγουδούσε αργόσυρτος καί μέ μεγάλες στροχαστικές παύσεις. Αλλά στο δεύτερo ρεφραίν, άναψε και πήδηξε κάτω απ’ την εξέδρα, σκύβοντας μέ τό μικρόφωνο στό χέρι. Γιά νά δώσει τόν τόνο μιας νότας, έπρεπε νά αγγίξει την άκρη τών παπουτσιών του
καί νά ξανασηκωθεί μ' όλο του τό κορμί πρίν την τραγoυδήσει καί την έλεγε τόσο δυνατά πού τρέκλιζε απ' τόν απόηχο καί έβρισκε ξανά την ισορροπία του μόνο τη στιγμή πού έπρεπε νά βγάλει την επόμενη αργόσυρτη νότα. «Moυ-oυ-oυ-oυσική παι-αι-αι-αι-αίζει!». Έπεσε πίσω, μέ τό κεφάλι γυρισμένο πρός τό ταβάνι καί τό μικρόφωνο κάτω απ το στόμα. Σείστηκε, ταλαντεύτηκε. Μετά έσκυψε, αφήνoντας σχεδόν τό κεφάλι νά πέσει πάνω στό μικρόφωνο. «Κά-α-α-αντο όπως σε όνειρο για να χορέψουμε...», και κοίταξε έξω, στο δρόμο, έχοντας στά χείλη ένα μορφασμό περιφρόνησης, ένα λυπημένο χαμόγελο όπως της Μπίλυ Χόλιντέη ... «ενώ πάμε ονειροπω-ω-ωλώντας ... », λικνίστηκε από δεξιά στ' αριστερά. «Τής αγάπης γιορτή ... ». Τίναξε το κεφάλι, αηδιασμενος και κουρασμένος απ τον κόσμο ... «Θα μοιάζει...» θα μοιάζει με τι; Όλος ο κόσμος περίμενε• κλαψούρισε: «...εντάξει». Ο πιανίστας έπαιξε ένα ακόρντο. «Έλα μωρό, δεν έχεις παρά να κλείσει-ει-ει-εις τα όμορφα ματά-α-α-ακια σου...». Τά χείλη του τρέμισαν, μας κοίταξε, τόν Ντην κι εμένα με μιά έκφραση πού έμοιαζε νά λέει: λοιπόν, τώρα, τί κάνουμε όλοι μέσα σ' αυτόν τόν μαύρο καί θλιβερό κόσμο; -καί μετά εφτασε στό τέλος του τραγουδιού του, καί γι' αυτό έπρεπε νά γίνουν κάτι λεπτές προεργασίες πού κράτησαν τόσην ώρα πού θά μπορουσες νά στείλεις τηλεγραφηματα σ' όλο τόν κόσμο μιά ντουζίνα φορές, μά τί σημασία είχε γιά τόν καθένα; Εφόσον εκεί πέρα ήμασταν γιά νά κλωθογυρίζουμε καί νά βράζουμε στό ζουμί της φτωχής χαμένης μας ζωής σ' αυτούς τούς καταραμένους απ' τό Θεό δρόμους του ανθρώπου, όπως τό 'λεγε καί τό τραγουδουσε «κλείσε ... τά ... » καί τό 'λεγε στραμμένος πρός τό ταβάνι καί πέρα απ' αυτό ως τ' αστέρια καί πιό πέρα ... «μά-α-α-α-α-τια σου...» κι άφησε την εξέδρα τρεκλίζοντας γιά νά πάει νά τό σκεφτεί καλά. Κάθισε σέ μιά γωνιά μέ μιά παρέα τύπους, χωρίς ν' ασχοληθεί μαζί τους . Κατέβασε τό κεφάλι κι άρχισε να κλαίει. 'Ηταν ο πιο, μεγάλος.
Ό Ντην κι εγώ πλησιάσαμε νά του μιλησουμε. Τόν καλέσαμε νά 'ρθει μεέχρι τ’ αμάξι . Μέσα στ’ αμάξι, βάλθηκε ξαφνικά να ξεφωνίζει: «Ναί, δέν υπάρχει τίποτα πού νά μ' αρέσει περισσότερο απ' τίς καλές πλάκες! Που πάμε;». Ο Ντην χοροπήδησε πάνω-κάτω πάνω στό κάθισμα καγχάζοντας μέ μανία. «Μιά στιγμη! Μιά στιγμη!», είπε ό σαξοφωνίστας. «Θά 'ρθει ό γιός μου νά μας πάει μέχρι στου Τζέημσονς Νούκ, όπου πρέπει νά τραγουδησω. Φίλε μου, ζω γιά νά τραγουδώ. Είναι δυό βδομάδες πού τραγουδω «Κλείσε τά μάτια σου» , -δέν θέλω νά τραγουδήσω τίποτ' άλλ.ο. Εσείς, τί φτιάχνετε, παιδιά;». Του είπαμε πώς θά φεύγαμε σέ δυό μέρες γιά Νέα Υόρκη. «Θεέ μου, δέν εχω πάει ποτέ εκεί πέρα καί λένε πώς είναι πραγματικά διασκεδαστικη πόλη, μά δέν εχω λόγο νά παραπονιέμαι για τον τοπο όπου βρίσκομαι. Είμαι παντρεμένος, ξέρετε».
«Ά, ναί;», έκανε ανάβοντας ο Nτην. «Καί που είναι η καλή σου απόψε;».
«Τί θές νά πείς;», είπε ο σαξoφωνίστας καί τόν κοίταξε μέ την άκρη του ματιου. «Σου είπα πώς ήμουν παντρεμένος μαζί της, έτσι;».
«Και βέβαια, και βέβαια», είπε ο Ντην. «Έτσι ρώτησα. Ίσως έχει φίλες; Ή αδελφές; Γιά νά τό ρίξω εξω, καταλαβαίνεις, απλώς γιά νά τό ρίξω εξω».
« Α ,σε τι βοηθάει να το ρίχνεις έξω, η ζωή είναι πολύ θλιβερή γιά νά περνάς τόν καιρό σου διασκεδάζοντας», είπε σαξoφωνίστας κοιτάζοντας τό δρόμο, μέ χαμηλωμένα τά μάτια. «Σκ-κ-κα-τά.», είπε. «Δεν εχω φράγκο και καρφί δε μου καίγεται απόψε».
Γυρίσαμε γιά λίγο ακόμα μέσα. Τά κορίτσια είχαν τόσο αηδιάσει βλέποντάς μας τόν Ντην κι εμένα νά παραληρούμε καί νά πηδάμε ένα γύρω, που είχαν φύγει κι είχαν πάει με τα πόδια στουΝούκ• τ' αυτοκίνητο δέν έπαιρνε πάντως μπρoστά. Είδαμε στό μπαρ ένα τρομερό θέαμα: μιά αξιoθρήνητη ξανθιά αδερφή είχε έρθει φορώντας μια πουκαμίσα απ’ τη Χαβάη και ρωτούσε τον χοντρό ντραμίστ αν μπορούσε ν' ανέβει πάνω. ΟΙ μουσικοί τόν κοίταζαν με καχύποπτο ύφος. «Ξέρεις να παίζεις;». Έιπε πως ναι, κανοντας και γκριμάτσες ταυτόχρονα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και είπαν: «Ναί, ναί, αυτό κάνει ο άνθρωπος, σκ-κ-κατά!». Κάθισε λοιπόν η ξανθούλα μπροστά στα τύμπανα κι έπιασαν ένα ρυθμό τζαμπ και βάλθηκε να χαιδεύει μαλακά τά πιατίνια μ' ενα σκουπάκι, κουνώντας τό λαιμό της, μ' αυτη την επηρμένη εκσταση πού δημιουργεί η ψυχανάλυση του Ράιχ, καί πού δέν σημαίνει τίποτ' άλλο εκτός από κατάχρηση τσαγιού κι ελαφρές τροφές καί ανόητες πλάκες. Άλλά δεν νοιαζόταν. Χαμογελούσε χαρωπά στό κενό καί κρατουσε τό ρυθμό, αλλά πολύ απαλά, μέ μιά αντίστιξη κακαρισμάτων καί κελαηδισμάτων στα συμπαγή καί βροντερά μπλούζ πού έπαιζαν τά παιδιά, χωρίς ν' ασχολούνται μαζί του. Ο χοντρός νέγρος ντραμίστας με τον ταυρίσιο λαιμό καθόταν περιμένοντας τη σειρά του. «Τί κάνει αυτός ο τύπος εκεί;», είπε. «Παίξε μουσική!», είπε. «Τί διάβολο», «σκ-κ-κ-κατά!», και απόστρεψε αηδιασμένος τα μάτια του.
Ήρθε ο γιός του σαξοφωνίστα• ήταν ένας μικρόσωμος νέγρος ντυμένος στην τρίχα, μέ μιά μεγάλη καί φαρδιά Κάντιλακ. Πηδήξανε όλοι μέσα. 'Έσκυψε πάνω στό τιμόνι, κι έριξε τ'άμάξι σάν τόν άνεμο, μέσα στό Φρίσκο, χωρίς νά σταματήσει στιγμή, μέ εβδομήντα μίλια τήν ωρα, μέσα στην κυκλοφορία, χωρίς κάν νά τόν προσέξει κανεις, τόσο περίφημος ήταν. Ο Ντην ήταν σε έκσταση. «Πρόσεξε αυτό τόν τύπο, φίλε μου! Πρόσεξέ τον πως κάθεται εκεί καί δέν κουνάει ούτε τό δαχτυλάκι του καί μαστιγώνει τό υλικό καί ταυτόχρονα μπορεί νά μιλάει όλη νύχτα, μα ορίστε, δέν κουράζεται να μιλάει, ά, φίλε μου, τα πράματα, τα πράματα, τα πράματα ποu θά μπορουσα ... ποu θά 'θελα ... ω, ναί. Άντε, πάμε, μή σταματάμε ... πάμε! Ναί!». Καί τό παιδί έστριψε σέ μιά γωνιά του δρόμου καί μας κάρφωσε μπροστά ακριβώς απ' του Τζέημσονς Noυκ καί παρκάρησε. Ένα ταξί σταμάτησε• κι ένας κοντός αδύνατος καί ξερακιανός νέγρος ίεροκήρυκας πήδηξε από μέσα καί πέταξε ένα δολάριο στον ταξιτζή και ξεφώνισε: «Φύσα το!», και μπήκε τρέχοντας μέσα στό κλάμπ καί πηγε καί χώθηκε κατευθείαν στο μπαρ του ισογειου, ξεφωνίζοντας: «Φύσα• φύσα• φύσα!», καί ανέβηκε σκουντουφλώντας τά σκαλιά, παρά λίγο νά πέσει μέ τα μούτρα, καί πέρασε σάν σίφουνας την πόρτα καί έπεσε μέσα στην αίθουσα της τζάζ μέ τά χέρια μπροστά γιά νά αποκρουσει κάθε εμπόδιο που θα `μπαινε στο δρόμο του, κι έπεσε κατευθείαν πάνω στόν Λαμπσέιντ ποu δούλεuε εκείνο τόν καιρό γκαρσόνι στου Τζέημσονς Ντouκ κι η μουσική ήταν εκεί εκρηκτική κι εκείνος στάθηκε καρφωμένος στην ανοιχτή πόρτα ξεφωνίζοντας: «Παίξ' το γιά μένα, φίλε, παιξ’ το!». Κι ο φίλος ήταν ένας μικροσκοπικός νέγρος, μ’ένα άλτο σαξόφωνο, που όπως εΙπε ο Ντην, έλεγαν, πώς έμενε μέ τή γιαγιά του ακριβώς όπως ο Τόμ Σνάρκ, κοιμόταν όλη μέρα, καί έπαιζε όλη νuχτα, καί επαιζε καμιά κατοσταριά φορές τό ίδιο ρεφραίν προτού νιώσει έτοιμος γιά τη μεγάλη στιγμή, καί στό σημείο εκείνο ήταν που μπήκαμε. « Έιναι ο Κάρλο Μαρξ!», ξεφώνισε ο Ντην πάνω απ' όλο τό παραλήρημα.
Καί ηταν. Τό μικρό αγόρι της γιαγιάς μέ τό επιδιορθωμένο του άλτο είχε σπινθηροβόλα σα χάντρες μάτια• μικρά στραβά ποδαράκια• σφιχτές γάμπες• καί πηδούσε καί χειρονομούσε μέ τό σαξόφωνό του καί κλωτσούσε ολόγυρα στόν αέρα κρατώντας τά μάτια του καρφωμένα στό ακροατήριο (πού τό αποτελουσαν άνθρωποι πού γελουσαν, καθισμένοι σέ μιά δωδεκάδα τραπέζια, μέσα σ' ενα δωμάτιο τριάντα επί τριάντα πόδια καί χαμηλοτάβανο), καί δέν σταματούσε στιγμή. Οι αυτοσχεδιασμοί του ήταν πολύ άπλοί. Αυτό
πού του άρεσε ήταν η έκπληξη μιας καινούργιας κι απλής παραλλαγής στό ρεφραίν. Ξεκινουσε μ' ενα «τα-τούπ-τάντερ-ρα-ρα ... τα-τούπ-τάντερ-ραρα», επαναλαμβάνοντάς το μέ πηδηματάκια ολόγυρα καί φιλιά στό σαξόφωνό του καί χαμόγελα μέχρι τό «τάτούπ-ιι-ντά-ντί-ντέρα-ΡΑΠ! τά-τούπ-ιι-ντά-ντί-ντέρα-ΡΑΠ!» καί κάθε φορά επικρατούσαν ανάμεσα σ' αυτόν κι οσους τόν άκουγαν μεγάλες στιγμές γέλιου καί συνεννόησης. Ο ήχος του ήταν καθαρός σάν καμπάνα, ψιλός, αγνός, καί επαιζε ακριβώς κάτω απ' τή μύτη μας, δυό πόδια πιό κει. Ο Ντην ήταν όρθιος απέναντί του, αποκομμένος από καθετί αλλο στόν κόσμο, μέ τό κεφάλι σκυμμένο, τά χέρια νά χτυπουν στό ρυθμό, όλο του τό κορμί νά χοροπηδάει πάνω στίς φτέρνες κι ο ιδρώτας, πάντα ο ιδρώτας, νά πλημμυρίζει καί νά πιτσιλίζει τόν ταλαίπωρο γιακά του πρίν σχηματίσει μιά αληθινή λίμνη μπροστά στά πόδια του. Η Γαλάτεια κι η Μαίρη ήταν εκει καί κάναμε πέντε ολόκληρα λεπτά νά τό πάρουμε είδηση. Ούου! οι νύχτες του Φρίσκο, η άκρη της ηπείρου καί τό τέλος της αγωνίας, αντίο όλη αυτή η θλιβερή αγωνία καί οι βλακείες. Ο Λαμπσέιντ έτρεχε γύρω-γύρω μέ τούς δίσκους της μπύρας• ο,τι έκανε ήταν μέσα στο ρυθμό• ξεφώνιζε στη σερβιτόρα με το ρυθμό: «ΚαΙ τώρα, μωρουδάκι, κάνε μου χώρο, κάνε μου χώρο, έρχεται ο Λαμπσέιντ από κει», καί τήν προσπερνουσε φουριόζος με τίς μπύρες στόν αέρα κι ορμούσε μέσα απ' τη δίφυλλη πόρτα της κουζίνας καί χόρευε μέ τίς μαγείρισσες καί ξαναρχόταν καταϊδρωμένος. Ο τρομπετίστας καθόταν τελείως ακίνητος σέ μιά γωνιά του τραπεζιού μ' ένα ανέγγιχτο ποτήρι μπροστά του κοιτώντας απορροφημένος τό κενό, μέ τά χέρια του νά κρέμονται στά πλευρά του, ώσπου άγγιζαν σχεδόν το πάτωμα, τα πόδια του απλωμένα μπροστά σάν γλώσσες κρεμασμένες, •όλο του το κορμί ξεραμένο από μιά απόλυτη βαρεμάρα καί μιά απόλυτη θλίψη καί τό μόνο πού είχε στο μυαλό του ή ταν: ένας άνθρωπος που ψοφούσε όλα τα βράδια καί άφηνε τούς άλλους νά του δώσουν τη χαριστική βολή τη νύχτα. Όλα γυρνούσαν γύρω του σάν μέσα σ' ένα σύννεφο. Καί ό μικρός σαξοφωνίστας της γιαγιας, αυτός ό μικρός Κάρλο Μάρξ, πηδούσε καί χόρευε σά πίθηκος μέ τό μαγικό του σαξόφωνο καί έπαιζε διακόσια ρεφραίν από μπλούζ, τό ενα πιό τρελό από τ' άλλο, χωρίς νά δείχνει τό παραμικρό σημάδι εξάντλησης η επιθυμίας νά ξημερώσει. Όλη η αίθουσα έτρεμε.

Wednesday, September 19, 2012

Μια δικτατορία θα μας σώσει

Η άποψη ότι «ένας δικτάτορας θα μας σώσει» ή «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται» είχε ανέκαθεν απήχηση σε ένα σημαντικό ποσοστό της ελληνικής κοινής γνώμης, ακόμα και σε καιρούς πολύ καλύτερους από τους τωρινούς που η οργή και η σύγχιση μετέτρεψαν την Χ.Α από μια ασήμαντη παρέα περιθωριακών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη.
Σκαλίζοντας ανάμεσα σε παλιά άρθρα του Μ. Πλωρίτη, έπεσα πάνω σε ένα του 2002 που αναφέρεται σε αυτό το θέμα. Αφορμή ήταν μια έρευνα του «Βήματος», που εν μέσω προ-ολυμπιακής ευφορίας, κατέγραψε μεγάλα ποσοστά νοσταλγών του ολοκληρωτισμού.

Ιδού οι σκέψεις του:

Ο δικτατορικός Παράδεισος

* Τα ίδια τα πρωτοπαλίκαρα της δικτατορίας έχουν αποκαλύψει τη διαφθορά, την απάτη και τη βαρβαρότητα του απριλιανού άγους

ΔΕΝ έφτανε που, σύμφωνα με έρευνα του «Βήματος» (21.4), το 20,7% απ' τους ερωτηθέντες απεφάνθη πως η απριλιανή δικτατορία «έκανε καλό» στην Ελλάδα κι άλλο ένα 19,8% πως «ούτε καλό έκανε ούτε κακό». (Σύνολο 40,5%). Νεότερη έρευνα της εφημερίδας (23.4) προσκόμισε ακόμα πιο φωτερά αποτελέσματα, όχι πια για το παρελθόν αλλά για το μέλλον: το 13,2% πιστεύει «απόλυτα» πως «μόνο μια δικτατορία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διαφθοράς που παρατηρούνται στη χώρα» και ένα 7,3% «μάλλον συμφωνεί» μαζί τους (Σύνολο 20,5%).
Ηγουν: τέσσερις στους δέκα Ελληνες θεωρούν πως η στρατιωτική τυραννία στάθηκε ευεργετική ή έστω ανώδυνη, ενώ ένας στους πέντε πιστεύει πως μια (νέα) δικτατορία θα ήταν εθνοσωτήρια. Δηλαδή, θα εξασφάλιζε διοίκηση έντιμη και αποτελεσματική, δίκαιη και εξυπηρετική των εθνικών συμφερόντων.
Επειδή, λοιπόν, φαίνεται πως ορισμένων «η κρίση έφυγε να πάει σε κτήνη αναίσθητα κι αυτοί έχασαν το νου τους» [1], ανάγκη να τους θυμίσουμε ή να τους πληροφορήσουμε τι «μάννα εξ ουρανού» στάθηκε η πεφιλιμένη τους δικτατορία για τη χώρα - όπως και για κάθε χώρα. Και κριτές και μάρτυρες δεν θα καλέσουμε τους «κακόπιστους» πολέμιους της τότε και πάσης δικτατορίας, αλλά τους ίδιους τους δικτάτορες και τα πρωτοπαλίκαρά τους.
ΠΕΡΙ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΥ. Το μέγα επιχείρημα των εθνοσωτήρων ήταν ο «επικείμενος κομμουνιστικός κίνδυνος», που θα «υποδούλωνε τη χώρα».
Αλίμονο, όμως! Τον ισχυρισμό τους τον διέψευσαν κατηγορηματικά όχι μόνο ο άπεφθος «τέως», λέγοντας στη Ρώμη (μετά το αποτυχημένο αντιπραξικόπημά του της 13.12.67) πως η χούντα «δεν κατόρθωσε να προσκομίση καμμίαν απόδειξιν περί υπάρξεως κάποιας παρανόμου ενόπλου ομάδος, η οποία ήτο έτοιμη να επαναστατήση», αλλά και αυτός ούτος ο πανέντιμος αρχιπραξικοπηματίας Γ. Παπαδόπουλος: «Στα χρόνια πριν από την κατάληψιν της εξουσίας (21.4), η δημοκρατία στην Ελλάδα δεν εκινδύνευε να ανατραπή από την άμεση δράση του κομμουνισμού»[2].
Για να ολοκληρωθεί, όμως, η απάτη, οι στασιαστές πρόσθεσαν και την παραχάραξη: ο σεπτός «τέως» δήλωνε, στο διάγγελμά του της 13.12.67: «Η κατάστασις της 21 Απριλίου επλαστογράφησε ακόμη και το όνομά μου» στο Β. Διάταγμα που κήρυττε στον Στρατιωτικό Νόμο...
ΠΕΡΙ ΗΘΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ. Οπως φαντάζονται οι σημερινοί εραστές της δικτατορίας, έτσι και οι απριλιανοί δράστες της αυτοπαρουσιάζονταν σαν θεραπευτές πάσης νόσου και πάσης διαφθοράς του κοινοβουλευτισμού.
Το «περίεργο» είναι πως οι ίδιοι διαπρέψανε όσο κανένας άλλος σ' αυτό το άθλημα - αν πιστέψουμε τους δικούς τους αδαμάντινους λόγους:

Ο περινούστατος Παττακός λ.χ. έγραφε σε έκθεσή του της 7.8.1968 προς τον «αδελφό» του Παπαδόπουλο: «Υπάρχει ανηθικότης, αδικία, νεποτισμός... Η "χούντα" (sic) καλοπερνά... κλέβει... φιλοξενείται». Και ο έτερος «αδελφός» Ν. Μακαρέζος δήλωνε τον Νοέμβριο 1973: «Ευτελής ποιότης και κακοσμία μεθόδων, αι οποίαι προσιδιάζουν σε φασιστικά καθεστώτα»... Ενώ ένα άλλο πρωτοπαλίκαρο, ο Δ. Σταματόπουλος, έφριττε, τον ίδιο μήνα, για την «συσσωρευθείσα κόπρον του Αυγείου»... Λίγο αργότερα (12.12.73) ο «υπουργός» Δικαιοσύνης Σπ. Τριανταφύλλου μιλούσε για «περιπτώσεις οικονομικών σκανδάλων, χαριστικών παροχών και παρανόμων πλουτισμών υπό προσώπων αναμιχθέντων εις την διαχείρισιν των κοινών κατά τα τελευταία έτη»... Ακόμα και ο υμνωδός πάσης δικτατορίας Σάββας Κωνσταντόπουλος έγραφε στην εφημερίδα του «Ελεύθερος Κόσμος» (3.2.1974): «Το καθεστώς περιεβάλλετο από ατμόσφαιραν βαρείαν, ασφυκτικήν θα ελέγαμεν, περί σκανδάλων και ατασθαλιών... έχει υποστή ηθικήν φθοράν βαρείας μορφής... Χρειάζεται ισχυρότατον απορρυπαντικόν»...
ΠΕΡΙ ΑΨΟΓΟΥ ΔΙΟΙΚΗΣΕΩΣ. Οι νυν τυραννολάτρες νομίζουν πως η δικτατορία (η παρελθούσα και κάποια μέλλουσα) εξασφαλίζει την άρτια και τελεσφόρα λειτουργία του κράτους.
Κάπως διαφορετικός, όμως, ήταν ο απολογισμός της απριλιανής τοιαύτης - κατά τους αρχισυμμορίτες πάντα:

«Η γραφειοκρατία και ο μανδαρινισμός ευρίσκονται και πάλιν εις την δόξαν των», έγραφε ο Παττακός στην παραπάνω έκθεσή του... «Χρησιμοποιούνται σε θέσεις κλειδιά τα πλέον φαυλοκρατικά πρόσωπα», πρόσθετε ο «υπουργός» Δ. Ματθαίου (Νοέμ. 1973)... Ο «πρωθυπουργός» της δικτατορίας Νο 2, Α. Ανδριτσόπουλος, στις προγραμματικές δηλώσεις του (28.11.73), κατάγγελνε την «πλήρη αδυναμίαν λειτουργίας της Πολιτείας», προσθέτοντας: «Οι θεσμοί, αντί να υπηρετούν τον λαόν, μετετρέποντο απροσχηματίστως εις μέσα διατηρήσεως και ανεξελέγκτου ασκήσεως της εξουσίας»... Και ο «θεωρητικός» της δικτατορίας Γ. Γεωργαλάς (άρθρα του 1972 κε) συνόψιζε: «Δεν υπάρχει πουθενά ούτε εξουσία ούτε ευθύνη και, συνεπώς, ούτε αποτέλεσμα... Ολα εφθάρησαν... Σαν έθνος, ζούμε την Ωρα Μηδέν»...
Ο ΧΩΡΟΣ δεν επιτρέπει να επεκταθούμε και σε άλλους τομείς. Αλλά και μόνες οι «ρήσεις» που παράθεσα, φτάνουν να καταδείξουν το ποιον και το ήθος των τυραννίσκων που - κατά τη δική της ομολογία - στήριξαν την υποκλαπείσα εξουσία τους στην απάτη και την πλαστογραφία, στην ανηθικότητα και την αρπαγή, στα σκάνδαλα και τις ατασθαλίες, στη φαυλοκρατία και στην τρομοκρατία, για να καταβασανίσουν, λεηλατήσουν, εξευτελίσουν τη χώρα και τον λαό, και να οδηγήσουν τελικά στην εσαεί ανεπούλωτη κυπριακή τραγωδία.
Ή μήπως θα μας πουν πως μια άλλη από άλλους δικτατορία θα είναι καλύτερη, τιμιότερη, ικανότερη; Οι δικτατορίες έχουν, παντού και πάντα, τα ίδια κι απαράλλακτα ειδεχθή χαρακτηριστικά - και ο λόγος του λόρδου Ακτον ισχύει χωρίς καμιάν εξαίρεση: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Και καταλήγει πάντα σε απόλυτες καταστροφές. Οσοι δεν έχουν χάσει μνήμη και κρίση, ας αναλογιστούν πού οδήγησαν οι τυραννίες των Χίτλερ, των Μουσσολίνι, των Στάλιν, των Πινοσέτ, των Παπαδόπουλων και όλων των άλλων ουρανόσταλτων αρχαγγέλων του πατριωτισμού και του εθνικού καθαρμού... Αυτά θέλουν να ζήσουν ή να ξαναζήσουν;
....................
[1]. Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας, Πράξη Γ´, σκηνή 2, στ. 106. - [2]. Συνέντευξή του στην «Sunday Telegraph», 2.8.1970.

(Το Βήμα, 04/05/2002)

Πάντα είχαμε λόγους να είμαστε δυσαρεστημένοι από την Πολιτεία μας και να επιθυμούμε να αλλάξει, προφανώς προς το καλύτερο. Το αξιοπερίεργο (και ανησυχητικό) είναι ότι, πολλοί από εμάς, σαν απάντηση στην κακής ποιότητας δημοκρατία θεωρούμε τη δικτατορία, αντί για μια βελτιωμένη εκδοχή της δημοκρατίας.
Μερικές αιτίες που μπορώ να φανταστώ:
1. Όπως προκύπτει από τα γραφώμενα του Πλωρίτη, η ιστορική άγνοια και η ασθενής μνήμη. Οι θιασώτες του ολοκληρωτισμού δεν γνωρίζουν ή ξεχνούν, ότι οι επιδόσεις των καθεστώτων αυτών στα προβλήματα που υποτίθεται ότι ανέλαβαν να λύσουν δεν ήταν καθόλου καλύτερες ακόμα και από τις κακές δημοκρατίες.
2. Πολιτική οκνηρία. Μια καλή δημοκρατία προϋποθέτει ενεργούς πολίτες σε διαρκή εγρήγορση. Είναι πολύ βολικότερο να περιμένουμε από έναν «πεφωτισμένο» δικτάτορα να λύσει όλα μας τα προβλήματα και αν αποτύχει να τον βρίζουμε, παρά να αναλάβουμε τις ευθύνες μας σαν πολίτες.
3. Έλλειμμα δημοκρατικού πολιτισμού. Οι περίοδοι δημοκρατικής ομαλότητας στην ιστορία της Ελλάδας είναι η εξαίρεση παρά ο κανόνας, οπότε πιθανόν ένα τμήμα της κοινωνίας να μην έχει αφομοιώσει τους κανόνες της, τις απαιτήσεις της, τις προϋποθέσεις ομαλής λειτουργίας της και τα ευεργετήματα της.

Ένα είναι βέβαιο: η επανάληψη των ίδιων λαθών είναι, όχι μόνο ολέθρια, αλλά και βαρετή. Μακάρι να είχαμε μερικούς Πλωρίτηδες για να μας θυμίζουν αυτά που θα έπρεπε να είναι γνωστά και αυτονόητα.