Sunday, February 20, 2022

Κάτοικοι των δρόμων


Η ζωή τα έφερε έτσι και συνδέθηκα με το Ρίο ντε Τζανέιρο. Δεν εγκαταστάθηκα εκεί ποτέ αλλά το επισκέπτομαι συχνά. Μετά τα πρώτα εντελώς τουριστικά ταξίδια ο ορίζοντας μου άρχισε να διευρύνεται πέρα από τις διάσημες παραλίες και τους γύρω δρόμους, την βιτρίνα δηλαδή της πόλης, και τα βήματα μου με πήγαν σε γειτονιές κοντύτερα στην πραγματική ζωή. 

Όχι πως και στην κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα της Ipanema  ή της Copacabana δεν υπάρχουν λόγοι για να υποπτευθεί κανείς πόσο δύσκολα τα φέρνουν βόλτα οι στρατιές φτωχοδιαβόλων που παρελαύνουν ασταμάτητα πέρα-δώθε κάτω από τον καυτό ήλιο στην υπηρεσία των λουομένων. Ο περιστασιακός επισκέπτης, όμως, που αφήνει για λίγες μέρες πίσω του τη ρουτίνα και αντικρίζει για πρώτη φορά αυτό το θαυμάσιο τοπίο, που λιάζεται και ρουφά την καιπιρίνια του, δικαιολογείται να εστιάζει στις ομορφιές κι όχι στη μιζέρια. 

 

Προχωρώντας στα ενδότερα λοιπόν, μακριά από τη μυρωδιά του αντηλιακού και τα πολύχρωμα μπικίνι τα πράγματα ζορίζουν. Ο αριθμός των αστέγων είναι συνταρακτικός. Οι “κάτοικοι των δρόμων”, όπως τους αποκαλούν στα πορτογαλικά, βρίσκονται παντού. Ξαπλωμένοι σε πεζοδρόμια και πλατείες, στο επιχειρηματικό κέντρο, σε εμπορικούς δρόμους, σε καλοβαλμένες συνοικίες, ζαρωμένοι πάνω στα χαρτόνια τους με ήλιο και βροχή, οικογένειες με μωρά, μικρά παιδιά και ελάχιστα υπάρχοντα• είναι τόσο πολλοί που συχνά αναγκάζεσαι να περάσεις από πάνω τους. Ένας Θεός ξέρει αν και που βρίσκουν τροφή - μάλλον στα σκουπίδια, ή ίσως κάποιοι να επαφίονται στη γενναιοδωρία των περιοίκων να τους ελεήσουν με τα αποφάγια τους. 

Παρατήρησα ότι, παραδόξως, είναι λίγοι εκείνοι που επαιτούν. Ύστερα πρόσεξα ότι οι περαστικοί έχουν αναπτύξει την ίδια ικανότητα με τους τουρίστες, να τους διαγράφουν από το οπτικό τους πεδίο, όπως το μυαλό μαθαίνει να αγνοεί έναν συνεχή, ενοχλητικό θόρυβο. Εφόσον είναι σχεδόν αόρατοι στους υπόλοιπους, ποιος ο λόγος να μπουν στον κόπο της επαιτείας;

 

Παρά την επιλεκτική μας τύφλωση και τους ευφημισμούς με τους οποίους προσπαθούμε να τους κρύψουμε, στο τελευταίο ταξίδι μου μού δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ήταν ακόμα περισσότεροι. Μια μέρα, καθώς, εγώ ο καλοθρεμμένος Ευρωπαίος, περνούσα ανάμεσά τους, αναρωτήθηκα γιατί δεν με κατασπαράζουν, τι τους κρατάει από το να μου επιτεθούν, να αρπάξουν ό,τι βρουν, ή έστω για να βγάλουν το άχτι τους. Η εγκληματικότητα της χώρας είναι διαβόητη, και αν πιστέψω τις προειδοποιήσεις φίλων και γνωστών κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, αυξάνεται συνεχώς. Ευτυχώς ως τώρα δεν μου έτυχε τίποτα, δυσκολεύομαι όμως να καταλάβω τι είναι αυτό που συγκρατεί όλους αυτούς τους κολασμένους από το να καταφύγουν μαζικά στη βία.

 

Προϋπόθεση για τη συγκρότηση της κοινωνίας είναι όλα τα μέλη της να ωφελούνται σε κάτι εγκαταλείποντας της άγρια ζωή, λέει η παμπάλαια θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου. Σε τι, αναρωτιέμαι, ωφελούνται οι άνθρωποι αυτοί από μια κοινωνία η οποία ούτε καν τους βλέπει; Το πιθανότερο είναι πως οι ζωές τους θα ήταν καλύτερες αν επέστρεφαν στη ζούγκλα και σίγουρα θα είχαν ελάχιστα να χάσουν αν προκαλούσαν συνθήκες ζούγκλας. Είμαστε τυχεροί επομένως που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να διδαχθούν περί κοινωνικών συμβολαίων, ή και οτιδήποτε άλλο, ώστε να μην τους μπαίνουν τέτοιες ιδέες. Επίσης είμαστε τυχεροί που είναι πολύ απασχολημένοι με το να ψάχνουν κανένα ξεροκόμματο ή να αναζητούν μια γωνιά να κοιμηθούν αντί να σκέφτονται επαναστάσεις.

 

Σκηνή  στον δρόμο: ένας νεαρός άντρας καθισμένος στο πεζοδρόμιο κοπανάει με μια κοτρόνα τενεκεδάκια αναψυκτικών που τα στοιβάζει σε έναν πελώριο σάκο, προφανώς για να τα πουλήσει για πενταροδεκάρες στην ανακύκλωση. Η ταλαιπωρημένη του όψη και η πρωτόγονη εργασία του μου φέρνουν στο νου εκείνον τον μακρινό πρόγονο του ανθρώπου στην Οδύσσεια 2001 του Κιούμπρικ που, χτυπώντας ένα κόκκαλο στη γη, ανακαλύπτει την χρήση των εργαλείων. Ο πολιτισμός μπορεί να εξελίχθηκε πολύ από τότε, αλλά όχι το ίδιο για όλους. Βλέπεις στρατιές ανθρώπων να κάνουν δουλείες κυρίως εξ’ αιτίας της δικής τους απελπισίας παρά γιατί έχουν κάποια ιδιαίτερη χρησιμότητα. Τα γεροντάκια που περιφέρονται στο λιοπύρι για να πουλήσουν παγωτά, άνθρωποι του Κιούμπρικ να κουβαλούν στην πλάτη τα σκουπίδια που αφήνουν οι τουρίστες, πιτσιρικάδες που κάνουν ταχυδακτυλουργικά στα φανάρια, μανάδες που πουλούν ζαχαρωτά, τύπους που κουβαλούν σε παραφορτωμένες χειράμαξες ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου κλπ εργασίες, αδιανόητες στην εποχή των ρομπότ, που ίσως τουλάχιστον τους εξασφαλίζουν στέγη σε κάποια φαβέλα. Αν τους προσθέσουμε κι αυτούς στους άστεγους, ο αριθμός εκείνων που δεν έχουν πολλά να χάσουν αυξάνει επικίνδυνα.

 

Όταν κάποτε κάναμε μια σχετική συζήτηση, ένας φίλος με ρώτησε αν ήμουν αριστερός. Για λόγους που δεν είναι της στιγμής πιστεύω πως και η Αριστερά μέρος του προβλήματος είναι παρά μέρος της λύσης του. Ούτε είμαι αναρχικός, ούτε πιστεύω ότι οι επαναστάσεις μπορούν να είναι οτιδήποτε άλλο παρά οι ύστατες λύσεις σε ακραίες συνθήκες.

Συνεπώς οι σκέψεις αυτές δεν έχουν ιδεολογική προέλευση. Είναι η συνείδηση και η λογική που τις υπαγορεύουν. Η συνείδηση, γιατί η εικόνα είναι τόσο θλιβερή που δεν μπορεί παρά να προξενεί ενοχές σε όποιον μπει στον κόπο να την κοιτάξει έστω κι αν είναι επισκέπτης από την άλλη άκρη του κόσμου. Η λογική, γιατί όλα τα παραπάνω αποτελούν αποδείξεις σοβαρών σφαλμάτων στην αρχιτεκτονική του κόσμου, σφάλματα που κάνουν τις ζωές πολλών αφόρητες, σε βαθμό που αργά ή γρήγορα ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν το οικοδόμημα. Λογικά πρέπει να υπάρχει ένα όριο αδικίας, ανέχειας και συστημικής δυσλειτουργίας πέραν του οποίου οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις του πολιτισμού καταρρέουν και το όριο αυτό είναι όταν σε έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων δεν έχει μείνει πια τίποτα να χάσει. 


Στο μεταξύ διαβάζω ότι στους αντίποδες της κοινωνίας η καινούργια επενδυτική μόδα είναι η αγορά εικονικών ακίνητων στο metaverse. Άνθρωποι δηλαδή που μη βρίσκοντας τι καλύτερο να κάνουν με τα χρήματά τους, αγοράζουν εικονικά ακίνητα, με ψηφιακά νομίσματα, σε ένα εικονικό σύμπαν προσδοκώντας να αποκομίσουν πραγματικά κέρδη. 

Ύστερα είμαστε και όλοι εμείς που περνάμε τον ελεύθερο χρόνο μας φτιάχνοντας γοητευτικά avatars για να εκπροσωπούν στα καλλιστεία ευδαιμονίας του Instagram και του Facebook, εμείς που χάσαμε την ικανότητα να συγκεντρωνόμαστε σε ένα βιβλίο, σε μια ταινία, σε μια συζήτηση με την σύντροφό ή τον φίλο μας υπνωτισμένοι από την ηλεκτρική λάμψη του smartphone.

 

 

Είναι τελικά ο κόσμος που φτιάξαμε τόσο άσχημος ώστε οι μισοί έχουν κάθε λόγο να επαναστατήσουν και οι υπόλοιποι να φυγαδευτούν στον εικονικό;